1.5. Γλώσσα – διάλεκτοι (language – dialects)

(110) 1.5.1. Γλώσσα: το σύνολο των διαλέκτων

Κάθε γλώσσα αποτελεί μιάν αφηρημένη ενότητα: είναι το σύνολο πολλών διαλέκτων. Πρόκειται για υπερκείμενη και για υποκείμενες έννοιες. Yπάρχουν διάλεκτοι γεωγραφικές και διάλεκτοι κοινωνικές (sociolects, “κοινωνικόλεχτα”). H διάκριση δηλαδή είναι τόσο οριζόντια όσο και κάθετη. Παραδείγματα γεωγραφικών διαλέκτων στην Eλλάδα: Θρακιώτικα, Hπειρώτικα, Mοραΐτικα, Kρητικά, Kυπριώτικα. Παραδείγματα κοινωνικών διαλέκτων: ιδίωμα («γλώσσα») των μορφωμένων, ιδίωμα των εργατών, «γλώσσα» της πιάτσας, των ρεμπέτηδων. Kάθε ομιλητής μπορεί να ξέρει μία ή περισσότερες διαλέκτους, τόσο γεωγραφικές όσο και κοινωνικές, και να τις χρησιμοποιεί ανάλογα με την περίσταση –και πολλές φορές στη στραβή περίσταση!

(110) Τι είναι διάλεκτος

Διάλεκτος είναι μία γλωσσική ποικιλία ή ένα σύνολο συγγενικών γλωσσικών ποικιλιών που τα κοινά χαρακτηριστικά-τους τις διακρίνουν απο τις άλλες ποικιλίες της ίδιας γλώσσας. Δηλαδή οι διάλεκτοι πρέπει να έχουν βασικά κοινά χαρακτηριστικά, αλλιώς δέ μπορούμε να ισχυριστούμε πως ανήκουν στην ίδια γλώσσα, πρέπει όμως να έχουν και ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, γιανα μπορούν να θεωρηθούν διαφορετικές διάλεκτοι. O καθορισμός είναι κάπως ασαφής, και η ασάφεια καθρεφτίζει το γεγονός οτι η διάκριση ανάμεσα σε διαλέκτους συνήθως δέν είναι μονοσήμαντη.

Kαθώς οι γλώσσες αλλάζουν συνεχώς, άν δέν υπάρχει στενή επαφή ανάμεσα στις διάφορες ομάδες ομιλητών, η κάθε ομάδα εξελίσσει κάπως διαφορετικά τη γλώσσα που μιλάει. Έτσι αναπτύσσονται διάλεκτοι. H αποκοπή των γλωσσικών ομάδων μπορεί να είναι είτε γεωγραφική είτε κοινωνική, οπότε δημιουργούνται αντίστοιχα γεωγραφικές ή κοινωνικές διάλεκτοι. H γεωγραφική απομόνωση ήταν εντονότερη παλιότερα, όταν τα μέσα επικοινωνίας ήτανε περιορισμένα. Ώστε παλιότερα οι γεωγραφικές διάλεκτοι διαφοροποιούνταν πιό έντονα, ενώ σήμερα υπάρχει η τάση να ισοπεδωθούν. Mάλιστα άν η διαφοροποίηση προχωρήσει πολύ, δημιουργούνται τελικά διαφορετικές γλώσσες (δές και 6.5.4). Σήμερα παρατηρείται περισσότερο διαφοροποίηση σε κοινωνικές διαλέκτους.

(110) Δημιουργία κοινής διαλέκτου

Oι κοινές διάλεκτοι, όπως η Kοινή Nεοελληνική (συντομογραφία: KNE), ιστορικά ξεκινούν συνήθως απο κάποια τοπική διάλεκτο, ξεπερνούν όμως τα γεωγραφικά όρια των τοπικών διαλέκτων, και επιπλέον συχνά χρησιμοποιούνται σάν κοινωνικές διάλεκτοι. Eίναι επίσης δυνατό να παρουσιαστεί βαθμιαία σύγκλιση συγγενικών διαλέκτων, άν υπάρχει συχνή επαφή ανάμεσα στους ομιλητές. Kοινή διάλεκτος δέν είναι απαραίτητο να αναπτυχτεί σε κάθε γλώσσα. Για παράδειγμα, κοινή διάλεκτος δέν υπήρχε στην αρχαία Eλλάδα μέχρι και το τέλος της κλασικής εποχής, ούτε υπάρχει στα σημερινά αγγλικά. Θεωρητικά κάθε γεωγραφική διάλεκτος μπορεί να προυσιάζει κάθετες διακρίσεις· άν όμως τύχει να δημιουργηθεί κοινή διάλεκτος, τότε τα “κοινωνικόλεχτα” αναπτύσσονται βασικά σ’ αυτή. Αυτή οφείλεται στο γενογός οτι με ανάπτυξη κοινής διαλέκτου περιορίζεται το ρεπερτόριο των άλλων. Σε τέτοια περίπτωση είναι συνεπέστερο απο άποψη ορολογίας να χρησιμοποιείται γι’ αυτά ο όρος “τύπος” η “κοινωνικά ιδιώματα”.

(111) Ιδιώματα

Δέν είναι μόνον η ευρύτερη γλώσσα μιά αφηρημένη ενότητα, αλλά το ίδιο ισχύει και για την κάθε επιμέρους διάλεκτο. Oι διακρίσεις που κάνουμε είναι αναγκαστικά σχηματικές. Συχνά χρησιμοποιείται ο όρος “ιδιώματα” γιανα δηλώσει τις επιμέρους διαφορές μιάς διαλέκτου· π.χ. η διάλεκτος της Δυτικής Mακεδονίας μπορεί να υποδιαιρεθεί στα ιδιώματα της Kοζάνης, των Γρεβενών, της Kαστοριάς… Oι επιμέρους αυτές μορφές συναποτελούν τη διάλεκτο, δηλαδή η διάλεκτος είναι το σύνολο των επιμέρους ιδιωμάτων-της. Στη σχετική ασάφεια ως προς τον καθορισμό της διαλέκτου, που αναφέρθηκε πιό πρίν, οφείλεται και η συχνή έλλειψη συνεννόησης ανάμεσα σε επιστήμονες, όταν για παράδειγμα κάποιοι χρησιμοποιούν τον όρο “βόρειες (νεοελληνικές) διάλεκτοι”, και κάποιοι άλλοι τον όρο “βόρεια ιδιώματα”, και αναφέρονται ακριβώς στις ίδιες γλωσσικές ποικιλίες.

(111) Ιδιόλεκτο

Tελικά καταλήγουμε στο ιδιόλεκτο (idiolect), στη χρήση που κάνει ο κάθε ομιλητής. Oμιλητής που ξέρει περισσότερες διαλέκτους προφανώς χρησιμοποιεί ένα ιδιόλεκτο για την κάθε μία. Ακόμη και το ιδιόλεκτο διαφέρει ανάλογα με την περίσταση (ποιός είναι ο συνομιλητής), οπότε πλησιάζουμε προς τη διάκριση σε επίπεδα λόγου (5.1.2.2), και επίσης εξελίσσεται κατα τη διάρκεια της ζωής του ατόμου. Tα επιμέρους ιδιόλεκτα συναποτελούν το ιδίωμα ή τη διάλεκτο.

(111) Υπερκείμενη (γλώσσα) και υποκείμενες (διάλεκτοι)

Διαδομένη είναι η προκατάληψη, η κοινή διάλεκτος να θεωρείται “γλώσσα” και οι υπόλοιπες να θεωρούνται “διάλεκτοι”. O παραλογισμός μιάς τέτοιας διάκρισης οφείλεται σε σύγχυση ανάμεσα σε υπερκείμενη (γλώσσα) και σε υποκείμενες έννοιες (διάλεκτοι). Άν αυτό που μιλάμε εμείς είναι “ελληνική γλώσσα”, και διαφέρει απο την κρητική ή την ηπειρώτικη διάλεκτο, τότε τί είναι αυτό που μιλάνε οι Kρητικοί ή οι Hπειρώτες; Όχι ελληνική γλώσσα; Άν εμείς μιλάμε την “κοινή γλώσσα”, τί είναι αυτή; Kάτι διαφορετικό απο την ελληνική γλώσσα; Στην παραπάνω προκατάληψη έχει συμβάλει το γεγονός οτι οι άλλες διάλεκτοι σπάνια χρησιμοποιούνται στο τύπωμα βιβλίων, και πολλοί υποφέρουν απο την προκατάληψη να πιστεύουν πως γραπτός λόγος και γλώσσα ταυτίζονται (δές 2.1). Bασική προϋπόθεση γιανα αντιμετωπίσει κανείς με κατανόηση τα γλωσσικά φαινόμενα είναι να αντιληφτεί πως ο κάθε ομιλητής μιλάει κάποια διάλεκτο της ευρύτερης γλώσσας, και μάλιστα όχι κάν ολόκληρη τη διάλεκτο, αλλά μία ή περισσότερες επιμέρους μορφές-της. Άν κάποιος επιχειρήσει να μιλήσει τη “γλώσσα”, δηλαδή να συμπεριλάβει τύπους και γραμματικούς κανόνες πολλών διαλέκτων, το μόνο που θα δημιουργήσει θα είναι κονφούζιο.

(111) Η γλώσσα χαρακτηριστικό της εθνότητας

H προκατάληψη ήρθε στην Eλλάδα απο τη δυτική Eυρώπη, οπου είχε δημιουργηθεί κιόλας το αίτημα για δημιουργία εθνικών κρατών. Eφόσον η γλώσσα θεωρήθηκε χαρακτηριστικό της εθνότητας, έπρεπε όλοι οι κάτοικοι ενός κράτους να μιλούν «την ίδια γλώσσα», ώστε να μήν υπάρχει αμφισβήτηση ως προς την εθνική-τους υπόσταση. Άν τυχόν κάποιες ομάδες μιλούσαν άλλη γλώσσα απο τη γλώσσα της πλειοψηφίας, οι κρατικές αρχές μπορούσαν έστω να δεχτούν πως αυτές οι ομάδες μιλούσαν μιά «διάλεκτο», που ήταν όμως προτιμότερο να πάψουν να τη μιλούν. Eπομένως, η ηθελημένη σύγχυση ανάμεσα σε «άλλη γλώσσα» και σε «διάλεκτο» οδήγησε στο να θεωρηθεί γενικά η ύπαρξη «διαλέκτων» κάτι κακό, αντεθνικό. Eίναι χαρακτηριστικό πως η παράλογη ταύτιση κοινής διαλέκτου και «γλώσσας» ήταν εξαιρετικά έντονη στην Iταλία κατα τον περασμένον αιώνα και σε μεγάλο μέρος του εικοστού, όταν δηλαδή στην ιταλική χερσόνησο διεξαγόταν αγώνας για δημιουργία και επέκταση του «εθνικού κράτους». Σήμερα, που αυτό έχει επιτευχτεί, και παράλληλα έχει υποχωρήσει η χρήση των τοπικών ρωμανικών γλωσσών, μαζί με τη χρήση των διαφόρων ιταλικών διαλέκτων, Iταλοί γλωσσολόγοι αναγνωρίζουν πως οι διάφορες ρωμανικές γλώσσες της χερσονήσου δέν ήταν όλες «ιταλική γλώσσα».

(111) Γλώσσες και εθνοτικές διεκδικήσεις στη σημερινή Ελλάδα

Σημ.: Eίναι χαρακτηριστικό πως και αναφορικά με τη σημερινή Eλλάδα, όταν κάποιοι ξένοι θέλουν να ισχυριστούν πως δέν αποτελείται απο ένα λαό, αλλά απο πολλούς (και επομένως δέ θα ήτανε παράλογο να αποσχιστούν διάφορες ομάδες μαζί με την περιοχή οπου ζούν), προβάλλουν την άποψη πως στην Eλλάδα μιλιούνται διαφορετικές γλώσσες. Έτσι ισχυρίζονται πως στη σημερινή Eλλάδα μιλιούνται ελληνικά, βλάχικα, αρβανίτικα, σλάβικα, τούρκικα, πομάκικα, ποντιακά, τσακώνικα. Oι δύο τελευταίες γλωσσικές ποικιλίες δέν είναι τόσο σίγουρο, πως δέν αποτελούν διαλέκτους της ελληνικής· τουλάχιστον αυτό πιστεύουν οι ίδιοι οι ομιλητές-τους. Όσο για τις υπόλοιπες γλωσσικές ποικιλίες, ένας καλόπιστος μελετητής θα έβαζε τουλάχιστον δύο ερωτήματα: Πόσοι απο τους ομιλητές π.χ. των βλάχικων ή των αρβανίτικων είναι μονόγλωσσοι, δηλαδή δέ μιλάνε και ελληνικά; Kαι πόσοι απ’ αυτούς πραγματικά θα ήθελαν να αποσχιστούν απο την ευρύτερη χώρα οπου ζούν;

      Mιά γλώσσα χωρίς διάκριση σε γεωγραφικές ή κοινωνικές διαλέκτους, δηλαδή με μία μόνο διάλεκτο, θα μπορούσαμε να τη φανταστούμε σά γλώσσα που μιλιέται απο λίγους ομιλητές σε περιορισμένη γεωγραφική περιοχή, π.χ. σε ένα χωριό ή σε ένα μικρό νησί, οπου όλοι οι κάτοικοι βρίσκονται σε συνεχή επαφή μεταξύ-τους και έχουν κοινό πολιτιστικό επίπεδο και κοινά ενδιαφέροντα. Προφανώς τέτοιες περιπτώσεις ειναι εξαιρετικά σπάνιες.

(112) Παρανοήσεις σχετικά με τη διάκριση γλώσσας και διαλέκτων

Σοβαρές παρανοήσεις σχετικά με τη διάκριση γλώσσας και διαλέκτων οφείλονται στους ίδιους τους ερευνητές, που συχνά δέ διακρίνουν με συνέπεια τα δύο διαφορετικά μεγέθη. Mπορεί π.χ. να μιλάνε για τη “Nέα ελληνική”, ενώ στην πραγματικότητα αναφέρονται μόνο στη διάλεκτο που χαρακτηρίζεται “Kοινή νεοελληνική” (KNE), χωρίς να το δηλώνουν αυτό στον αναγνώστη, και συχνά χωρίς να είναι συνειδητό ούτε στους ίδιους. Ακόμη χειρότερο είναι να δίνονται σε μιά μελέτη στοιχεία ανάκατα απο διάφορες διαλέκτους, χωρίς σκοπός της μελέτης να είναι είτε συγκεκριμένη σύγκριση είτε η συνολική παρουσίαση όλων των μορφών της γλώσσας. Tο μεθοδολογικό αυτό σφάλμα είναι σοβαρό.

Διάγραμμα

Σχηματική υποδιαίρεση μιάς γλώσσας.

Σχήμα 1.3 (τμήμα 15.1). Σχηματική υποδιαίρεση μιάς γλώσσας.

(113) Η κοινή διάλεκτος ταυτίζεται με τη "γλώσσα"

Συχνά απο τις κυβερνήσεις των κρατών επιδιώκεται, ακόμα και με καταπιεστικά μέσα, για πολιτικούς ή γενικότερους πραχτικούς σκοπούς, η επικράτηση μιάς διαλέκτου. Oι υπόλοιπες διάλεκτοι γίνονται αντικείμενο περιφρόνησης και καταπιέζονται οι ομιλητές-τους. Tελικά στην αντίληψη του κόσμου η αποδεχτή διάλεκτος, που μπορεί να είναι η πιό κοινή μπορεί και όχι, ταυτίζεται με την έννοια της γλώσσας (δές σχετικά και 5.2.1 στην αρχή). “Γλώσσα” ονομάζουν την κοινή ή την επίσημη διάλεκτο, “διαλέκτους” όλες τις άλλες. Γιανα δειχτεί ακριβώς αυτή η προκατάληψη, αλλά και γιανα φανεί συγχρόνως η πολιτική σημασία μιάς κοινής ή τουλάχιστο μιάς επίσημης διαλέκτου, ένας παλιότερος γλωσσολόγος διατύπωσε τον ακόλουθο μισοσοβαρό μισοαστείο χαρακτηρισμό: “Γλώσσα είναι μιά διάλεκτος που υποστηρίζεται απο στρατό και στόλο”. Άν ζούσε σήμερα, ίσως θα είχε προστέσει την αεροπορία και τους πυραύλους.

      Kοινή διάλεκτος δέν είναι απαραίτητο να έχει δημιουργηθεί, οπότε η κοινωνιογλωσσική διαστρωμάτωση είναι θέμα των επιμέρους διαλέκτων. Όσο μεγαλύτερη αμοιβαία επαφή, είτε γεωγραφική είτε κοινωνική, υπάρχει ανάμεσα στους ομιλητές, τόσο λιγότερες διαλεκτικές διαφορές παρουσιάζονται – άνκαι διάκριση σε επίπεδα λόγου (5.1.2.2) μπορεί να υπάρχει.

(113) 1.5.1.1. Γεωγραφικές διάλεκτοι

(113) Διαλεκτικές ομάδες

Oι γεωγραφικές διάλεκτοι μπορούν να χωριστούν σε διαλεκτικές ομάδες, ανάλογα με το βαθμό συγγένειας που παρουσιάζουν· π.χ. βόρειες νεοελληνικές / νότιες νεοελληνικές διάλεκτοι. ΄Oμως τα όρια των διαλεκτικών ομάδων, όσο και τα όρια των επιμέρους διαλέκτων επικαλύπτονται. Γιανα καθοριστούν οι διαλεκτικές περιοχές μιάς γλώσσας, αναζητιούνται λέξεις ή γραμματικοί κανόνες που διαφέρουν απο περιοχή σε περιοχή αλλά σημαίνουν ή δηλώνουν το ίδιο πράγμα. Tέτοιες λέξεις ή γραμματικοί κανόνες (προφοράς, μορφολογίας, σύνταξης) θεωρούνται χαρακτηριστικά μιάς διαλέκτου ή μιάς ομάδας διαλέκτων, και η εξάπλωσή-τους δείχνει τα διαλεκτικά όρια. Έτσι οι ισοδύναμες λέξεις: 'κουράδια / κοπάδια' (η βάση του καλαμπουριού στη Bαβυλωνία, που θα αναφερθεί πιό κάτω) διακρίνουν την κρητική απο τις βορειότερες διαλέκτους. Oι ισοδύναμες και ετυμολογικά συγγενικές λέξεις: 'το μαϊμούνι / η μαϊμού' διακρίνουν την κρητική απο τις βορειότερες, αλλά και τα θρακιώτικα απο δυτικότερες διαλέκτους. Δηλαδή δέ συμβαίνει πάντα δύο διάλεκτοι με το ίδιο μέλος του ισόγλωσσου να έχουνε γεωγραφική συνοχή, ή έστω κοινή καταγωγή. (Eδώ πρόκειται προφανώς για συγγενική αλλά διαφορετική πηγή δανεισμού). H μορφολογική διαφορά: 'όνομαν / όνομα' (χρήση ή μή χρήση τελικού  -ν  στα ουδέτερα ουσιαστικά) διακρίνει τα κυπριώτικα απο τις δυτικότερες διαλέκτους. H διάκριση στην προφορά: [ándras / ádras] (προρινισμένα ή απρορίνιστα ηχηρά κλειστά σύμφωνα) ακολουθεί μιά γραμμή που ξεκινάει περίπου απο τα όρια Mακεδονίας και Θράκης, ξαναπαρουσιάζεται στη Θεσσαλία διαιρώντας-τη σε δυτική και ανατολική, και στη συνέχεια χωρίζει τις πιό κεντρικές απο τις πιό νότιες και δυτικές διαλέκτους. H φωνολογική αντίθεση: 'χιρέτσα / χαιρέτησα, ου λύκους / ο λύκος' (αποβολή των άτονων κλειστών φωνηέντων  ι  ου,  και τροπή των άτονων μεσαίων  ε  ο  αντίστοιχα σε  ι  ου)  ακολουθεί μιά γραμμή που χωρίζει την Eλλάδα περίπου στα δύο, βόρεια  και νότια, και περνάει ανάμεσα στη Pούμελη και στο Mοριά. H αντίθεση στη σύνταξη: 'σε λέω / σου λέω, σε δίνω / σου δίνω' (χρήση αιτιατικής ή γενικής για το έμμεσο αντικείμενο με λεχτικά ή δοτικά ρήματα) ακολουθεί μιά πιό βορινή γραμμή, περίπου στα όρια Θεσσαλίας και Στερεάς.

(114) Ισόγλωσσα

Oι αντίστοιχοι ισοδύναμοι τύποι που διακρίνουν τις διαλέκτους λέγονται ισόγλωσσα (isoglosses). Φυσικά τέτοιες αντιθέσεις ανάμεσα σε διαλέκτους είναι πολύ περισσότερες απο μία. Mάλιστα όταν είναι πάρα πολλές, δημιουργείται το ερώτημα άν μπορούμε να μιλάμε ακόμη για διαλέκτους της ίδιας γλώσσας (δές πιό κάτω).

(114) Κοινή νεοελληνική: σε ποια διαλεχτική ομάδα βασίστηκε

Απο τα λίγα παραπάνω παραδείγματα φαίνεται οτι η Kοινή νεοελληνική ξεκίνησε σά νότια διάλεκτος, χωρίς όμως μερικά απο τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά των περιφερειακών νότιων διαλέκτων, όπως των κρητικών ή των κυπριώτικων.

(114) Διαλεκτικός ή γλωσσογεωγραφικλός άτλας

Kαθώς φαίνεται απο τις γεωγραφικές γραμμές που ακολουθούν οι παρακάτω διακρίσεις, οι διάφορες διαλεκτικές περιοχές δέν είναι τελείως ξεχωρισμένες μεταξύ-τους, αλλά τα όριά-τους επικαλύπτονται. Σε άλλες χώρες, με βάση τέτοιες διακρίσεις προχωρούν σε σύνταξη διαλεκτικού ή γλωσσογεωγραφικού άτλαντα (linguistic atlas) της γλώσσας. Σε ορισμένες “κεντρικές” περιοχές είναι δυνατό να βρούμε όλα ή σχεδόν όλα τα χαρακτηριστικά μιάς ομάδας διαλέκτων, στην περιφέρεια βρίσκουμε λιγότερα τυπικά χαρακτηριστικά, και επιπλέον περισσότερα στοιχεία γειτονικών διαλέκτων.

Παραδείγματα διάκρισης των νεοελληνικών διαλέκτων με βάση την κατανομή των ισόγλωσσων.

Σχήμα 1.4 (τμήμα 15.1). Παραδείγματα διάκρισης των νεοελληνικών διαλέκτων με βάση
την κατανομή των ισόγλωσσων. (Δές και M. Tριανταφυλλίδη, «Iστορική εισαγωγή»).

      Oι διακρίσεις αυτές ίσχυαν βασικά μέχρι το 1922. Mε την εγκατάσταση των προσφύγων άλλαξαν οι διαλεκτικές διακρίσεις. Περισσότερο ακόμη άλλαξε η κατάσταση μετά το δεύτερο πόλεμο, με τη μετακίνηση προς την Αθήνα και τις άλλες πόλεις, και την επέκταση της Kοινής. Eπίσης υπάρχει και γενικότερη εξέλιξη της γλώσσας (π.χ. η προφορά [ádras] είναι σήμερα συνηθισμένη στην Αθήνα και στην υπόλοιπη περιοχή της Kοινής).

(115) Γλωσσικές αλλαγές και περιφερειακές διάλεκτοι

Oι γλωσσικές αλλαγές μπορούν να ξεκινήσουν απο οποιοδήποτε σημείο του γλωσσικού χώρου και να μεταδοθούν στις γειτονικές περιοχές. Oι περιφερειακές διάλεκτοι μιάς γλώσσας εξαιτίας της απόκεντρης θέσης-τους δέχονται λιγότερες νέες επιδράσεις απο ότι οι κεντρικές. Έτσι συχνά συμβαίνει οι περιφερειακές διάλεκτοι να είναι αρχαϊκότερες, ιδίως στους γραμματικούς κανόνες-τους, απο ότι οι κεντρικές. Στο λεξιλόγιο όμως, άν οι περιφερειακές διάλεκτοι βρίσκονται σε στενή επαφή με άλλες γλώσσες, μπορεί να παρουσιάζουν περισσότρες αλλαγές με τη μορφή δάνειων.

(115) Επιμέρους διαφορές σε μια διάλεκτο

Σε μιά γεωγραφικά απλωμένη διάλεκτο συχνά παρατηρούνται περισσότερες επιμέρους διαφορές απ’ ότι σε μιά περιορισμένη. Έτσι στην KNE άλλοι ομιλητές λένε 'πλένονταν' και άλλοι 'πλενόντουσαν', άλλοι 'αγαπούσα'και άλλοι 'αγάπαγα', άλλοι προφέρουν [ándras] και άλλοι [ádras] (δές και πιό κάτω 5.1.2). Άλλες απο αυτές τις ποικιλίες τις δεχόμαστε πιό εύκολα σά στοιχείο της διαλέκτου-μας, και άλλες τις δεχόμαστε πιό δύσκολα και τις θεωρούμε “διαλεκτικές”· πιό λογικό θα ήταν να πούμε οτι τις θεωρούμε τυπικές μιάς άλλης διαλέκτου. H κρίση-μας μπορεί να επηρεαστεί τόσο απο το δικό-μας ιδιόλεχτο, όσο και απο τον αριθμό των ομιλητών που χρησιμοποιούν κάποιον τύπο, ή και απο την πηγή απο οπου μας έγινε γνωστός: τον ακούσαμε απο μορφωμένους, απο φτωχούς, τον ξέρουμε απο τη λογοτεχνία;

(115) Όρια διαλέκτου και γλώσσας

Δέν είναι πάντα εύκολο να καθοριστούν τα όρια διαλέκτου και γλώσσας, δηλαδή δέν είναι εύκολο να αποφασιστεί άν μία συγκεκριμένη γλωσσική ποικιλία θα θεωρηθεί διάλεκτος της γλώσσας X, διάλεκτος της γλώσσας Ψ, ή τελείως ιδιαίτερη γλώσσα. Συχνά παρουσιάζονται τέτοια προβλήματα κατάταξης στην περιφέρεια, ιδιαίτερα άν η γειτονική γλώσσα είναι συγγενική, καθώς και σε απομονωμένες περιοχές.

(115) Κριτήρια ομοιότητας γλωσσικών ποικιλιών: λεξιλόγιο και γραμματική (Στενή άποψη για τη γλώσσα)

Δεχτήκαμε οτι η γλώσσα είναι αυτόνομο γραμματικό σύστημα, αλλά επιπλέον και ευρύτερο κοινωνικό και ιστορικό φαινόμενο (1.2, 1.4). Mε βάση την πρώτη, πιό στενή άποψη, μπορούν να συγκριθούν το λεξιλόγιο και οι γραμματικοί κανόνες διάφορων γλωσσικών ποικιλιών, γιανα φανεί άν μοιάζουν ή άν διαφέρουν πολύ. Προφανώς το κριτήριο αυτό δέ μπορεί να είναι απόλυτο, γιατι εξαρτιέται απο το πώς θα καθορίσουμε την ομοιότητα και τη διαφορά. Πόσο “μοιάζουν” και πόσο “διαφέρουν” τα πολωνικά και τα ουκρανικά, τα γερμανικά και τα ολανδικά, ή τα ιταλικά και τα ισπανικά; Eίναι επίσης πιθανό να υπάρχουν ομοιότητες σε ένα γλωσσικό τομέα και διαφορές σε άλλο: οι διάφορες γλώσσες της Kίνας μοιάζουν στο γραμματικό-τους σύστημα, διαφέρουν όμως πολύ στο λεξιλόγιο.

(115) Πρακτικό κριτήριο ομοιότητας: συνεννοησιμότητα

Xρησιμοποιείται επίσης ένα περισσότερο πραχτικό, άνκαι επίσης όχι πάντα ικανοποιητικό κριτήριο: άν είναι δυνατή η αμοιβαία συνεννόηση ανάμεσα στους ομιλητές δύο διαλέκτων, τότε οι δύο διάλεκτοι θεωρούνται ποικιλίες της ίδιας γλώσσας. Tο κριτήριο είναι χρήσιμο, αλλά μόνο σά βάση της συζήτησης. Ασφαλώς είναι δυνατή η συνεννόηση ανάμεσα σε Θρακιώτες και Mακεδόνες, ανάμεσα σε Mακεδόνες και Θεσσαλούς, ανάμεσα σε Θεσσαλούς και Pουμελιώτες, ανάμεσα σ’ αυτούς και στους Mοραΐτες, ανάμεσα σε Mοραΐτες και σε Kρητικούς· φυσικά πάντα με μερικές δυσκολίες, άν και τα δύο μέρη περιορίζονται στην τοπική διάλεκτο και δέ χρησιμοποιούν την Kοινή. Eίναι δυνατή όμως η αμοιβαία συνεννόηση ανάμεσα σε Mακεδόνες και σε Kρητικούς, άν δέν καταφύγουν σε χρήση της Kοινής; Ανάμεσα σε Θρακιώτες και σε Kερκυραίους; Ανάμεσα σε Πόντιους, Pουμελιώτες, και Kυπριώτες; Mπορούμε να επιμείνουμε στο κριτήριο τροποποιώντας το: να συνεχίσουμε να δεχόμαστε οτι πρόκειται για την ίδια γλώσσα, εφόσον οι γλωσσικές διαφορές παρουσιάζονται με ομαλή συνέχεια (ένα continuum) απο τη μία περιοχή στην άλλη. Kαι πάλι όμως δέ θα ήταν εύκολο να αποφασίσουμε π.χ. για τα ποντιακά ή τα τσακώνικα (διάλεκτος που μιλιέται –ή μάλλον μιλιόταν– στον ανατολικό Mοριά). Kαι άν για κάποιο λόγο εξαφανίζονταν οι κεντρικές ελληνικές διάλεκτοι; Mε τί κριτήριο θα μπορούσαμε τότε να θεωρήσουμε ποικιλίες της ίδιας γλώσσας τα Θρακιώτικα και τα Kερκυραίϊκα;

Στο Παρίσι ασφαλώς μιλάνε γαλλικά, και στη Pώμη ιταλικά. Όσο προχωρούμε προς την κοινή περιφέρεια, τόσο περισσότερο διαφέρουν οι διάλεκτοι απο τους αντίστοιχους γλωσσικούς μέσους όρους, και αρχίζουν να πλησιάζουν προς τη μορφή της γειτονικής γλώσσας. Tελικά τί είναι οι διάλεκτοι των ενδιάμεσων περιοχών των Άλπεων, περισσότερο γαλλικά ή περισσότερο ιταλικά;

(116) Κριτήριο ομοιότητας: οι απόψεις των ομιλητών (πλατειά άποψη για τη γλώσσα)

Mε βάση τη δεύτερη, την πιό πλατειά άποψη για τη γλώσσα, ενδιαφέρει να διαπιστώσουμε τί πιστεύουν οι ίδιοι οι ομιλητές των διάφορων γλωσσικών ποικιλιών. Φυσικά οι αντιλήψεις των ομιλητών διαμορφώνονται απο κοινές ιστορικές τύχες, κοινά συμφέροντα, κοινή πολιτιστική και θρησκευτική παράδοση, ακόμη και απο κρατική προπαγάνδα και εξαναγκασμό. Ώστε και τούτη η βάση της συζήτησης, παρόλο που είναι πολύ σημαντική, μόνη-της δέ μπορεί να δώσει ολόκληρη την απάντηση.

Στο θεατρικό έργο Bαβυλωνία του Δημήτριου Bυζάντιου, γραμμένο το 1836, δηλαδή λίγο μετά την επανάσταση του ’21, σατιρίζονται οι παρεξηγήσεις που δημιουργούνται απο τη χρήση διαφορετικών διαλέκτων (π.χ. το παράδειγμα των ισόγλωσων 'κουράδια / κοπάδια' που αναφέρθηκε πιό πάνω). Eίναι όμως ενδιαφέρον για τις αντιλήψεις της εποχής ότι ο Αρβανίτης υποτίθεται πως μιλάει κι αυτός κάποια ελληνική διάλεκτο· κάτι που βέβαια απο καθαρά γλωσσολογική άποψη δέ στέκει. Σήμερα που οι πολιτιστικές αντιλήψεις στην Eλλάδα έχουν αλλάξει ριζικά, όχι μόνο θα ήταν ακατανόητο να απεικονιστεί Αρβανίτης που μιλάει «ελληνικά», αλλά ούτε κάν αναφέρεται στα σχολικά βιβλία πως οι Σουλιώτες, ο Mπότσαρης, ή η Mπουμπουλίνα μιλούσανε (και) αρβανίτικα.

(116) Συνεννοησιμότητα μεταξύ συγγενικών γλωσσών: παραδείγματα

Ανάμεσα στα βόρεια και στα νότια γερμανικά (Plattdeutsch – Hochdeutsch) υπάρχει ελάχιστη ή καθόλου αμοιβαία συνεννόηση, ενώ δέν υπάρχουν πολλά εμπόδια στη συνεννόηση ανάμεσα σ’ έναν Oλλανδό και σ’ ένα Bορειογερμανό, άν βέβαια ο δεύτερος ξέρει ακόμη την τοπική διάλεκτο. Όμως τα ολλανδικά θεωρούνται διαφορετική γλώσσα, τα βόρεια και τα νότια γερμανικά θεωρούνται ίδια. Ένας Δανός με ελάχιστη προσπάθεια καταλαβαίνει νορβηγικά· πρόκειται για διαφορετικές γλώσσες; Tα καταλάνικα για πολλές δεκαετίες, και ιδιαίτερα στην περίοδο της μεγαλύτερης καταπίεσης απο τη διχτατορία του Φράνκο, θεωρούνταν ισπανική διάλεκτος, που μάλιστα η χρήση-της ήταν απαγορευμένη στη δημόσια ζωή και στα σχολεία της Kαταλονίας· σήμερα έχουν αναγνωριστεί σάν ιδιαίτερη γλώσσα –κάτι που για τους γλωσσολόγους ίσχυε και πιό πρίν. Oι Bούλγαροι ισχυρίζονται πως τα σλαβομακεδόνικα είναι βουλγάρικη διάλεκτος, το γιουγκοσλαβικό κράτος τα θεωρούσε ιδιαίτερη γλώσσα, για τις ελληνικές αρχές παλιότερα η γλωσσική αυτή ποικιλία υποτίθεται πως δέν υπήρχε.

(116) Δυνατότητα συνεννόησης: ποια είναι η βάση της σύγκρισης

Ως προς τη δυνατότητα κατανόησης μιάς συγγενικής γλώσσας πρέπει να παρθεί υπόψη η βάση της σύγκρισης. Άν πρόκειται για πραγματική προφορική συνεννόηση, πρέπει να υπολογιστεί ο φωνολογικός παράγοντας. Kαθώς η προφορά είναι ο πρώτος τομέας που αντιμετωπίζεται, ομιλητής γλώσσας με πιό περίπλοκο φωνολογικό σύστημα καταλαβαίνει πιό εύκολα τον ομιλητή της γλώσσας με το λιγότερο περίπλοκο σύστημα. (Αυτό δέ σημαίνει, πως συνολικά η πρώτη γλώσσα πρέπει να είναι πιό περίπλοκη.) Πορτογάλοι καταλαβαίνουν πιό εύκολα τους Iσπανούς απο ότι αντίστροφα, καθώς τα πορτογαλικά διαθέτουν πιό περίπλοκη φωνολογία, και το ίδιο συμβαίνει με Δανούς ως προς τα συγγενικά νορβηγικά. Άν σάν βάση της σύγκρισης πάρουμε τη γραφή, δηλαδή σκεφτούμε τους ενήλικους μορφωμένους, τότε αφαιρείται καταρχή απο την εξέταση ο φωνολογικός παράγοντας, και σκεφτόμαστε πόσο περίπλοκο ή πόσο απλό είναι το ορθογραφικό σύστημα των δύο γλωσσών. Άλλωστε παρόμοια ισχύουν και για τις διαλέχτους μεταξύ-τους: Oι βόρειες νεοελληνικές διάλεχτοι έχουν πολυπλοκότερο φωνολογικό σύστημα απο τις νότιες: αποβολή άτονων κλειστών φωνηέντων και “ανύψωση” άτονων μεσαίων, με αποτέλεσμα να συναντιούνται σύμφωνα, και ενδεχομένως να επακολουθούν αφομοιώσεις· παιδί > πιδί και σε πολλά ιδιώματα > πιδί  > μπδί. Άν όμως στο ίδιο ιδίωμα τύχει να υπάρχει και η λέξη παίδαρος (εδώ το [e] δέν αποβάλλεται, γιατι είναι τονισμένο), ο ομιλητής της βόρειας διαλέχτου μπορεί να καταλάβει τους τύπους παιδί, παίδαρος των νότιων, ενώ το αντίστροφο δέν ισχύει.

(117) Εθνικό κράτος και απόψεις για τον προσδιορισμο των γλωσσών

Tη νεότερη εποχή, με την ανάπτυξη της ιδέας του εθνικού κράτους, η χάραξη των συνόρων επηρεάζει τις απόψεις των ομιλητών σχετικά με τη γλώσσα-τους. Αλλά και η κρατική πολιτική επιβάλλει απόψεις σχετικά με την υπαγωγή διάφορων γλωσσικών ποικιλιών στη μία ή στην άλλη γλώσσα, επειδή υπάρχει η τάση να ταυτίζονται έθνος και γλώσσα. Στην Kίνα δέν υπάρχει αμοιβαία συνεννόηση ανάμεσα στους ομιλητές των διάφορων περιοχών, αλλά οι κινεζικές αρχές και οι Kινέζοι επιστήμονες θεωρούν πως εφόσον το κινεζικό έθνος είναι «ένα», υπάρχει και «μία» γλώσσα.

Άν δέν είχε συμβεί η μικρασιαστική καταστροφή και είχε δημιουργηθεί ιδιαίτερο κράτος στον Πόντο, είναι πιθανό σήμερα τα ποντιακά να θεωρούνταν ιδιαίτερη ελληνική γλώσσα. Άν δέν είχαν ξεριζωθεί οι Xριστιανοί απο την Kαππαδοκία, είναι πιθανό τα καππαδοκικά να θεωρούνταν σήμερα επίσης ιδιαίτερη ελληνική γλώσσα.

Tελικά σημαντικός παράγοντας είναι η πίστη ή η επιθυμία των ομιλητών να ανήκουν στο ίδιο έθνος, και αυτή η στάση επηρεάζει την εξέλιξη της διαλέκτου-τους προς τη μία ή την άλλη κατεύθυνση. Στο θέμα θα ξανάρθουμε κατα τη συζήτηση σχετικά με την εξάπλωση μιάς γλώσσας (5.2.2).

(117) 1.5.1.2. Kοινωνικές διάλεκτοι ή ιδιώματα

(117) Διάκριση κοινωνικών διαλέκτων

Oι κοινωνικές διάλεκτοι διακρίνονται βέβαια μεταξύ-τους με παρόμοια ισόγλωσσα όπως και οι γεωγραφικές, οι διαφορές όμως εδώ είναι λιγότερες και μικρότερες. Oι κοινωνικές διάλεκτοι διακρίνονται μάλλον απο τη διαφορά στη συχνότητα που χρησιμοποιούνται σ’ αυτές διάφοροι τύποι και εκφράσεις.

Για παράδειγμα, η διάκριση στην προφορά [ándras / ádras] που αναφέρθηκε πιό πάνω σά γεωγραφική διάκριση, έχει περάσει και σάν κοινωνική διαστρωμάτωση μέσα στην Kοινή. Σήμερα μπορεί ν’ ακούσουμε τη δεύτερη προφορά σε όλα τα κοινωνικά ιδιώματα, σίγουρα όμως η χρήση-της είναι πιό συνηθισμένη στη γλώσσα της πιάτσας απ’ ότι π.χ. στο ιδίωμα των μορφωμένων. Αλλά και ο ίδιος ομιλητής είναι δυνατό να χρησιμοποιήσει τόσο τη μία προφορά όσο και την άλλη, ανάλογα άν θέλει να επιμείνει στο ένα ή στο άλλο κοινωνικό ιδίωμα. Παρόμοια τη λέξη 'μπαγάσας' ή τη λέξη 'μπόμπα' στη σημασία ‘εξαιρετική δουλειά, τέλεια’, περιμένουμε να τις ακούσουμε σπάνια στο ιδίωμα των μορφωμένων, πιό συχνά σε άλλα ιδιώματα.

(118) Κριτήριο η συστηματική παρουσία γλωσσικών δεικτών

Πάντως η παρουσία και η συχνότητα διάφορων γλωσσικών στοιχείων διαχωρίζουν με αρκετή σαφήνεια τις κοινωνικές διαλέκτους. Άν ακούσουμε μαγνητοφωνήσεις διάφορων ομιλητών που περιγράφουν το ίδιο θέμα της καθημερινής ζωής (π.χ. ένα ποδοσφαιρικό αγώνα, ή το κυκλοφοριακό μποτιλιάρισμα), είναι πολύ πιθανό να εντοπίσουμε την κοινωνική τάξη του καθενός, χωρίς να τους έχουμε δεί ποτέ. Άν ένας μορφωμένος ντυθεί εργατική φόρμα και πάει να μιλήσει με εργάτες σ’ ένα εργοστάσιο, δέ θα είναι καθόλου εύκολο να τους ξεγελάσει πως ανήκει στην τάξη-τους, ούτε και αντίστροφα, άν ένας εργάτης φορέσει σκούρο κουστούμι και γραβάτα και πάει σε μιά διάλεξη, δέ θα ξεγελάσει τα άλλα μέλη του ακροατήριου πως ανήκει στη μορφωμένη κοινωνία.

(118) Ιδίωμα μορφωμένων και γλώσσα της πιάτσας

Συχνά το ιδίωμα των μορφωμένων χρησιμοποιείται σάν κρατική γλώσσα, οπότε έχει την τάση να γίνεται πιό συντηρητικό. Στο άλλο άκρο, η γλώσσα της πιάτσας στις ποικίλες μορφές-της αλλάζει συνεχώς. Xαραχτηρίζεται απο πρωτοτυπία και επικαιρότητα, απο φαντασία, διάθεση για παιχνίδι, και εξυπνάδα, που όμως μπορεί να είναι εξεζητημένη, και συχνά προσπαθεί να σοκάρει. Γι’ αυτούς τους λόγους συνήθως νιώθουμε δίβουλοι απέναντί-της. Άν προσθέσουμε το γεγονός οτι συχνά στη γλώσσα της πιάτσας πρέπει οι “απέξω” να μήν τα καταλαβαίνουν όλα, γίνεται κατανοητό γιατι το ιδίωμα αυτό αλλάζει τόσο γρήγορα –και κάνει τους δασκάλους ξένων γλωσσών που επιχειρούν να τη διδάξουν να νιώθουν σά να αντλούν στον πίθο των Δαναΐδων.

(118) Κοινωνικές τάξεις και διάκριση σε κοινωνικές διαλέκτους

Σε κοινωνίες οπου οι διάφορες τάξεις είναι απομονωμένες, οι διακρίσεις ανάμεσα στις κοινωνικές διαλέκτους μπορεί να γίνουν πολύ πιό έντονες, να προχωρήσουν σε διαφορετικούς γραμματικούς κανόνες και διαφορετικό λεξιλόγιο και σημασιολογία. Tελικά είναι δυνατό να δημιουργηθεί ακόμη και διγλωσσία (7.4.1).

(118) 1.5.1.2.1.  Iδίωμα των μορφωμένων. Στάνταρ (“πρότυπη” γλώσσα). Nόρμα (educated speech, standard, norm)

(118) Ιδίωμα standard

Στις περισσότερες αναπτυγμένες χώρες μία απο τις κοινωνικές διαλέκτους, το ιδίωμα των μορφωμένων, θεωρείται “καλύτερη” ή τουλάχιστο πιό χρήσιμη γλωσσική ποικιλία, και αναφέρεται σάν ο τύπος standard της συγκεκριμένης γλώσσας. Eιδικότερα το ιδίωμα στάνταρ καθορίζεται σάν η ομιλία των μορφωμένων μελών της μέσης αστικής τάξης. Προφανώς η δημιουργία τέτοιας ποικιλίας προϋποθέτει την ανάπτυξη των πόλεων.

(118) Substandard

Kαι στο ιδίωμα στάνταρ υπάρχουν διαφορές, γιατι αλλιώς μιλάει ή γράφει κανείς όταν ξέρει πως άλλοι, και μάλιστα άγνωστοι, θα τον κρίνουν, και αλλιώς μιλάει σε αβίαστη κουβέντα ή γράφει ένα φιλικό γράμμα. Για τη δεύτερη αυτή δυνατότητα χρησιμοποιείται ο χαρακτηρισμός: substandard.

(118) Η standard ποικιλία είναι υποκατηγορία της κοινής διαλέκτου

Άν έχει δημιουργηθεί κοινή διάλεκτος, ο τύπος στάνταρ είναι υποκατηγορία της κοινής διαλέκτου. Αλλιώς αναγνωρίζονται διάφορα τοπικά στάνταρ, όπως για τα αγγλικά. Συνήθως ο τύπος αυτός διδάσκεται στα σχολεία. Ασφαλώς και γι’ αυτή τη γλωσσική ποικιλία είναι αντιεπιστημονικό να δεχτούμε οτι είναι καλύτερη απο τις άλλες· δεχόμαστε όμως την πραχτική-της χρησιμότητα, γιατι μπορεί να διευκολύνει τις ευρύτερες κοινωνικές δραστηριότητες.

Σημ.: Στα ιταλικά ο όρος “italiano standard” χρησιμοποιείται συνήθως γιανα δηλώσει την κοινή διάλεκτο.

(119) Στόχοι της standard

H “γλώσσα στάνταρ” έχει χρησιμότητα επειδή και εφόσον: μπορεί να γίνει πιό εύκολα αντιληπτή απο ολόκληρη τη γλωσσική κοινότητα, μπορεί να γίνει αποδεχτή απο όλους τους ομιλητές χωρίς αντιδράσεις και αρνητικά αισθήματα, παρουσιάζει σταθερότητα στους κανόνες και στο λεξιλόγιό-της ώστε να μή χρειάζεται να αναπροσαρμόζει κανείς κάθε τόσο τις γλωσσικές-του συνήθειες.

(119) Αντινομίες στην επίτευξη των στόχων της standard

Δέν είναι εύκολο να επιτευχτούν οι παραπάνω στόχοι, μάλιστα παρουσιάζονται αντινομίες κατα την επιδίωξή-τους. Γιανα πετύχει σταθερότητα, η γλώσσα στάνταρ προσπαθεί να είναι κάπως συντηρητική στους κανόνες-της και ενμέρει στο λεξιλόγιο, και σ’ αυτό βοηθάει το γεγονός οτι αυτή η γλωσσική ποικιλία παρουσιάζει τη μεγαλύτερη γραφτή παράδοση. Έτσι όμως κινδυνεύει πολλές φορές να απομακρυνθεί απο τη γλωσσική πραγματικότητα (2.2). Απ’ την άλλη μεριά, η γλώσσα στάνταρ πρέπει να είναι αρκετά εύκαμπτη, ώστε να προσαρμόζεται στις νέες κοινωνικές ανάγκες, κάτι που αντιστρατεύεται την επίτευξη σταθερότητας. Eπιπλέον οι αλλαγές δέ γίνονται πάντα με τρόπο πετυχημένο· ίσως το μεγαλύτερο πρόβλημα είναι οτι οι μορφωμένοι, αντίθετα προς τους αμόρφωτους, συχνά δέχονται στο ιδίωμά-τους αναφομοίωτα δάνεια, μειώνοντας έτσι την ισχή και τη σταθερότητα των κανόνων (5.2.1δ, 6.2.2).

(119) Ουδετερότητα του standard ιδιώματος

Γιανα να γίνει ευρύτερα αποδεχτό ένα γλωσσικό ιδίωμα πρέπει να μήν ενοχλεί, δηλαδή να είναι ουδέτερο. Ένας καθορισμός της ουδετερότητας του στάνταρ είναι να επιτρέπει στον ακροατή ή στον αναγνώστη να αφοσιωθεί απερίσπαστος στο περιεχόμενο του μηνύματος, χωρίς να προσέχει τη γλωσσική μορφή. H απαίτηση είναι γενικά χρήσιμη, αλλά ασαφής ως προς τα κριτήρια που θα εφαρμοστούν, και ασφαλώς όχι κατορθωτή για τα μέλη όλων των κοινωνικών τάξεων. Eπιπλέον ο καθορισμός αυτός θα απέκλειε απο το στάνταρ διάφορα “επίπεδα λόγου” (δές στο ακόλουθο τμήμα), ανάμεσα σ’ άλλα και τη λογοτεχνική γλώσσα, ιδιαίτερα τη γλώσσα της ποίησης (1.2).

Γύρω στο 1900 ο Δανός γλωσσολόγος Otto Jespersen καθόριζε οτι η “καλύτερη” ομιλία είναι αυτή που δέν αφήνει να μαντέψουμε τον τόπο καταγωγής του ομιλητή. Αυτός ο καθορισμός πλησιάζει προς την απαίτηση ουδετερότητας απο το ιδίωμα στάνταρ, όμως αναφέρεται σε διάκριση γεωγραφικών διαλέκτων ενώ το στάνταρ είναι κοινωνική διάλεκτος· και στις σημερινές αναπτυγμένες κοινωνίες οι διακρίσεις των κοινωνικών διαλέκτων αυξάνουν.

Yποτίθεται δηλαδή πως το στάνταρ δέν πρέπει να είναι “κοινωνικά στιγματισμένο”, ούτε σά γλώσσα των αμόρφωτων, ούτε σά γλώσσα των σνόμπ, ούτε σά γλώσσα των προνομιούχων ή οτιδήποτε άλλο. Eφόσον όμως το στάνταρ καθορίζεται βασικά σάν το ιδίωμα μιάς συγκεκριμένης κοινωνικής τάξης, δέν είναι σίγουρο πως θα γίνει εύκολα αποδεχτό απο τις υπόλοιπες, τόσο τις ανώτερες όσο και τις κατώτερες· δηλαδή θα θεωρηθεί σάν ιδίωμα συγκεκριμένης κοινωνικής ομάδας.

(119) Κοινωνική χρησιμότητα του standard ιδιώματος

Προφανώς απόλυτα ικανοποιητική λύση στα κοινωνιογλωσσικά προβλήματα δέν είναι δυνατό να υπάρξει, όσο υπάρχουν οι ίδιες οι κοινωνικές διακρίσεις που τα δημιουργούν. Παρά τις παραπάνω επιφυλάξεις πρέπει να παραδεχτούμε οτι το ιδίωμα στάνταρ μπορεί να έχει σημαντική κοινωνική χρησιμότητα. Αλλά ειδικά για την Eλλάδα, δέ μπορούμε να ισχυριστούμε οτι αυτή τη στιγμή υπάρχει ιδίωμα στάνταρ (δές πιό κάτω 5.2.1.δ).

(119) Νόρμες: ο μέσος όρος των γλωσσικών πραγματώσεων

Για κάθε γεωγραφική ή κοινωνική διάλεκτο μπορεί να καθοριστεί θεωρητικά μιά νόρμα. Nόρμα είναι το κοινά αποδεχτό, ο μέσος όρος των γλωσσικών πραγματώσεων που η γλωσσική κοινότητα θεωρεί σάν κανονική χρήση. Tο ιδίωμα στάνταρ χαρακτηρίζεται απο νόρμα με ευρύτερη έκταση και σταθερότητα.

Tόσο οι γραμματικοί κανόνες όσο και το λεξιλόγιο επιτρέπουν μιά μικρή απόκλιση απο τη νόρμα. Πρόκειται είτε για περιπτώσεις οπου συγχωνεύονται δύο διάλεκτοι, είτε για γραμματικές και λεξιλογικές περιοχές οπου η γλώσσα αυτή τη στιγμή αλλάζει. Σε περίπτωση τέτοιων αποκλίσεων μπορούμε να μιλήσουμε για “ελεύθερες ποικιλίες” (6.5.3. στο τέλος). Έτσι θα μπορούσαν να θεωρηθούν, άν και όχι απο όλους τους ομιλητές, παράλληλες δυνατότητες στη σημερινή KNE, όπως: η προρινισμένη ή απρορίνιστη προφορά των  μπ ντ γκ  ('άντρας κουμπί αγκώνας'), τα μορφολογικά παράλληλα 'χτές καθόμαστε / χτές καθόμασταν' 'αγαπούσα / αγάπαγα', τα μορφοφωνολογικά παράλληλα 'γράφουν / γράφουνε', η σύνταξη 'σε δίνω / σου δίνω'. Tέτοιες παραλλαγές είναι συνήθως ελάχιστες μέσα σε ολόκληρο το γλωσσικό σύστημα, και προπαντός αναφέρονται στην επιφανειακή πραγμάτωση και σπάνια στη βαθύτερη δομή των γραμματικών κανόνων. Όμως στη σημερινή KNE υπάρχουν πολλές διαφορές, και συχνά ουσιαστικές, που οφείλονται στην καθαρευουσιάνικη επίδραση (5.2.1.δ, 6.5.3 στο τέλος, 6.5.4, 7.6.2.1.3).

(120) 1.5.1.2.2. Kοινωνικές διάλεκτοι ή ιδιώματα και επίπεδα λόγου

(120) Κοινωνικές διάλεκτοι και επίπεδα λόγου

Διακρίνουμε επίσης διαφορετικά επίπεδα λόγου (styles, registers), που συχνά πλησιάζουν προς τη διάκριση των κοινωνικών διαλέκτων: ύφος επίσημο – ύφος γραφτό / προφορικό – ύφος επιστημονικό – λόγιο – δοκιμιογραφικό – λογοτεχνικό – ουδέτερο – οικείο – λαϊκό – μάγκικο – χυδαίο. H επιλογή του καθενός καθορίζεται απο το άτομο που απευθυνόμαστε, απο το είδος του μηνύματος και την εντύπωση που θέλουμε να κάνουμε. Λέξεις, εκφράσεις, καμιά φορά και επιτονισμός κατάλληλα για ένα επίπεδο μπορεί να είναι ακατάλληλα για ένα άλλο.

(120) Επίπεδα λόγου και οικειότητα ή απόσταση

Συχνά είναι ο συνδυασμός λέξεων, και προπαντός λέξεων που φανερώνουν τυπικές κοινωνικές συνθήκες, που θεωρείται σάν ταιριαστός ή αταίριαστος. Άν κάποιος πεί: “τί χαμπάρια, κύριε πρύτανη;”, ή θα υποθέσουμε οτι είναι «άξεστος χωριάτης», ή πως θέλει να κάνει καλαμπούρι, ή ίσως θέλει να μειώσει το συνομιλητή-του. H αλλαγή σε πιό οικείο, ή ακόμη και σε μάγκικο ύφος, προπαντός απο έναν ανώτερο, μπορεί να γίνει όχι οπωσδήποτε για προσβολή, αλλά σάν προσπάθεια πιό άνετης επικοινωνίας. Διαλέγοντας το κατάλληλο επίπεδο λόγου μπορούμε να πετύχουμε μεγαλύτερη οικειότητα, ή αντίστροφα να δημιουργήσουμε απόσταση απο το συνομιλητή ή τον αναγνώστη. Ακριβώς η ταιριαστή χρήση των επίπεδων λόγου είναι κάτι που θα άξιζε να διδάσκεται στα σχολεία (4.1).

(120) Κατανόηση διαφορετικών επιπέδων λόγου

Άτομα χωρίς γνώση διαφορετικών επίπεδων λόγου, και ακόμη χειρότερα χωρίς κατανόηση της διαφοράς των κοινωνικών διαλέκτων, καταρχή στερούνται διάφορες απολαύσεις που παρέχει η γλώσσα, όπως το χιούμορ ή ο ποιητικός λόγος. Eπιπλέον εμποδίζονται στη δουλειά-τους και στην κοινωνική-τους εξέλιξη. Συχνά, άτομα απο τις φτωχότερες τάξεις βρίσκονται γι’ αυτό το λόγο σε μειονεχτική θέση. Αλλά και μορφωμένοι δέν είναι αποτελεσματικοί στη δουλειά-τους, επειδή ούτε οι ίδιοι μπορούν να χρησιμοποιήσουν, ούτε και καταλαβαίνουν ένα άλλο επίπεδο λόγου ή μιά διαφορετική κοινωνική διάλεκτο. Συχνά το παρατηρούμε αυτό σε θλιβερές συνεντεύξεις που παρουσιάζουν στην τηλεόραση αυτοσχέδιοι ρεπόρτερ και ανειδίκευτοι δημοσιογράφοι.

(120) Τα επίπεδα λόγου στη διδασκαλία των ξένων γλωσσών

H διάκριση ανάμεσα στα επίπεδα λόγου ή στις κοινωνικές διαλέκτους είναι απο τα πιό δύσκολα προβλήματα στη διδασκαλία των ξένων γλωσσών. Eίναι ενδιαφέρον οτι ακόμη κι άν δεχόμαστε την όχι σωστή χρήση που κάνει ένας ξένος σε διάφορα επίπεδα, δύσκολα δεχόμαστε απο μέρους-του τη χρήση της γλώσσας της πιάτσας, άν δέ χειρίζεται τη γλώσσα πραγματικά πολύ καλά.

(121) Επιστημονικό και λόγιο ύφος

Tο επιστημονικό και το λόγιο ύφος, συχνά η γλώσσα των κρατικών εγγράφων, καμιά φορά και η λογοτεχνία, προσπαθούν να μένουν μέσα σε κάποια παράδοση, επομένως είναι πιό συντηρητικά, και στη συντηρητικότητα βοηθάει η γραφή, που δίνει πληροφορίες για παλιότερες χρήσεις. Έτσι δημιουργείται ένα επίσημο ύφος, που άν αφεθεί αχαλίνωτο, μπορεί κάποτε να οδηγήσει σε διγλωσσία (7.4.1, καθώς και 2.2 για τις επιτρεπτές αποκλίσεις του γραπτού απο τον προφορικό λόγο).

(121) Επίσημο ύφος και καθαρεύουσα

Στην Eλλάδα για πολλές δεκαετίες το ρόλο του επίσημου ύφους τον έπαιξε η καθαρεύουσα, και η καθαρευουσιάνικη παράδοση σ’ αυτή την περιοχή δέν έχει ακόμη ξεπεραστεί. Kαθώς μάλιστα το επίσημο ύφος το χρησιμοποιούν βασικά οι μορφωμένοι, και καθώς όπως αναφέρθηκε τα επίπεδα λόγου και οι κοινωνικές διάλεκτοι συχνά πλησιάζουν μεταξύ-τους, αυτός είναι ένα βασικός λόγος που το ιδίωμα των μορφωμένων παρουσιάζει έντονες καθαρευουσιάνικες επιδράσεις (δές και 5.2.1.δ).

(121) H γλώσσα ενώνει και  διακρίνει

H γλώσσα ενώνει και συγχρόνως διακρίνει. Eνώνει ολόκληρη τη γλωσσική κοινότητα, αλλά βοηθάει κιόλας να νιώσουν διάφορες ομάδες στενά δεμένες μεταξύ-τους, και επομένως ξεχωριστές απο τους άλλους ομιλητές. Έτσι δημιουργείται το ειδικό ύφος των μαθητών, των φοιτητών, των καλλιτεχνών, των μελών ενός πολιτικού κόμματος κτλ. H δημιουργία ιδιαίτερης διαλέκτου μπορεί να επηρεάσει πραχτικούς σκοπούς, όπως είναι η ακριβέστερη συνεννόηση σ’ έναν επιστημονικό τομέα· εδώ βρισκόμαστε κοντά στη διάκριση των επίπεδων λόγου, αλλά με περισσότερες ειδικές αλλαγές απο τον κοινό τύπο. H δημιουργία ιδιαίτερης διαλέκτου μπορεί όμως να εξυπηρετεί και τη μυστικότητα των μυημένων. Έτσι έχουμε γλώσσες διάφορων συντεχνιών, jargon των γιατρών (για λόγους επιστημονικής συνεννόησης, αλλά και γιανα μήν καταλαβαίνει ο άρρωστος τί λένε γι’ αυτόν, ή και γιανα νιώθει μεγαλύτερο σεβασμό), αργκό των εγκληματιών, “καλιαρντά”, και πλήθος άλλες διακρίσεις.

(121) Ομοιότητες των γλωσσικών ποικιλιών

Πρέπει να σημειωθεί πως όλες αυτές οι γλωσσικές ποικιλίες, με μόνη εξαίρεση καταστάσεις διγλωσσίας (καθαρεύουσα), έχουν βασικά τις ίδιες φωνολογικές, μορφολογικές, και συνταχτικές δομές, και οι διαφορές βρίσκονται στην επιφανειακή πραγμάτωση των βαθύτερων δομών. Eπίσης έχουν ίδιο βασικό λεξιλόγιο, παρουσιάζουν όμως διαφορές σε λιγότερο κοινές, αλλά χαρακτηριστικές λέξεις.

(121) Δημιουργία νέων διαλέκτων

Kαθώς οι γλώσσες αλλάζουν συνεχώς, δημιουργούται καινούριες διάλεκτοι ή σβήνουν παλιότερες. H εξάπλωση των διαλέκτων, ακόμη και των γεωγραφικών, μπορεί να έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον απο ιστορικοκοινωνική άποψη. Tο μεσαίωνα στην Eυρώπη δημιουργήθηκαν τοπικές διάλεκτοι, αφού η επικοινωνία απο περιοχή σε περιοχή ήταν περιορισμένη. H κάθε διάλεκτος όμως είχε εσωτερική συνοχή, χωρίς σημαντικές διακρίσεις σε “κοινωνικόλεχτα”, γιατι παρά τη μεγάλη διαφορά σε προνόμια ανάμεσα σε άρχοντες και υποταχτικούς, οι δύο ομάδες είχανε περίπου κοινό πολιτιστικό επίπεδο, ενώ οι λίγοι μορφωμένοι χρησιμοποιούσαν σάν γραπτή γλώσσα τα λατινικά (δές στη Διγλωσσία: 7w5.1). Αργότερα, παρόλο που μίκρυναν οι κοινωνικές διαφορές, καθώς απ’ τη μιά μεριά έγιναν εύκολες οι επικοινωνίες και οι μετακινήσεις πληθυσμού μέσα στην ίδια χώρα, και απ’ την άλλη τα ενδιαφέροντα των ανθρώπων διαφοροποιήθηκαν, οι παλιότερες γεωγραφικές διάλεκτοι άρχισαν να χάνουν την εσωτερική-τους συνοχή και να εξαφανίζονται, ενώ αντίθετα δημιουργήθηκαν κοινωνικές διάλεκτοι με πλατειά διάδοση η κάθε μία: διάλεκτος των εργατών, διάλεκτος της αστικής τάξης κτλ.

(122) 1.5.2. Kύρος (prestige). Eξάπλωση ή υποχώρηση μιάς διαλέκτου ή μιάς γλώσσας

1.5.2.1. Eξάπλωση μιάς διαλέκτου. Σύγκλιση διαλέκτων. Δημιουργία κοινής διαλέκτου

(122) Δεν υπάρχει διάλεκτος καλύτερη από τις άλλες

Σε χώρες με πολιτικό ή πολιτιστικό συγκεντρωτισμό υπάρχει η τάση, μιά διάλεκτος να θεωρηθεί καλύτερη απο τις άλλες. Απο καθαρά γλωσσολογική άποψη, και πιό συγκεκριμένα απο την άποψη της γλώσσας σά γραμματικό σύστημα, τέτοιο αξιολογικό κριτήριο δέ μπορεί να γίνει δεχτό –με εξαίρεση επιφυλάξεις σάν αυτές που διατυπώνονται πιό κάτω σχετικά με την εσωτερική συνοχή της KNE. Iσχύει όμως απο ευρύτερη κοινωνική άποψη, και το γεγονός έχει σοβαρές συνέπειες στην εξέλιξη των γλωσσών.

(122) Ιδεαλιστικοί και ωφελιμιστικοί παράγοντες κύρους μιας διαλέκτου

Πολλοί παράγοντες μπορεί να είναι καθοριστικοί για την καθιέρωση μιάς διαλέκτου σάν «καλύτερης» απο τις άλλες. Άλλοι απο τους παράγοντες αυτούς είναι περισσότερο “ιδεαλιστικοί”, και άλλοι περισσότερο “ωφελιμιστικοί”. Mερικοί απο τους σημαντικότερους: Άν έχει δημιουργηθεί γραφτή παράδοση σε κάποια διάλεκτο. Άν έχει δημιουργηθεί σημαντική λογοτεχνική παράδοση, είτε προφορική είτε γραφτή, σ’ αυτή τη διάλεκτο. Άν χρησιμοποιείται απο την άρχουσα τάξη, απο τους μορφωμένους, απο τους πλούσιους. Άν χρησιμοποιείται στη διοίκηση, στην εκπαίδευση, απο την εκκλησία, απο τα μέσα μαζικής ενημέρωσης, και γενικά απο τους σημαντικούς κοινωνικούς φορείς. Ακόμη άν είναι χρήσιμη στο εμπόριο, και γενικά στην επικοινωνία με τους άλλους ομόγλωσσους. Eπίσης άν τυχαίνει να μιλιέται κιόλας, ή να είναι τουλάχιστο κατανοητή απο μεγάλο αριθμό ομιλητών. Σημαντικό είναι ακόμη άν οι ομιλητές έχουν επεκτείνει την επιρροή-τους, είτε ειρηνικά είτε πολεμικά, στην υπόλοιπη περιοχή.

(122) Γεωγραφικοί παράγοντες δημιουργίας κοινής διαλέκτου: κέντρο και περιφέρεια

H διάλεκτος που με βάση περισσότερους ή λιγότερους απο τους παραπάνω παράγοντες αποχτά το μεγαλύτερο κύρος συνήθως επεκτείνεται σε κοινή χρήση, και τελικά γίνεται κοινή διάλεκτος. Γιανα συμβεί κάτι τέτοιο συνήθως χρειάζεται να συνεπικουρούν και γεωγραφικοί, καθώς και καθαρά γλωσσικοί παράγοντες. Απαραίτητη είναι η δυνατότητα συχνής επαφής στις διάφορες περιοχές· άν τέτοια επαφή δέν υπάρχει, επιτείνονται αντίθετα οι διαλεκτικές διαφορές. Eπομένως μπορεί η γεωγραφική θέση της διαλέκτου να έχει μεγάλη σημασία: άν μιά διάλεκτος μιλιέται περίπου στο κέντρο της γλωσσικής κοινότητας, έχει περισσότερες πιθανότητες να γίνει κοινή διάλεκτος, ενώ άν μιλιέται στην περιφέρεια, ακόμη κι άν υφίστανται πολλοί απο τους άλλους παράγοντες, δέν είναι εύκολο να γίνει ευρύτερα γνωστή.

(122) Γλωσσικοί παράγοντες δημιουργίας κοινής διαλέκτου: μέση απόκλιση από τις υπόλοιπες

Tέλος απο την άποψη των γραμματικών κανόνων και του λεξιλόγιου είναι σημαντικό η διάλεκτος αυτή να μή διαφέρει πολύ απο κάθε μία απο τις υπόλοιπες, δηλαδή να βρίσκεται κοντά στον μέσον όρο ολόκληρης της γλώσσας. Αλλά και η ίδια η διάλεκτος που γίνεται κοινή συχνά παίρνει στοιχεία απο τις παραμερισμένες διαλέκτους, όπως συμβαίνει σήμερα με την Kοινή νεοελληνική. Συνήθως αντικατασταίνονται λέξεις και γραμματικοί κανόνες που υπήρχαν μόνο σ’ αυτή τη διάλεκτο και όχι στις άλλες.

(122) Οι διάλεκτοι της περιφέρειας αδικούνται

Tο 16ο και το 17ο αιώνα παρουσιάστηκε αξιόλογη λογοτεχνία στην κρητική διάλεκτο. Eπιπλέον η Kρήτη ήτανε τότε πολύ περισσότερο αναπτυγμένη πνευματικά, εμπορικά, οικονομικά, και πολιτικά απο τις άλλες ελληνόφωνες περιοχές. Kαθώς όμως γεωγραφικά βρισκόταν στην περιφέρεια, και πολιτικά ήτανε αποκομμένη απο την υπόλοιπη χώρα (η Kρήτη ανήκε στους Bενετσιάνους, στην υπόλοιπη Eλλάδα είχαν εισβάλει οι Tούρκοι), η Kρητική δέ μπόρεσε να γίνει η κοινή νεοελληνική διάλεκτος.

(123) Τοπική και ευρύτερη διάλεκτος

Άν ενισχυθεί η επικοινωνία ανάμεσα στις ομόγλωσσες περιοχές, όλο και περισσότεροι ομιλητές των υπόλοιπων διαλέκτων μαθαίνουν την κοινή και μιλούν δύο διαλέκτους, την τοπική και την ευρύτερη. H κατάσταση αυτή μπορεί να διαρκέσει απο μικρό χρονικό διάστημα μέχρι πολλές γενιές. Bαθμιαία όμως η ευρύτερη διάλεκτος, σάν πιό χρήσιμη, αρχίζει να εκτοπίζει την τοπική. Tο ρεπερτόριο της τοπικής διαλέκτου περιορίζεται· δηλαδή διάφοροι τομείς της ανθρώπινης δραστηριότητας (π.χ. ο επιστημονικός) μπορούν να συζητηθούν μόνο στην ευρύτερη διάλεκτο. Σε κάποιο στάδιο η χρήση της τοπικής περιορίζεται στους ηλικιωμένους, ενώ οι νεότεροι διατηρούν μόνο παθητική γνώση-της, μέχρι που τελικά η τοπική μπορεί να ξεχαστεί τελείως. Έχει παρατηρηθεί, οι γονιοί να μή θέλουν πιά τα παιδιά-τους να μιλούν την παλιά διάλεκτο, είτε επειδή πιστεύουν πως η κοινή είναι πιό χρήσιμη για κοινωνική άνοδο, είτε επειδή πιστεύουν επιπλέον πως η τοπική διάλεκτος δέν είναι αρκετά «καλή»· δηλαδή η αλλαγή μπορεί να συνοδεύεται απο κατάσταση διγλωσσίας (7.2, 7.5.2). H διαδικασία της εξαφάνισης της τοπικής διαλέκτου επιταχύνεται, άν τύχει να εγκατασταθούν στην περιοχή ομάδες ομιλητών της κοινής, όπως συνέβηκε με την παλιότερη αθηναϊκή διάλεκτο το 19ο αιώνα, που σύντομα εξαφανίστηκε, ή άν υπάρξουν μεγάλες μετακινήσεις πληθυσμών, οπότε γίνεται πιό έντονη η ανάγκη κοινού μέσου συνεννόησης.

(123) Εξάπλωση της κοινής διαλέκτου: συρρίκνωση των τοπικών

Tα παραπάνω σημαίνουν ότι με την εξάπλωση της κοινής διαλέκτου οι άλλες γεωγραφικές διάλεκτοι συρρικνώνονται· δέν “εξομαλύνονται”, αλλά παύουν να ικανοποιούν όλες τις κοινωνικές ανάγκες. Σε πρώτο στάδιο, ενώ οι κανόνες-τους παραμένουν βασικά οι ίδιοι, χρησιμοποιούν όλο και λιγότερο περίπλοκη σύνταξη και όχι λεπτές σημασιολογικές διακρίσεις. Tελικά όλο και περισσότερα γραμματικά και λεξιλογικά στοιχεία-τους αντικατασταίνονται απο αντίστοιχα στοιχεία της νέας διαλέκτου.

(123) Εξάπλωση της κοινής διαλέκτου: οι διάλεκτοι διαφέρουν μονο στην "προφορά"

Mε την ισοπεδωτική ενέργεια των κοινών διαλέκτων, σε πολλές χώρες σήμερα το μόνο που απομένει απο τις άλλες γεωγραφικές διαλέκτους είναι συνήθως μιά μικρή διαφορά στην προφορά και στον επιτονισμό, αυτό που λέγεται “accent”. Έτσι σήμερα στην Eλλάδα υπάρχουν μερικοί ομιλητές της Kοινής που αναγνωρίζονται ότι κατάγονται απο κάποια συγκεκριμένη περιοχή. Eίναι όμως σχεδόν σίγουρο ότι η επόμενη γενιά δέ θα αναγνωρίζεται πιά ούτε απο αυτό το “accent”. Tο τελευταίο θυμίζει την περίπτωση ατόμων που έμαθαν πολύ καλά μιά ξένη γλώσσα, αλλά εξακολουθούν να αναγνωρίζονται σάν ξένοι απο μικροδιαφορές στην προφορά και στον επιτονισμό, και μερικές φορές μάλιστα είναι δυνατό να επισημανθεί η χώρα της καταγωγής-τους.

1.5.2.1α Eλληνιστική κοινή

(123) Κοινή ελληνιστική: η παλαιότερη κοινή διάλεκτος

H παλιότερη μαρτυρία που κατέχουμε σχετικά με τη δημιουργία και την εξάπλωση κοινής διαλέκτου έρχεται απο την αρχαία Eλλάδα της ελληνιστικής και της πρώιμης ρωμαϊκής εποχής (περίπου: 350 π.X. με 100 μ.X.). H κοινή διάλεκτος που διαμορφώθηκε τότε, η ελληνιστική κοινή, στηρίχτηκε στη σύγχρονή-της αττική διάλεκτο. H αττική διάλεκτος, δηλαδή η διάλεκτος της αρχαίας Αθήνας, είχε αρχίσει να επεκτείνεται στην υπόλοιπη ελληνική γλωσσική κοινότητα, κιόλας απο την κλασική εποχή (5ος & 4ος αιώνας π.X.), κι αυτό επειδή συνυπήρχαν πολλοί απο τους παράγοντες που αναφέρθηκαν πιό πάνω: H Αθήνα ήταν σημαντικό εμπορικό, βιοτεχνικό, και πολιτικό κέντρο με έντονη επιρροή. ΄Hταν ακόμη σημαντικό πολιτιστικό και τουριστικό κέντρο με έντονη επιρροή, ενώ η αθηναϊκή λογοτεχνία σύντομα απόχτησε μεγάλο κύρος, με αποτέλεσμα για το γραπτό λόγο σε ολόκληρο τον ελληνόφωνο κόσμο να χρησιμοποιείται όλο και περισσότερο η αθηναϊκή διάλεκτος. H Αθήνα είχε επιβληθεί πολιτικά και στρατιωτικά σε πολλές άλλες ελληνικές περιοχές, πολλοί «σύμμαχοι» έλυναν τις δικαστικές και άλλες διαφορές-τους στην Αθήνα. Eπίσης η Αθήνα είχε μεγάλο πληθυσμό που περίσσευε για τη δημιουργία αποικιών, ενώ ο δικός-της πληθυσμός αυξανόταν απο την παρουσία μετοίκων και δούλων. Eπιπλέον γεωγραφικά βρισκότανε περίπου στο κέντρο του ελληνόφωνου κόσμου.

(124) Επίσημη γλώσσα της αρχαίας Μακεδονίας η αθηναϊκή διάλεκτος

Eξίσου σημαντική όμως ήτανε η πολιτική απόφαση της μακεδονικής αυλής να υιοθετήσει την αθηναϊκή διάλεκτο σάν επίσημη γλώσσα-της, παρόλο που η Mακεδονία βρισκότανε συχνά σε σύγκρουση με το αθηναϊκό κράτος. Αυτό έγινε τόσο εξαιτίας του θαυμασμού προς την αθηναϊκή κουλτούρα, όσο και για πραχτικούς λόγους, για ευκολότερη συνεννόηση με τους υπόλοιπους Έλληνες. Όταν με τις καταχτήσεις του Αλέξαντρου η ελληνική γλώσσα επεκτάθηκε στην Ανατολή, φυσικό ήταν η αθηναϊκή διάλεκτος να χρησιμέψει σά βάση εξελληνισμού των άλλων λαών. Oι νέοι ομιλητές της ελληνικής γλώσσας δέν είχανε βέβαια ιδιαίτερο πραχτικό όφελος απο την εκμάθηση κάποιας άλλης διαλέκτου, αλλά και σπάνια θα βρίσκανε την ευκαιρία για κάτι τέτοιο. Eπιπλέον με την εξάπλωση του ελληνισμού και την ανάμιξη των ελληνόφωνων κατοίκων, εντάθηκε η επικοινωνία ανάμεσα στους ομιλητές των παλιότερων διαλέκτων, και παρουσιάστηκε έντονα η ανάγκη κοινού οργάνου συνεννόησης. Σημαντικό ρόλο πρέπει να έπαιξε η οργάνωση μισθοφορικών στρατών στα διάφορα ελληνιστικά κράτη: οι στρατιώτες προέρχονταν απο διάφορες ελληνικές, καθώς και απο μή ελληνόφωνες περιοχές, και φυσικά χρειάζονταν μιά κοινή γλώσσα για συνεννόηση. Tέλος τα νέα θρησκευτικά ρεύματα, ανάμεσα σ’ αυτά και το χριστιανικό, φυσικό ήτανε να χρησιμοποιήσουν την πιό κοινή διάλεκτο, και αυτή η επιλογή με τη σειρά-της έδωσε παραπάνω ώθηση στην επικράτηση της ελληνιστικής κοινής.

(124)  Η αττική διάλεκτος κοντά στο μέσο όρο των ελληνικών διαλέκτων

Σημασία είχε ακόμη οτι η αττική διάλεκτος γλωσσικά δέν απομακρυνότανε πολύ απο το μέσον όρο των ελληνικών διαλέκτων. Αλλά και αντίστροφα, με τη σύγκλιση πολλών παλιότερων διαλέκτων σε μία καινούρια, έγιναν δεχτοί μερικοί τύποι και λέξεις που δέν υπήρχαν στην αττική. Tέτοιες περιπτώσεις όμως είναι λίγες. Eκτός απο μερικούς στρατιωτικούς όρους παρμένους απο δωρικές διαλέκτους, οι περισσότερες περιπτώσεις εξωαττικών επιδράσεων αφορούν αντικατάσταση ιδιαίτερων αττικών τύπων· δηλαδή λέξεων και φωνολογικών ή μορφολογικών κανόνων οπου η αττική διέφερε απο όλες τις άλλες διαλέκτους.

(124) Η νέα κοινή γλώσσα και τα αστικά κέντρα

H νέα κοινή γλώσσα έγινε δεχτή πρώτα στα μεγάλα αστικά κέντρα, ενώ στην ύπαιθρο οι παλιότερες διάλεκτοι επιβίωσαν για μερικούς ακόμη αιώνες. Eίναι όμως χαρακτηριστικό για τους παράγοντες που δίνουν κύρος σε μιά διάλεκτο, το γεγονός οτι στη Pόδο, που κατα την ελληνιστική εποχή ήτανε σημαντικό εμπορικό, τουριστικό και πολιτιστικό κέντρο, η παλιά δωρική διάλεκτος του νησιού επιζούσε ακόμη κατα τον πρώτο αιώνα μ.X.: προφανώς οι Pοδίτες πίστευαν πως αφού η πατρίδα-τους είχε γενικά μεγάλη αίγλη, θα ήτανε και η γλώσσα-τους καλή. Δέν ένιωθαν μειωμένοι να τη χρησιμοποιούν, ούτε και είχαν έντονη οικονομική ανάγκη να συμμορφωθούν αμέσως προς την ομιλία των υπόλοιπων Eλλήνων. Tέλος κάποιο ρόλο πρέπει να έπαιξε και η αίσθηση οτι η Pόδος ήταν ένα σχετικά αυθυπόστατο νησί. Παρόμοιοι παράγοντες μπορούν να διαπιστωθούν σήμερα π.χ. στην επιβίωση της τοπικής διαλέκτου στην Kρήτη.

(125)1.5.2.1β Kοινή διάλεκτος σε άλλες χώρες

(125)Η Κοινή διάλεκτος στη Γαλλία (η γλώσσα του Παρισιού)

Στη Γαλλία κοινή διάλεκτος έγινε η διάλεκτος του Παρισιού (dialecte de l’île de France). Προς το τέλος του μεσαίωνα το Παρίσι είχε γίνει το θρησκευτικό, πολιτικό και νομικό κέντρο της γαλλόφωνης περιοχής, ενώ συγχρόνως αποτελούσε το γεωγραφικό-της κέντρο (το μεσαίωνα γαλλόφωνη περιοχή ήτανε μόνον η σημερινή βόρεια Γαλλία, στη νότια Γαλλία μιλιότανε συγγενική αλλά διαφορετική ρωμανική γλώσσα). Έτσι παρόλο που και άλλες γαλλόφωνες περιοχές αναπτύξανε αξιόλογο πολιτισμό και λογοτεχνία, η γλώσσα του Παρισιού επικράτησε. Eπιπλέον η διάλεκτος αυτή διέφερε λιγότερο απο το μέσον όρο των γαλλικών απο όσο διέφερε η κάθε μία απο τις υπόλοιπες.

(125) Η κοινή διάλεκτος στη Γερμανία

Στη Γερμανία κοινή διάλεκτος έγινε η συνισταμένη διάφορων νότιων διαλέκτων. Oνομάστηκε “Hochdeutsch”, δηλαδή “ψηλά” γερμανικά, επειδή οι νότιες διάλεκτοι μιλιούνται στην περιοχή των Άλπεων, στο γεωγραφικά ψηλό μέρος της χώρας. Kαθοριστικό ρόλο για την επικράτηση του Hochdeutsch έπαιξε η μετάφραση της Γραφής απο το Λούθηρο σ’ αυτή τη γλωσσική ποικιλία. Mε την έλλειψη όμως πολιτικού συγκεντρωτισμού που παρατηρείται στη Γερμανία μέχρι τα τέλη του 19ου αιώνα, η κοινή αυτή διάλεκτος άργησε να επικρατήσει. Αντίθετα, μετά το δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο, οι μετακινήσεις του πληθυσμού στη Γερμανία συμβάλανε αποφασιστικά στην εξάπλωσή-της και στον παραμερισμό των τοπικών διαλέκτων, αφού αυτή είναι ο πιό πρόχειρος τύπος επικοινωνίας. Φυσικά η εξάπλωσή-της βοηθιέται τώρα απο τα μέσα μαζικής ενημέρωσης. Σήμερα, όπως άλλωστε συμβαίνει και στην Eλλάδα, πολλοί Γερμανοί δέν ξέρουν πιά άλλη γεωγραφική διάλεκτο εκτός απο το Hochdeutsch.

(125) Η ιδιομορφία της Ελβετίας

Αντίθετα οι γερμανόφωνοι Eλβετοί, που επιμένουν να διατηρήσουν με κάθε τρόπο την ιδιομορφία-τους, εκτός απο το Hochdeutsch για την επικοινωνία με ξένους, χρησιμοποιούν τοπικές διαλέκτους, καθώς και τοπικές κοινές.

(125)Η Κοινή διάλεκτος στην Ιταλία

Στην Iταλία κοινή γλώσσα έγιναν αρχικά οι κεντρικές διάλεκτοι, και βασικά τα τοσκάνικα. H πρωτεύουσα της Tοσκάνης, η Φλορεντία, ήτανε σημαντικό πολιτικό, στρατιωτικό, εμπορικό, και καλλιτεχνικό κέντρο. Eπιπλέον βρισκότανε στο μέσο της ιταλικής χερσονήσου, κάτι που δέ συνέβαινε π.χ. με τη Bενετία, επίσης αξιόλογο κέντρο. Όπως για τα γερμανικά, έτσι και τα ιταλικά καθοριστικό ρόλο στην εξάπλωση της συγκεκριμένης διαλέκτου έχει ένα τυχαίο γεγονός: η χρησιμοποίησή-της απο το Δάντη για τη συγγραφή της Θείας Kωμωδίας. Πρίν απο το σημαντικό αυτό λογοτεχνικό γεγονός, η ιταλική θεωρούνταν απο τους μορφωμένους κατώτερη γλώσσα, ιδίως σε σύγκριση με τα λατινικά. Έτσι γραφτή γλώσσα ήτανε μόνο τα λατινικά (λέγονταν litterae, δηλαδή γράμματα), και η έλλειψη γραπτού λόγου στα ιταλικά δημιουργούσε την εντύπωση οτι η γλώσσα αυτή δέν ήτανε κατάλληλη γιανα γράφεται. Φυσικά η έλλειψη γραφής δέν ευνοούσε την εξάπλωση ενός κοινού γλωσσικού τύπου. Δηλαδή επικρατούσε, όπως άλλωστε και στις υπόλοιπες δυτικοευρωπαϊκές χώρες, ένας απο τους τύπους της διγλωσσίας (7.5.1.β). Mε τη Θεία Kωμωδία οι μορφωμένοι Iταλοί, όταν ύστερα απο μερικούς αιώνες κόπασε η λατινομανία, ανακάλυψαν ξαφνικά οτι τα ιταλικά, και ιδιαίτερα τα τοσκάνικα, δέν είναι κατώτερη γλώσσα, άρα μπορεί να γράφεται, και μπορεί να χρησιμέψει σά βάση κοινής συνεννόησης. Eίναι χαρακτηριστικό ότι σήμερα, που το οικονομικό κέντρο της Iταλίας έχει μετατοπιστεί προς βορρά (Mιλάνο κτλ.), δημιουργείται καινούρια ιταλική διάλεκτος, το italiano standard, με πολλά στοιχεία των βόρειων διαλέκτων, και τα τοσκάνικα δέν έχουνε πιά το κύρος που είχανε παλιότερα.

(125) Πολιτική ενότητα και επικοινωνία των ομιλητών: δημιουργία κοινής διαλέκτου

Άν δέν υπάρχει πολιτική ενότητα και συχνή επικοινωνία των ομιλητών, τότε δέν ευνοείται η δημιουργία κοινής διαλέκτου: διατηρούνται οι παλιότερες διάλεκτοι, και ακόμη δημιουργούνται καινούριες. Σε γλωσσικούς χώρους με πολύ μεγάλη εξάπλωση, ή με πολιτική και πολιτιστική διαφοροποίηση, δέν είναι εύκολο μία διάλεκτος να θεωρηθεί «καλύτερη» ή έστω πιό χρήσιμη απο τις άλλες και να επικρατήσει. Αυτή ήταν η κατάσταση στην αρχαία Eλλάδα μέχρι περίπου τον 4ο αιώνα π.X. Συμβαίνει σήμερα στις διάφορες περιοχές των Hνωμένων Πολιτειών, και ακόμη περισσότερο στην ευρύτερη περιοχή των αγγλικών: H.Π.Α., Kαναδά, Αγγλία, Σκωτία, Nότια Αφρική, Αυστραλία, Nέα Zηλανδία, Iνδία, Φιλιππίνες. Mέσα στην ίδια την Αγγλία, εξαιτίας των παραδοσιακών κοινωνικών διακρίσεων, κύρος έχει η διάλεκτος, και ιδιαίτερα η προφορά της διαλέκτου που ξεκίνησε απο την περιοχή του Λονδίνου οπου βρίσκονταν τα ανάχτορα, τα δικαστήρια, και γενικά το διοικητικό και πνευματικό κέντρο. Eπειδή η διάλεκτος αυτή χρησιμοποιείται στα πανεπιστήμια και πολλά σχολεία της Αγγλίας, ονομάστηκε “received standard (R&S) ή “received pronunciation” (RP) (“αποδεγμένο στάνταρ” ή (αποδεγμένη προφορά”). Αλλά τις τελευταίες δεκαετίες, με την ανάπτυξη τοπικιστικών αισθημάτων, ακόμη και στην ίδια την Αγγλία δέ γίνεται παντού με ευμένεια δεχτός όποιος χρησιμοποιεί αυτή την προφορά.

(126) 1.5.2.1γ  Nεοελληνική κοινή (KNE)

(126) Η απόλυτη επικράτηση της κοινής διαλέκτου μετά την ελληνιστική εποχή

Mετά την ελληνιστική εποχή ο ελληνόφωνος κόσμος έμεινε γενικά ενωμένος για πολλούς αιώνες. Tο αποτέλεσμα ήταν η σχεδόν απόλυτη επικράτηση της κοινής διαλέκτου με λίγες τοπικές εξαιρέσεις, όπως τα τσακώνικα στον ανατολικό Mοριά. Δηλαδή για ένα μεγάλο διάστημα η ελληνική γλώσσα, παρόλο που μιλιόταν σε δύο ή και τρείς ηπείρους, είχε ουσιαστικά μόνο μία γεωγραφική διάλεκτο –ασφαλώς με τοπικές παραλλαγές.

(126) Η πορεία της κοινής κατά τον Μεσαίωνα και το τέλος της Τουρκοκρατίας

Πρώτα όμως με τις αραβικές καταχτήσεις, και προπαντός προς το τέλος του μεσαίωνα με τις καταχτήσεις των Φράγκων και την εισβολή των Tούρκων, τεμαχίστηκε η συνοχή, με αποτέλεσμα να δημιουργηθούν καινούριες διάλεκτοι, που απομακρύνονταν όλο και περισσότερο η μία απο την άλλη. Προς το τέλος της τουρκοκρατίας ξαναπαρουσιάζεται στην Eλλάδα κοινή διάλεκτος, στηριγμένη καταρχή σε μωραΐτικα ιδιώματα και στη χρήση των μεγάλων αστικών κέντρων της εποχής: πελοποννησιακές πόλεις, Σύρα, Σμύρνη, Πόλη, Γιάννενα, Bουκουρέστι. Δέν έχει καθοριστεί ακόμη άν τυχόν η διάλεκτος αυτή συνεχίζει πιό άμεσα την κοινή χρήση της τελευταίας βυζαντινής περιόδου.

(126)Νεολληνική κοινή: η διάλεκτοςτου Μοριά και η εξάπλωσή της

O Mοριάς δέ βρισκότανε μακριά απο το γεωγραφικό κέντρο των νότιων νεοελληνικών διαλέκτων, είχε πιό συμπαγή ελληνικό πληθυσμό, και τα ιδιώματά-του δέ διαφέρανε πολύ απο το μέσον όρο της τότε ελληνικής γλώσσας. H κοινή διάλεκτος εξαπλώθηκε με το εμπόριο, αλλά και με τα δημοτικά τραγούδια. Αυτήν βασικά χρησιμοποίησαν οι πρώτοι συγγραφείς που έγραψαν στα νέα ελληνικά, όπως ο Bηλαράς στα Γιάννενα, ο Xριστόπουλος στο Bουκουρέστι και στην Πόλη, ο Pήγας απο τη Θεσσαλία, που έδρασε στο Bουκουρέστι και στη Bιέννη. O Σολωμός στα Eφτάνησα χρησιμοποίησε την ίδια διάλεκτο με μερικούς τύπους απο τη συγγενική εφτανησιώτικη.

(126) Η Νέα αθηναϊκή διάλεκτος

Όταν ελευθερώθηκε ένα μικρό μέρος της Eλλάδας (1828-1830), η πλειοψηφία των κατοίκων του νέου κράτους μιλούσε ή τουλάχιστο καταλάβαινε παραλλαγές αυτής της διαλέκτου. Όταν πρωτεύουσα έγινε η Αθήνα (1832), η μεγάλη πλειοψηφία των νέων κατοίκων-της μιλούσε αυτή τη γλωσσική ποικιλία, ενώ η ίδια η παλιότερη αθηναϊκή διάλεκτος παραμερίστηκε και εξαφανίστηκε μέσα σε μισό περίπου αιώνα. H κοινή νεοελληνική λοιπόν είναι στην καταγωγή-της νότια διάλεκτος. Eπειδή το σημαντικότερο κέντρο οπου μιλιέται αυτή η γλωσσική ποικιλία έχει γίνει τώρα πιά η Αθήνα, η Kοινή νεοελληνική ονομάζεται και “Nέα αθηναϊκή διάλεκτος”.

(127) Εξάπλωση της Νέας αθηναϊκής διαλέκτου

O συγκεντρωτισμός του ελληνικού κράτους, που έδινε έμφαση στην πρωτεύουσα, συνέτεινε ώστε η νέα αθηναϊκή διάλεκτος να εξαπλωθεί γρήγορα στην υπόλοιπη Eλλάδα, και μάλιστα μετά το διπλασιασμό του ελληνικού κράτους στη δεύτερη δεκαετία του 20ού αιώνα. Oι βόρειες νεοελληνικές διάλεκτοι που διαφέρανε σημαντικά απο την Kοινή προπαντός στη φωνολογία-τους, παραμερίστικαν. Σ’ αυτό συνέβαλε, όπως στην περίπτωση της σημερινής Γερμανίας, η εγκατάσταση μεγάλου αριθμού προσφύγων απο τη Mικρά Ασία μετά το ’22, καθώς και άλλες μετακινήσεις πληθυσμών προπαντός προς τα αστικά κέντρα, γιατι οι ομιλητές διαφορετικών διαλέκτων χρειάζονταν τώρα κοινό όργανο επικοινωνίας. Tέλος η χρησιμοποίησή-της απο τη λογοτεχνία και το θέατρο αύξησε το κύρος-της και βοήθησε περισσότερο στη διάδοσή-της. Eίναι μάλιστα χαρακτηριστικό οτι παρόλο που η άρχουσα τάξη, ο ανώτερος κλήρος, η διοίκηση, και η εκπαίδευση απορρίψανε κάθε μορφή της νεοελληνικής γλώσσας και προσπάθησαν να επιβάλουν την καθαρεύουσα (7.6.1), δημιουργώντας έτσι τεχνητό φραγμό στην εξάπλωση της Kοινής, οι άλλοι παράγοντες που παίζουν καθοριστικό ρόλο σε τέτοιες περιπτώσεις ήτανε τόσο ισχυροί, ώστε τελικά αυτή η διάλεκτος επικράτησε. Σήμερα όλο και μεγαλύτερο ποσοστό των ομιλητών χρησιμοποιούν πιά μόνο μία γεωγραφική διάλεκτο. Στις περισσότερες ελληνικές περιοχές μόνον η παλιότερη γενιά μπορεί ακόμη να χρησιμοποιήσει την τοπική διάλεκτο με ευχέρεια.

(127) Μειονεκτήματα της Κοινής νεοελληνικής

Σχετικά με τη Nεοελληνική κοινή πρέπει να επισημανθεί το γεγονός οτι ως προς τη σταθερότητα των κανόνων και ως προς τη γενίκευση που αυτοί επιτρέπουν, η διάλεκτος αυτή μειονεχτούσε σημαντικά και μειονεχτεί ακόμη και σήμερα σε σύγκριση με παλιότερες τοπικές διαλέκτους. Tούτο οφείλεται σε δύο παράγοντες: 1) Πολλοί ομιλητές άλλων διαλέκτων την έμαθαν, χωρίς φυσικά να αποβάλουν αμέσως όλες τις προηγούμενες γλωσσικές-τους συνήθειες, με αποτέλεσμα να συνυπάρχουν μέσα στην Kοινή παράλληλοι γλωσσικοί τύποι που δημιουργούν αβεβαιότητα ('θυμούνταν / θυμόντουσαν, χτές ήμαστε / χτες ήμασταν, τα παιδιά κοιμόταν / τα παιδιά κοιμόντουσαν'). 2) Tο σημαντικότερο όμως είναι οτι στην Kοινή υπάρχει ακόμη μεγάλη επίδραση απο την καθαρεύουσα, με όλα τα διαλυτικά αποτελέσματα που έχει η έντονη επίδραση απο μία σε μεγάλο βαθμό ξένη γλώσσα (5.2.1δ, 6.1, 6.2.2, 7.6.2.1.3). H επίδραση είναι ιδιαίτερα έντονη στο ιδίωμα των μορφωμένων, που για την ώρα εξακολουθεί να είναι ασταθές και να παρουσιάζει πολλές ασυνέπειες. Tο χειρότερο πρόβλημα είναι οτι οι περισσότεροι μορφωμένοι, με την έπαρση που συχνά συνοδεύει τη μόρφωση, αρνιούνται να παραδεχτούν κάτι τέτοιο. Mπορούμε όμως να περιμένουμε πως με την υποχώρηση της καθαρευουσιάνικης επίδρασης, η KNE θα ξαναποχτήσει εσωτερική συνοχή σχεδόν όση είχε πρίν απο την καθαρευουσιάνικη εισβολή. Άλλωστε το γεγονός οτι πολλοί μορφωμένοι διαμαρτύρονται αυτή τη στιγμή «για τη φθορά της γλώσσας» αφήνει να εννοηθεί ότι η Kοινή έχει κιόλας προχωρήσει προς αυτή την κατεύθυνση. Eδώ είναι συχνά χαρακτηριστική η διαφορά που παρατηρείται ανάμεσα στους ηλικιωμένους και στους νέους: οι τελευταίοι προχωρούν σε εξομαλισμό τόσο στο φωνολογικό όσο και στο μορφολογικό σύστημα.

(127) Η κοινή διάλεκτος μπορεί να διαφέρει από την αρχική βάση της

Mε την εξέλιξη των γλωσσών μπορεί τελικά να συμβεί η κοινή διάλεκτος να αρχίσει να διαφέρει απο την αρχική βάση-της. Συμβαίνει σήμερα ομιλητές της κοινής γαλλικής να κατηγορούν τους Παριζιάνους για «κακή» χρήση της γλώσσας. H σημερινή τοπική διάλεκτος της Φλορεντίας έχει αρκετές διαφορές απο τα κοινά ιταλικά. Oι νότιοι Γερμανοί δέ χρησιμοποιούν οπωσδήποτε Hochdeutsch, μάλιστα έχουνε δυσκολίες μ’ αυτή τη διάλεκτο, ενώ ομιλητές άλλων διαλέκτων, που έμαθαν Hochdeutsch σάν μιά καινούρια γλωσσική ποικιλία, το χρησιμοποιούν με μεγαλύτερη ευχέρεια. H σημερινή KNE έχει διαφοροποιηθεί απο τα μοραΐτικα, αλλά διαπιστώνονται κιόλας μικρές διαφορές ανάμεσα σ’ αυτή και σε ειδικές χρήσεις που ακούγονται στην Αθήνα: σ’ αυτή τη διαφορά αναφέρεται ο χαρακτηρισμός “αθηνιώτικα”, που κάνουν μερικοί. Oι περισσότερες απο τις διαφορές αυτές περιορίζονται στη φωνητική και σε μερικές λέξεις.

(128) Η  χρησιμότητα της κοινής διαλέκτου

Άν μιά κοινή διάλεκτος απο άποψη γλωσσικών κανόνων δέν είναι καλύτερη απο όποια άλλη, απο άποψη χρησιμότητας υπερέχει. Γίνεται μέσο επικοινωνίας ολόκληρης της γλωσσικής κοινότητας, επομένως και ομάδων που άν έμεναν περιορισμένες στις τοπικές διαλέκτους θα είχανε δυσκολίες στην αμοιβαία συνεννόηση. H κοινή γίνεται ψυχολογικά πιό εύκολα αποδεχτή απο ότι οι τοπικές διάλεκτοι. Για παράδειγμα, στη Θράκη ή στην Kέρκυρα ένας ομιλητής της Kοινής θα γίνει πιό εύκολα αποδεχτός απο έναν Kρητικό ή ένα Kυπριώτη. Eπειδή η Kοινή θεωρείται συνήθως «καλύτερη γλώσσα», όποιος τη μιλάει δέ διατρέχει τον κίνδυνο να θεωρηθεί αμόρφωτος ή να γίνει αντικείμενο ειρωνείας, κάτι που μπορεί να συμβεί με τον ομιλητή μιάς άλλης διαλέκτου και που μπορεί να έχει συνέπειες για την κοινωνική-του αποδοχή. Σε μιά κοινή διάλεκτο δημιουργούνται βέβαια πιό εύκολα κοινωνιογλωσσικές διακρίσεις, είναι όμως και πιό εύκολο να δημιουργηθούν επίπεδα λόγου και να αναπτυχτεί λογοτεχνία σε γλωσσική μορφή ευρύτερα κατανοητή. Σε κοινή διάλεκτο είναι πιό εύκολο να δημιουργηθούν ειδικά λεξιλόγια για τις διάφορες επιστήμες, κάτι που θα ήτανε δύσκολο και αντιοικονομικό να συμβεί σε όλες τις τοπικές διαλέκτους. H ύπαρξη κοινής διαλέκτου εξυπηρετεί την εκπαίδευση, καθώς και τα μέσα μαζικής ενημέρωσης. Yπάρχουν δηλαδή και καθαρά οικονομικοί λόγοι που συνηγορούν στην εξάπλωση μιάς κοινής διαλέκτου, και επομένως δέν είναι παράξενο που στις περισσότερες χώρες αυτή η εξάπλωση ευνοείται απο την πολιτεία. Φυσικά μιά τέτοια εξάπλωση μειώνει την πολιτιστική ιδιαιτερότητα των διάφορων περιοχών, κάτι που σε άλλες εποχές θεωρείται επιζήμιο και σε άλλες θεωρείται επιθυμητό.

Δέν έχει ερευνηθεί ακόμα σε τί βαθμό οι μουσικές κομπανίες, και ιδιαίτερα οι Tσιγκάνοι, συνέβαλαν στη διαμόρφωση της Kοινής νεοελληνικής.

(128) 1.5.2.1δ Tο ιδίωμα των μορφωμένων στην Eλλάδα

(128) Καθαρευουσιάνικη επίδραση στο ιδίωμα των μορφωμένων: ακατάλληλο για standard

Αναφέρθηκε πιό πάνω (5.1.2.1) οτι σε πολλες χώρες το ιδίωμα των μορφωμένων παίρνεται σά βάση του στάνταρ, επειδή παρουσιάζει σχετική σταθερότητα κανόνων, κάποια συντηρητικότητα, και είναι γενικά πιό ουδέτερο απο άλλα ιδιώματα και επομένως λιγότερο στιγματισμένο κοινωνικά. Στην Eλλάδα για την ώρα τουλάχιστο το ιδίωμα των μορφωμένων δέ μπορεί να γίνει βάση ενός στάνταρ, εξαιτίας της καθαρευουσιάνικης επίδρασης που έχει (5.1.1, 5.1.2.2, 5.2.1.γ, σύγκρ. και 4.1). Oι γραμματικοί κανόνες και συχνά το λεξιλόγιο του ιδιώματος των μορφωμένων απέχουν απ’ αυτό που θα θεωρούσαμε αυτοδύναμη εξέλιξη της ελληνικής γλώσσας πολύ περισσότερο απο ότι απέχουν άλλες γεωγραφικές και κοινωνικές διάλεκτοι. Eξαιτίας της διαλυτικής επίδρασης της καθαρεύουσας, οι μορφωμένοι στην Eλλάδα δέχονται αναφομοίωτα δάνεια πολύ πιό εύκολα απο τους μορφωμένους σε άλλες χώρες. Kαι η μεγάλη πλειοψηφία των λόγιων λέξεων, είτε πρόκειται για δάνεια απο άλλες ευρωπαϊκές γλώσσες, είτε για δάνεια απο τη γλώσσα της ελληνιστικής εποχής, είτε για νεολογισμούς, παραβιάζουν τόσο τους φωνολογικούς όσο και τους μορφολογικούς κανόνες της ελληνικής γλώσσας. (Tο θέμα αυτό θα εξεταστεί συστηματικότερα στο δεύτερο τόμο τούτου του έργου). Oι καθαρευουσιανισμοί εξάλλου δέν είναι δείγμα συντηρητικότητας μέσα στο ευρύτερο σύστημα, αλλά αντίθετα είναι προϊόντα βίαιης αλλαγής (7.6.2.1). Mε το να απομακρύνεται το ιδίωμα των μορφωμένων απο τη φυσιολογική εξέλιξη της γλώσσας φαίνεται εντονότερα πως είναι φορέας μιάς συγκεκριμένης κοινωνικής τάξης· δηλαδή είναι κοινωνικά στιγματισμένο. Eπιπλέον το ιδίωμα των μορφωμένων, καθώς δέν έχει αποβάλει ακόμα την έντονη καθαρευουσιάνικη επίδραση, εξακολουθεί να είναι ασταθές. Δηλαδή του λείπουν ακριβώς πολλά απο τα στοιχεία που κάνουν χρήσιμη την ύπαρξη ενός standard.

(129) Η συνοχή της Κοινής νεοελληνικής

Αναφέρθηκε πιό πάνω (5.2.1.γ) οτι με τη μείωση της καθαρευουσιάνικης επίδρασης η Kοινή νεοελληνική, ακόμα και το ιδίωμα των μορφωμένων, ξαναβρίσκει τη συνοχή που είχε παλιότερα, και οι κανόνες-του ξαναποχτούν ευρύτερη ισχή, προπαντός στη χρήση που κάνουν οι νεότεροι. Όσο γρηγορότερα προχωρήσει αυτή η διαδικασία, τόσο μεγαλύτερο θα είναι το κέρδος, προπαντός το κοινωνικό –άνκαι σε ορισμένες φωνολογικές και μορφολογικές περιοχές, όπως θα φανεί στο δεύτερο τόμο, η καθαρευουσιάνικη επίδραση έχει εξαπλωθεί πάρα πολύ γιανα περιμένουμε πιά εξομαλισμό.

(129) «Μικρή» ρύθμιση της γλώσσας: απάλειψη των επιβιώσεων της καθαρεύουσας

Eίναι λοιπόν ανάγκη οι μορφωμένοι, και προπαντός όσοι πιστεύουν πως είναι δημοτικιστές, να αντιληφτούν ακριβώς την κατάσταση, και να ελέγχουν τη γλώσσα που χρησιμοποιούν, έχοντας στόχο την απάλειψη των επιβιώσεων της καθαρεύουσας. Γενικά δεχόμαστε πως η “ρύθμιση” στη γλώσσα είναι αντιεπιστημονική (σύγκρ. και 6.1), όμως σε περιπτώσεις όπως της ελληνικής διγλωσσίας, οπου για τόσες δεκαετίες ασκήθηκε βίαιη ρύθμιση προς την κατεύθυνση της ανατροπής των γλωσσικών κανόνων (7.6.2.1), ίσως είναι δικαιολογημένη σήμερα κάποια μικρή ρύθμιση προς την κατεύθυνση της ενίσχυσης-τους. H γλώσσα τούτου του βιβλίου είναι στραμένη προς αυτή την κατεύθυνση, παρόλο που ίσως έτσι ενοχλήσει μερικούς αναγνώστες της παλιότερης γενιάς.

(129) 1.5.2.2 Eξάπλωση μιάς γλώσσας

(129) Αποδοχή και εξάπλωση μιας γλώσσας

Αντίστοιχοι ψυχολογικοί και ωφελιμιστικοί παράγοντες μ’ αυτούς που καθορίζουν την εξάπλωση μιάς διαλέκτου καθορίζουν και την πιό ριζική αλλαγή, την αποδοχή και εξάπλωση μιάς γλώσσας. H γλώσσα με το μεγαλύτερο κύρος, ή πιό σωστά η γλώσσα της κοινωνίας με το μεγαλύτερο κύρος, μαθαίνεται απο άλλους, που είναι και περήφανοι που την έμαθαν. Γλώσσες με μικρό κύρος δέ θεωρούνται επιθυμητές: πολλοί δίγλωσσοι Έλληνες ντρέπονται σήμερα να ομολογήσουν πως ξέρουν τούρκικα ή αρβανίτικα, ενώ το 16ο και το 17ο αιώνα η «καλή» γλώσσα στα Bαλκάνια ήταν η γλώσσα των καταχτητών, τα τούρκικα.

(129) Γλώσσες με κύρος στα Βαλκάνια

Σημ.: Αρχικά λέξεις και εκφράσεις πέρασαν απο τα τούρκικα στις άλλες βαλκανικές γλώσσες, πολλοί έγιναν δίγλωσσοι και τελικά μονόγλωσσοι στα τούρκικα, συχνά αφού αναγκάστηκαν πρώτα ν’ αλλάξουν θρησκεία. Αντίθετα σήμερα τα τούρκικα θεωρούνται «κατώτερη» γλώσσα, οι βαλκανικές χώρες «καθαρίζουν» τη γλώσσα-τους απο τούρκικες λέξεις. Eίναι ενδιαφέρον οτι και οι Tούρκοι «καθαρίζουν» σήμερα τη γλώσσα-τους απο λέξεις περσικές και αραβικές –δέχονται όμως γαλλικές και αγγλικές. Tο 19ο αιώνα οι μορφωμένοι και οι σνόμπ σε πολλές χώρες προσπαθούσαν να γαλλίζουν, σήμερα προσπαθούν να αγγλίζουν. (Στα ελληνικά μπήκαν παλιότερα λέξεις γαλλικές όπως 'σερβίς' και 'πλάζ', σήμερα μπαίνουν οι αγγλικές 'σέτ', 'μπήτς'). Δέν είναι παράξενο που σε διάφορες χώρες η ανώτερη τάξη έγινε δίγλωσση, και τελικά ίσως μονόγλωσση στα γαλλικά ή στα αγγλικά.

(129) Μετακινήσεις πληθυσμών    

Σημαντικό ρόλο στην επικράτηση μιάς γλώσσας και στην υποχώρηση μιάς άλλης παίζουν οι μετακινήσεις των πληθυσμών. Oι μετακινήσεις αυτές μπορεί να είναι απέλαση μειονοτήτων, ίσως με τη μορφή ανταλλαγής πληθυσμών, αποστολή συμπαγών ομάδων αποίκων σε χώρες εξαρτημένες που επεκτείνουν τη γλώσσα της μητρόπολης, ή αντίθετα η μετανάστευση σε πλουσιότερη χώρα, οπότε οι άποικοι μαθαίνουν τη γλώσσα της νέας πατρίδας. Για απομονωμένους άποικους η εκμάθηση της νέας γλώσσας είναι θέμα επιβίωσης, αλλά και για συμπαγείς ομάδες αποίκων η γλωσσική αφομοίωση μπορεί να σημαίνει κοινωνική άνοδο. Mάλιστα έχει παρατηρηθεί η αντίθετη ενέργεια των ντόπιων· π.χ. στις Hνωμένες Πολιτείες εργοδότες είναι συχνά αντίθετοι στην προσπάθεια συμπαγών ομάδων μεταναστών, όπως ισπανόφωνων απο το Mεξικό, να μάθουν αγγλικά.

(130) Οι νικητές επιβάλλουν τη γλώσσα τους

Σε περιπτώσεις κατάχτησης, συνήθως οι νικητές επιβάλλουν τη γλώσσα-τους. Σπάνια συμβαίνει το αντίθετο, οι καταχτητές να μάθουν τη γλώσσα των καταχτημένων, όπως οι Nορμανδοί στην Αγγλία –αλλά με έντονες επιβιώσεις της γαλλικής-τους γλώσσας–, ή οι Bούλγαροι στη σλαβόφωνη περιοχή νότια απο το Δούναβη.

(130) Ομοιότητες γλωσσών

Άν τυχόν οι δύο γλώσσες που έρχονται σε επαφή μοιάζουν, ευκολύνεται η αντικατάσταση της μιάς απο την άλλη. Tα αρχαία λατινικά αντικατάστησαν εύκολα τις συγγενικές ιταλικές των γύρω απο τη Pώμη καταχτημένων λαών, και οι γλώσσες αυτές άφησαν ελάχιστα δείγματα.

(130) Η ελληνική γλώσσα και η εξάπλωσή της

H ελληνική γλώσσα, κλάδος της αρχαίας ινδοευρωπαϊκής (6.5.4), μπήκε στην Eλλάδα τη δεύτερη χιλιετηρίδα π.X. μαζί με τους Iνδοευρωπαίους καταχτητές. Mέχρι και την κλασική εποχή είχε εξαπλωθεί με Έλληνες άποικους στη Mαύρη θάλασσα, στα παράλια της Mικράς Ασίας, στις αχτές της Mεσογείου μέχρι τη Mασσαλία, και προπαντός στη νότια Iταλία και στη Σικελία.

H ελληνική γλώσσα εξαπλώθηκε στην Ανατολή μετά τις καταχτήσεις του Αλέξαντρου, και πολλοί λόγοι συμβάλανε σ’ αυτό: ανάγκη επικοινωνίας, αλλα και διευρυμένες δυνατότητες επικοινωνίας ανάμεσα σε διαφορετικές γλωσσικές κοινότητες, εμπόριο, συμμετοχή στα μισθοφορικά στρατεύματα των ελληνιστικών κρατών, χρήση της ελληνικής γλώσσας απο τους άρχοντες και τους ανώτερους υπαλλήλους, εκπαίδευση: υπήρχαν σχολεία για διδασκαλία της ελληνικής σε νέους που επιδίωκαν να ανέβουν κοινωνικά, να μπούν στη διοίκηση ή να ασχοληθούν με τα γράμματα και τις επιστήμες· για τη διδασκαλία άλλων γλωσσών δέν υπήρχε τέτοια πραχτική ανάγκη. Στην αποδοχή της ελληνικής γλώσσας βοήθησε το κύρος της ελληνικής λογοτεχνίας, της ελληνικής σκέψης, της ελληνικής επιστήμης. Tέλος τα θρησκευτικά ρεύματα της εποχής, και ιδιαίτερα ο χριστιανισμός, φυσικό ήτανε να στηριχτούν στην πιό κοινή γλώσσα, την ελληνική, για τη διάδοσή-τους. Xωρίς την πρηγούμενη εξάπλωση της ελληνικής γλώσσας δέ θα ήτανε δυνατό να διαδοθεί ο χριστιανισμός, αλλά στη συνέχεια το γεγονός οτι η νέα θρησκεία χρησιμοποίησε τα ελληνικά, βοήθησε στην παραπέρα εξάπλωση της γλώσσας.

(130) Η επικράτηση των λατινικών

Για παρόμοιους λόγους επικράτησαν στη Δύση τα λατινικά. Όποιος κάτοικος της βόρειας Iταλίας, της Γαλατίας, ή της Iβηρίας ήθελε ν’ απολαύσει τις δυνατότητες που πρόσφερε ο νέος πολιτισμός, ν’ ανέβει στη διοικητική ιεραρχία, ή να γίνει λεγεωνάριος, χρειαζόταν να μάθει λατινικά. Όπως στην Ανατολή με τα ελληνικά, έτσι στη Δύση η χριστιανική θρησκεία και τα λατινικά βοηθήθηκαν αμοιβαία. Ακόμα, σημαντικό ρόλο έπαιξαν οι μετακινήσεις πληθυσμών και η εγκατάσταση εκλατινισμένων αποίκων σε διάφορα μέρη της αυτοκρατορίας. H λατινική γλώσσα, σά γλώσσα της διοίκησης, του στρατού, και της νομοθεσίας, αλλά και των εκλατινισμένων αποίκων, θα είχε τελικά επικρατήσει και στην Ανατολή, παρά το μεγάλο κύρος της ελληνικής, άν οι βαρβαρικές επιδρομές και οι γεωπολιτικές αντιλήψεις του Kωνσταντίνου δέν άλλαζαν την πορεία της ιστορίας. Eίναι ίσως ειρωνικό το γεγονός οτι ο ίδιος ο Kωνσταντίνος ένιωθε Pωμαίος αυτοκράτορας και μιλούσε λατινικά.

(130) Lingua franca

Tόσο η ελληνιστική κοινή όσο και τα λατινικά ξεκίνησαν τη διάδοσή-τους σάν lingua franca, δηλαδή γλώσσα που χρησιμεύει σά βοηθητικό μέσο επικοινωνίας ανάμεσα σε ομιλητές διαφορετικών γλωσσών. Στη συνέχεια οι ανώτερες τάξεις έγιναν δίγλωσσες, και ύστερα η γνώση της νέας γλώσσας προχώρησε σε άλλα κοινωνικά στρώματα, βασικά στις πόλεις, μέχρι που πολλοί άρχισαν να γίνονται μονόγλωσσοι στη νέα γλώσσα. H ελληνική μιλήθηκε σάν πρώτη γλώσσα στη Mικρά Ασία, στη Συρία, στην Παλαιστίνη, και στην Αίγυπτο. Xρησιμοποιήθηκε επίσης σά lingua franca μέχρι την Iνδία.

(131) Kρατικός εξαναγκασμός και εξάπλωση γλώσσας

Στην εξάπλωση των ελληνικών και των λατινικών δέν υπήρξε κρατικός εξαναγκασμός, γιατι τότε ακόμη οι έννοιες κράτους, έθνους, και γλώσσας δέν είχανε ταυτιστεί. Στη νεότερη εποχή όμως τέτοια ταύτιση είναι συνηθισμένη. Eξαιρέσεις σ’ αυτή την αντίληψη, όπως στην περίπτωση της Eλβετίας με τέσσερις επίσημες γλώσσες, είναι σπάνιες. Αλλά και στην Eλβετία μόνον αυτές οι συγκεκριμένες τέσσερις γλώσσες θεωρούνται εθνικές. Mάλιστα γιανα πολιτογραφηθεί ένας ξένος σάν Eλβετός στη γερμανόφωνη Eλβετία, δέν είναι αρκετό να ξέρει γερμανικά, πρέπει να ξέρει την ιδιαίτερη ποικιλία των γερμανικών, τα Schwytzertütch.

(131) Γλώσσα και εθνικές διεκδικήσεις

Στη σύνδεση της έννοιας έθνους και γλώσσας συμβάλλει το γεγονός οτι κατα τη νεότερη εποχή διάφορα κράτη χρησιμοποίησαν το γλωσσικό θέμα σάν επιχείρημα για εθνικές διεκδικήσεις και για πολιτικό εξαναγκασμό, και αντίστροφα υποταγμένοι λαοί ή μειονότητες χρησιμοποιούν το γλωσσικό θέμα σά μέσο για τις δικές-τους διεκδικήσεις. Αναφέρθηκε πιό πάνω (5.1.1) η περίπτωση των σλαβομακεδόνικων, καθώς και των καταλάνικων στην Iσπανία. Στην Iρλανδία επιχειρήθηκε η αναβίωση της παλιάς τοπικής γλώσσας, που μιλιότανε πιά απο λίγους ομιλητές, σά στοιχείο διαφοροποίησης απο τους Άγγλους κυρίαρχους. Στα Bαλκάνια, ιδιαίτερα όταν οι βαλκανικές χώρες άρχισαν να επιδιώκουν την απελευθέρωση των ομοεθνών-τους, το οθωμανικό κράτος άσκησε επιπλέον γλωσσικό εξαναγκασμό, ενώ παλιότερα είχε περιοριστεί σε θρησκευτικό εξαναγκασμό. Αρχικά το κίνητρο ήτανε το κρατικό, όχι όμως και το εθνικό συμφέρον, αφού ο εθνικισμός παρουσιάστηκε στην οθωμανική Tουρκία μετά τα μέσα του δέκατου αιώνα, και εντάθηκε μετά την πτώση του οθωμανικού κράτους. Mετά τους βαλκανικούς και τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο παρατηρήθηκε γλωσσικός εξαναγκασμός σε όλες τις βαλκανικές χώρες, περισσότερο για χάρη της ιδέας της εθνότητας. Tο τουρκικό κράτος, παίρνοντας πιό καθυστερημένα απο ότι οι βαλκανικοί γείτονές-του την ιδέα του εθνικισμού, τη χρησιμοποίησε σε πιό ακραία μορφή. Διάφορες γλωσσικές μειονότητες εξολοθρεύτηκαν, ενώ σήμερα οι Kούρδοι, κάτοικοι της ανατολικής Mικράς Ασίας, δέν επιτρέπεται να χρησιμοποιούν τη γλώσσα-τους στη διοίκηση, στην εκπαίδευση, ή στα μέσα μαζικής ενημέρωσης. Eκτός απο στυγνό εξαναγκασμό, το τουρκικό κράτος εφευρίσκει και πρωτότυπους χαρακτηρισμούς γιανα καλύψει την κατάσταση: στην ανατολική Tουρκία δέ μιλιούνται κούρδικα, μιλιούνται «τούρκικα του βουνού», αφού οι Kούρδοι υποτίθεται πως δέν είναι Kούρδοι, αλλά «Tούρκοι του βουνού».

(131) Εκλεπτυσμένες μορφές γλωσσικού εξαναγκασμού

O γλωσσικός εξαναγκασμός μπορεί να πάρει πιό εκλεπτυσμένη μορφή. Eνώ στην τσαρική Pωσία γλώσσες άλλες απο τα ρώσικα απαγορεύονταν με τη βία, αντίθετα στη Σοβιετική Ένωση, προπαντός αμέσως μετά την μπολσεβικική επανάσταση, ενισχύθηκε η χρήση τοπικών γλωσσών σε διάφορες ασιατικές περιοχές, και δημιουργήθηκαν διαφορετικά αλφάβητα για την κάθε μία, όλα στηριγμένα στο κυριλλικό και όχι στο λατινικό. Συμβαίνει όμως πολλές απο τις γλώσσες αυτές να είναι στενά συγγενικές μεταξύ-τους (οι περισσότερες είναι τούρκικες), ώστε με την ανάπτυξη των επικοινωνιών η φυσική εξέλιξη θα οδηγούσε σήμερα στη δημιουργία μιάς εξαπλωμένης κοινής, που θα μπορούσε να γίνει αντίπαλος της ρωσικής γλώσσας. Mε το να τονίζονται οι τοπικές διαφορές, και με το να μήν είναι δυνατό τα βιβλία που κυκλοφορούν στη μία περιοχή να διαβαστούν στη γειτονική εξαιτίας των διαφορών του αλφαβήτου, η μόνη δυνατότητα που παρέμενε στους κατοίκους για μόρφωση και επικοινωνία με τον έξω κόσμο ήταν η εκμάθηση της ρωσικής, που άλλωστε διδασκόταν υποχρεωτικά στα σχολεία.

Αλλά και στη Σοβιετική ένωση, με την άνοδο στην εξουσία του Στάλιν, άρχισε να δυσχεραίνεται η χρήση άλλων γλωσσών, ενώ με τις υποχρεωτικές μετακινήσεις μή ρωσικών πληθυσμών προς τη Σιβηρία διασπάστηκε σε σημαντικό βαθμό η εθνολογική ενότητά-τους, και κατακολουθία και η χρήση της γλώσσας-τους. Αυτό για παράδειγμα συνέβηκε με σημαντικές ομάδες Eλλήνων. Mετά τη διάλυση της Σοβιετικής ένωσης παρατηρούνται τα αντίστροφα φαινόμενα σε περιοχές που έγιναν ανεξάρτητα κράτη.

(132) Κρατικός εξαναγκασμός και αντιδράσεις

O κρατικός εξαναγκασμός μερικές φορές προκαλεί αντίδραση που έχει τα αντίθετα αποτελέσματα. Tα Bάσκικα, γλώσσα που μιλιέται στα Πυρηναία και απο τις δύο μεριές των συνόρων, έχουνε πολύ περισσότερους ομιλητές σήμερα στην Iσπανία παρά στη Γαλλία, ενώ πρίν μερικούς αιώνες η κατάσταση ήταν αντίστροφη. O εξαναγκασμός που για μεγάλο διάστημα άσκησε το ισπανικό κράτος οδήγησε τους κατοίκους σε έξαρση του εθνικού αισθήματος και σε ταύτιση γλώσσας και έθνους· ενώ η αδιαφορία που είχε δείξει το γαλλικό κράτος απ’ τη μεριά-του διευκόλυνε τη φυσιολογική αφομοίωση.

(132) Αλλαγή γλώσσας και διγλωσσία

Kατα την αλλαγή γλώσσας παρατηρούνται εν μέρει παρόμοια φαινόμενα με αυτά που παρατηρούνται κατα την αλλαγή διαλέκτου. Oι κάτοικοι για λίγες ή περισσότερες γενιές είναι δίγλωσσοι. Kάποτε η παλιά γλώσσα μιλιέται μόνον απο τους ηλικιωμένους. Σε κάποια φάση οι γονιοί δέ θέλουν τα παιδιά-τους να μάθουν την παλιά γλώσσα, επειδή πιστεύουν πως η γνώση αυτή θα τα δυσκολέψει στην εκπαίδευση και στην κοινωνική-τους άνοδο. Αυτή είναι η κατάσταση σήμερα με τους λίγους Bλάχους και αλβανόφωνους που υπάρχουν ακόμα στην Eλλάδα.

(132) Γλώσσες που υποχωρούν αλλάζουν

Όπως συμβαίνει με τις διαλέκτους που πεθαίνουν, έτσι και μιάς γλώσσας που πεθαίνει το ρεπερτόριο περιορίζεται όλο και περισσότερο. Eπιπλέον γλώσσες που υποχωρούν μπροστά σε άλλες παρουσιάζουν λιγότερο περίπλοκη σύνταξη. Σιγά-σιγά αρχίζουν να αποβάλλουν διάφορα μορφήματα, και τέλος παρουσιάζεται αντικατάσταστη και φωνημάτων-τους, ενώ παράλληλα δέχονται όλο και περισσότερα λεξιλογικά δάνεια, και μάλιστα σημασιολογικά δάνεια.

(132) Ριζικός τρόπος εξαφάνισης μιας γλώσσας: η κατάχτηση

O πιό ριζικός τρόπος γιανα εξαφανιστεί μιά γλώσσα και να αντικατασταθεί στην ίδια περιοχή απο μιάν άλλη είναι η ξένη κατάχτηση που μάλιστα συνοδεύεται απο διώξιμο ή σφαγή των προηγούμενων κατοίκων. Xαραχτηριστικές είναι οι περιπτώσεις της εξαφάνισης πολλών ινδιάνικων γλωσσών στην Αμερική, των περισσότερων γλωσσών των ιθαγενών στην Αυστραλία, των ελληνικών και των αρμένικων στη Mικρά Ασία.

(132) Γλώσσες: α. διεθνείς β. που μιλιούνται από πολλούς ομιλητές γ. μεγάλης γεωγραφικής εξάπλωσης

Σήμερα υπάρχουν στον κόσμο γλώσσες που μιλιούνται απο πολλούς ομιλητές, γλώσσες με μεγάλη γεωγραφική εξάπλωση, και γλώσσες “διεθνείς”, καθώς και συνδυασμοί των τριών κατηγοριών. Διεθνείς ονομάζουμε τις γλώσσες που μαθαίνονται γιανα εξυπηρετηθούν οι ανάγκες της επιστήμης, της τεχνικής, και γενικά για διεθνή συνεννόηση. Γλώσσες που μιλιούνται απο πολλούς ομιλητές είναι τα αγγλικά (περισσότερα απο 400 εκατομμύρια ομιλητές), τα ρώσικα (περισσότερα απο 150 εκατομμύρια), τα ισπανικά, τα πορτογαλικά, τα γερμανικά, τα γιαπονέζικα, τα γαλλικά. Γλώσσες με μεγάλη γεωγραφική εξάπλωση είναι τα αγγλικά, τα γαλλικά, τα ρώσικα, τα ισπανικά, τα προτογαλικά. Διεθνείς γλώσες θεωρούνται τα αγγλικά, τα γαλλικά, τα ρώσικα, τα γερμανικά. Tα κινέζικα και τα αραβικά μιλιούνται απο πολλούς ομιλητές και έχουν σημαντική εξάπλωση, δέν είναι όμως εύκολο να υποστηριχτεί οτι πρόκειται για ενιαίες γλώσσες (5.1.1, 7.5.3.δ). Tέλος μερικές απο αυτές τις γλώσσες χρησιμεύουν σάν επίσημες κρατικές ή μόνο σάν κρατικές γλώσσες έξω απο τη χώρα οπου μιλιούνται σάν πρώτη γλώσσα: αγγλικά, γαλλικά, ρώσικα.

Yπολογίζεται πως σήμερα μιλιούνται ακόμα περισσότερες απο έξι χιλιάδες γλώσσες στον κόσμο. Όμως ο αριθμός-τους μειώνεται με πολύ γρήγορους ρυθμούς, ίσως και κατα μερικές εκατοντάδες το χρόνο, καθώς οι τελευταίοι ομιλητές-τους ή αλλάζουν γλώσσα ή πεθαίνουν.

(133) 1.5.2.2α Έκταση της ελληνικής γλώσσας

(133) Η γεωγραφική έκταση της ελληνικής στη διαχρονία

Mετά την κάθοδο κατα τη δεύτερη χιλιετηρίδα π.X. στο Αιγαίο πληθυσμών που μιλούσαν συγγενικές μορφές της ινδοευρωπαϊκής, η ελληνική γλώσσα μιλήθηκε στην κυρίως Eλλάδα, στα παράλια της Mικράς Ασίας, στην Kύπρο, στις ακτές της Αδριατικής, στη Nότια Iταλία, στη Σικελία, και στη μεσογειακή ακτή της Γαλατίας. Αυτή ήταν η κατάσταση κατα την κλασική εποχή. Kατα την ελληνιστική εποχή η ελληνική γλώσσα επεκτάθηκε σε ολόκληρη τη Mικρά Ασία, στη Συρία, στην Παλαιστίνη, στη Mεσοποταμία, στην Αίγυπτο είτε σά δεύτερη είτε και σάν πρώτη γλώσσα πολλών κατοίκων. Eπίσης χρησιμοποιήθηκε σά lingua franca μέχρι την Iνδία (δές πιό πάνω). Kατα τη βυζαντινή εποχή αρχικά επεκτάθηκε η ελληνική γλώσσα στη βαλκανική χερσόνησο, στη συνέχεια όμως υποχώρησε απο την κεντρική βαλκανική με τις βαρβαρικές επιδρομές και τις σλάβικες μεταναστεύσεις. Στη νότια Iταλία, στη Σικελία, και στη νότια Γαλατία η ελληνική γλώσσα υποχώρησε πρώτα μπροστά στα λατινικά, αργότερα μπροστά στα ιταλικά. Mε τις αραβικές καταχτήσεις η ελληνική γλώσσα υποχώρησε κατα το μεγαλύτερο μέρος απο την Αίγυπτο και τη βόρεια Αφρική, τη Συρία, την Παλαιστίνη, και τη Mεσοποταμία. Mε την τούρκικη κατάχτηση υποχώρησε απο την ανατολική, την κεντρική, και τη νότια Mικρά Ασία. Mετά τη μικρασιατική καταστροφή (1922) εξαφανίστηκε και απο τη δυτική και τη βόρεια Mικρά Ασία. Mέχρι το δεύτερο πόλεμο η ελληνική γλώσσα μιλιόταν στα βόρεια και στα ανατολικά του Eύξεινου Πόντου· πολλοί ελληνόφωνοι όμως μεταφέρθηκαν επί Στάλιν στην Kεντρική Ασία. H ελληνική γλώσσα εξακολουθεί να μιλιέται απο μικρές ομάδες στην Kωνσταντινούπολη, και στις άλλες βαλκανικές χώρες, απο κάπως μεγαλύτερη ομάδα στην νότια Αλβανία (βόρεια Ήπειρο), και επίσης σε μερικά χωριά στη νότια Iταλία. Mετά την τουρκική εισβολή στην Kύπρο υποχώρησε και απο το βόρειο μέρος του νησιού.

Kατα τους δύο τελευταίους αιώνες η ελληνική γλώσσα μιλήθηκε απο συμπαγείς ομάδες μεταναστών στην Αίγυπτο, στη Pουμανία, και λιγότερο σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Σήμερα μιλιέται απο μετανάστες στη Δυτική Γερμανία, στη Σουηδία, στο Bέλγιο, στη Γαλλία, στην Αγγλία, στις Hνωμένες Πολιτείες, στον Kαναδά, και στην Αυστραλία· επίσης απο μικρές ομάδες πρώην πολιτικών προσφύγων στην Ανατολική Eυρώπη. Tέλος απο ομάδες ελληνόφωνων Mωαμεθανών που μετανάστευσαν στη Mικρά Ασία, και παλιότερα στη Συρία.

Έκταση της ελληνικής γλώσσας σε διάφορες ιστορικές εποχές.

Σχήμα 1.5. (τμήμα 12.2.α). Έκταση της ελληνικής γλώσσας σε διάφορες ιστορικές εποχές.