|
κλιτικό επίθημα |
Λεξικό γλωσσολογικών όρων, Νεοελληνική Γραμματική και Συγκριτική ("Αντιπαραθετική") Ανάλυση, Νεοελληνική Γραμματική και Συγκριτική ("Αντιπαραθετική") Ανάλυση |
μορφολογία |
inflectional suffix |
|
κλιτικό μόρφημα |
Λεξικό γλωσσολογικών όρων, Σχολικό γλωσσάρι όρων γλωσσολογίας, Νεοελληνική Γραμματική και Συγκριτική ("Αντιπαραθετική") Ανάλυση, Νεοελληνική Γραμματική και Συγκριτική ("Αντιπαραθετική") Ανάλυση, Νεοελληνική Γραμματική και Συγκριτική ("Αντιπαραθετική") Ανάλυση |
μορφολογία |
inflectional morpheme |
|
κοινές μορφοφωνηματικές εναλλαγές |
Λεξικό γλωσσολογικών όρων |
μορφοφωνολογία |
common morphophonemic alternations |
|
κοινή γλώσσα |
Λεξικό γλωσσολογικών όρων , Νεοελληνική Γραμματική και Συγκριτική ("Αντιπαραθετική") Ανάλυση |
κοινωνιογλωσσολογία, κοινωνιολογία της γλώσσας |
common language / koine |
|
κοινή διάλεκτος |
Νεοελληνική Γραμματική και Συγκριτική ("Αντιπαραθετική") Ανάλυση |
κοινωνιογλωσσολογία, κοινωνιολογία της γλώσσας |
common dialect |
|
κοινή διάλεκτος: ευρωπαϊκές περιπτώσεις |
Νεοελληνική Γραμματική και Συγκριτική ("Αντιπαραθετική") Ανάλυση |
κοινωνιογλωσσολογία |
common dialect: European examples |
|
κοινή νεοελληνική |
Νεοελληνική Γραμματική και Συγκριτική ("Αντιπαραθετική") Ανάλυση |
ιστορία της γλώσσας, διαλεκτολογία, κοινωνιογλωσσολογία |
Modern Greek |
|
κοινό ουσιαστικό |
Σχολικό γλωσσάρι όρων γλωσσολογίας |
μορφολογία, σημασιολογία |
common noun |
|
κοινωνικά δίκτυα |
Λεξικό γλωσσολογικών όρων |
κοινωνιολογία της γλώσσας |
social networks |
|
κοινωνική διαλεκτολογία |
Λεξικό γλωσσολογικών όρων |
κοινωνιογλωσσολογία, διαλεκτολογία |
social dialectology |
|
κοινωνική διάλεκτος και κοινωνική τάξη |
Νεοελληνική Γραμματική και Συγκριτική ("Αντιπαραθετική") Ανάλυση |
κοινωνιογλωσσολογία, κοινωνιολογία της γλώσσας |
social dialect and social class |
|
κοινωνική διγλωσσία, περιπτώσεις: Τουρκία (οσμανλίδικα) |
Νεοελληνική Γραμματική και Συγκριτική ("Αντιπαραθετική") Ανάλυση |
κοινωνιογλωσσολογία |
diglossia-cases: Turkey (osmanlidika) |
|
κοινωνική ποικιλία-διάλεκτος / κοινωνιόλεκτος |
Λεξικό γλωσσολογικών όρων, Σχολικό γλωσσάρι όρων γλωσσολογίας, Νεοελληνική Γραμματική και Συγκριτική ("Αντιπαραθετική") Ανάλυση |
κοινωνιογλωσσολογία |
social variety-dialect/sociolect |
|
κοινωνική σημασία |
Λεξικό γλωσσολογικών όρων, Σχολικό γλωσσάρι όρων γλωσσολογίας |
σημασιολογία, κοινωνιογλωσσολογία |
social meaning |
|
κοινωνιογλωσσολογία |
Λεξικό γλωσσολογικών όρων, Σχολικό γλωσσάρι όρων γλωσσολογίας |
κοινωνιογλωσσολογία |
sociolinguistics |
|
κοινωνιόλεκτος/κοινωνικόλεχτο |
Λεξικό γλωσσολογικών όρων, Σχολικό γλωσσάρι όρων γλωσσολογίας, Νεοελληνική Γραμματική και Συγκριτική ("Αντιπαραθετική") Ανάλυση |
κοινωνιογλωσσολογία |
sociolect |
|
κοινωνιολογία της γλώσσας |
Λεξικό γλωσσολογικών όρων |
κοινωνιογλωσσολογία, κοινωνιολογία της γλώσσας |
sociology of language |
|
κονστρουκτιβισμός |
Λεξικό γλωσσολογικών όρων |
γλωσσολογικά ρεύματα/σχολές |
constructivism |
|
κοόρτη |
Λεξικό γλωσσολογικών όρων |
ψυχογλωσσολογία |
cohort |
|
κουβέντα |
Σχολικό γλωσσάρι όρων γλωσσολογίας |
πραγματολογία, γένη/είδη λόγου |
small talk |
|
κρεολή |
Λεξικό γλωσσολογικών όρων, Νεοελληνική Γραμματική και Συγκριτική ("Αντιπαραθετική") Ανάλυση |
κοινωνιογλωσσολογία, γλωσσική επαφή |
creole language |
|
κρεολή της Αϊτής |
Νεοελληνική Γραμματική και Συγκριτική ("Αντιπαραθετική") Ανάλυση |
κοινωνιογλωσσολογία, γλωσσική επαφή |
Haitian creole |
|
κρεολοποίηση |
Λεξικό γλωσσολογικών όρων |
κοινωνιογλωσσολογία, γλωσσική επαφή |
creolisation |
|
κριτική |
Σχολικό γλωσσάρι όρων γλωσσολογίας |
γένη/είδη λόγου |
review |
|
κριτική ανάλυση του λόγου |
Λεξικό γλωσσολογικών όρων |
κοινωνιογλωσσολογία, πραγματολογία |
critical discourse analysis |