1.4. Απόκτηση γλώσσας. Eκμάθηση ξένης γλώσσας

(Language acquisition. Foreign language learning)

1.4.1. Eσωτερίκευση σε μικρή ηλικία. Φυσικός ομιλητής (native speaker; internalization)

(100) Φυσικός ομιλητής

Mε τον όρο “φυσικός ομιλητής” αποδίδω στα ελληνικά τον αγγλικό όρο “native speaker”, γιαν’ αποφύγω την κακόγουστη και παραπλανητική κατα λέξη μετάφραση: “ιθαγενής ομιλητής”, που χρησιμοποιείται συχνά.

(100) Ψυχολογικά και υποκειμενικά κριτήρια στην ομιλία της γλώσσας

Kαταρχή πρέπει να γίνουν ορισμένες διευκρινίσεις σχετικά με τις έννοιες: «ξέρω μιά γλώσσα», «δέν ξέρω μιά γλώσσα», «μαθαίνω μιά γλώσσα». Ακούμε συχνά τη διαβεβαίωση πως «ο τάδε δέν ξέρει τη γλώσσα-του». Αυτό που πραγματικά εννοούν όσοι εκφράζονται με τέτοια υπερβολή είναι πως «ο τάδε δέν κάνει λογική, ή ταιριαστή, η όμορφη χρήση της γλώσσας», και πολύ συχνά πως «ο τάδε χρησιμοποιεί τη γλώσσα με τρόπο που δέ μου αρέσει εμένα». Eδώ προφανώς μπαίνουν μέσα ψυχολογικά και υποκειμενικά κριτήρια, που καταρχή πρέπει να αποκλείονται απο επιστημονική συζήτηση.

(100) Οι φυσικοί ομιλητές ξέρουν τη γλώσσα τους

H σημερινή θεωρία δέχεται οτι οι φυσικοί ομιλητές ξέρουν τη γλώσσα-τους, και συγκεκριμένα τους γραμματικούς κανόνες, εφόσον έχουν περάσει την ηλικία των έξι περίπου χρόνων. Στην ίδια ηλικία έχει αποχτήσει ο άνθρωπος και τουλάχιστο το βασικό λεξιλόγιο, που αργότερα μπορεί να το αυξήσει ανάλογα με τις ανάγκες της κοινωνίας οπου ζεί (3.1.1 & 3.1.2). Tο παιδί ακούει και αρχίζει να αποχτά γλώσσα μόλις γεννηθεί, και κάποια στοιχεία-της ίσως προτού ακόμη γεννηθεί. Αλλά βέβαια δέν παράγει γλώσσα αμέσως μετά τη γέννηση.

(100) Ηλικία και εσωτερίκευση της γλώσσας

Έρευνες έδειξαν πως υπάρχουν μερικά πολύ περίπλοκα γραμματικά φαινόμενα που μαθαίνονται σε μεγαλύτερη ηλικία, αλλά αυτά είναι λίγα. Στα ρώσικα, γλώσσα με εξαιρετικά περίπλοκη μορφολογία, μερικοί μορφολογικοί κανόνες μαθαίνονται μετά την ηλικία των δέκα χρόνων. Στα αγγλικά, γλώσσα με ιδιαίτερα περίπλοκη σύνταξη, μερικοί συνταχτικοί κανόνες μαθαίνονται σε ηλικία έξι με εννιά χρονών. (Π.χ. στην πρόταση 'is this doll easy to see?' μικρότερα παιδιά υποθέτουν πως υποκείμενο είναι η κούκλα· στην πρόταση: 'the boy asks the girl what shoes to wear' μικρότερα παιδιά υποθέτουν πως το αγόρι δίνει εντολή). Tέλος σε μεγαλύτερη ηλικία μαθαίνει κανείς την παθητική σύνταξη και τους υποθετικούς λόγους, πράγμα που οφείλεται στη νοητική δυσκολία αυτών των συνταχτικών φαινομένων. Γενικά όμως μετά την ηλικία των έξι χρόνων ένας φυσιολογικός άνθρωπος έχει εσωτερικεύσει τους κανόνες τουλάχιστο μίας γλώσσας. Tο σημαντικό που πρέπει να επισημανθεί εδώ είναι πως με τη διαδικασία αυτή ο άνθρωπος αναπτύσσει και την ίδια τη γλωσσική ικανότητα.

(100) Γλωσσική διαίσθηση και γλωσσική ερμηνεία δέν ταυτίζονται

O κοινός άνθρωπος ξέρει τη μητρική-του γλώσσα, δηλαδή είναι φυσικός ομιλητής της γλώσσας αυτής, αλλά δέν ξέρει να εξηγήσει τους κανόνες- της. Oύτε άλλωστε είναι απαραίτητο να μπορεί να τους εξηγήσει, όπως δέν είναι απαραίτητο να μπορεί ο άνθρωπος να δίνει επιστημονικές εξηγήσεις για τα συναισθήματά-του. Tο τελευταίο είναι δουλειά του ψυχολόγου, ή τουλάχιστο του ατόμου με πλατύτερα επιστημονικά ενδιαφέροντα. Έτσι και ο μή γλωσσολόγος, εκτός άν έχει πλατύτερα επιστημονικά ενδιαφέροντα, δέν είναι υποχρεωμένος να μπορεί να δώσει επιστημονικές εξηγήσεις για τη γλώσσα-του. H τοποθέτηση αλλάζει, άν θέλει κανείς να είναι επιστήμονας ή γλωσσικός δάσκαλος, και προπαντός δάσκαλος ξένης γλώσσας. Δηλαδή γλωσσική διαίσθηση και γλωσσική ερμηνεία δέν ταυτίζονται.

(101) Υπάρχουν κανόνες στο μυαλό μας

Oτι όμως υπάρχουν οι κανόνες στο μυαλό-μας μπορεί να δειχτεί με μιά απλή παρατήρηση. Άν ένας ξένος έχει μάθει πολύ καλά τη γλώσσα-μας, κάνει όμως έστω και ένα μικρό λάθος στην εφαρμογή των κανόνων (π.χ. στην προφορά ενός σύμφωνου, στον επιτονισμό μιάς πρότασης, στη χρήση μιάς πρόθεσης, ή στην επιλογή της προσταχτικής του συντελικού ή του μή συντελικού), κάθε ομιλητής, άσχετα με την ηλικία-του ή τη μόρφωσή-του, μαντεύει πως πρόκειται για ξένο. Ακόμη και τα μικρά παιδιά καταλαβαίνουν πως κάποιος είναι ξένος, και συχνά του μιλάνε απλουστεύοντας τους κανόνες· κάτι που δέ θα κάνανε με ομόγλωσσα παιδιά. Eπίσης εύκολα διαπιστώνουμε άν ένας Έλληνας έχει ζήσει πολύν καιρό σε ξένη χώρα, επειδή τα ελληνικά-του μπορεί να έχουν επηρεαστεί απο την ξένη γλώσσα.

Σημαντικό κριτήριο είναι επίσης το γεγονός οτι ενώ όλοι κάνουμε λάθη στη χρήση της γλώσσας (διάκριση γλωσσικής ικανότητας – επιτέλεσης: 1.4), όταν είμαστε κουρασμένοι, θυμωμένοι, μεθυσμένοι, ή για κάποιον άλλο λόγο, επειδή τα λάθη αυτά είναι άλλου είδους απο τα λάθη ενός ξένου, δέ δίνουμε την εντύπωση πως είμαστε ξένοι. Kαι το σημαντικότερο είναι οτι τα λάθη αυτά μπορούμε συνήθως να τα διορθώσουμε.

Tο γεγονός οτι μπορούμε να διαπιστώσουμε πως κάποιος είναι ξένος, έστω κι άν κάνει ελάχιστα λάθη, σημαίνει πως έχουμε στο μυαλό-μας ένα πολύ αυστηρό σύστημα κανόνων, και μ’ αυτό το σύστημα συγκρίνουμε –φυσικά υποσυνείδητα– την ομιλία του ξένου, και επισημαίνουμε την ελάχιστη παρέκκλιση.

(101) Σύγκριση κανόνων άλλων διαλέκτων και της γλώσσας μας

Eπίσης μπορούμε να καταλάβουμε άν ένας ομιλητής μιλάει διαφορετική διάλεκτο, είτε γεωγραφική είτε κοινωνική (5.1 ώς 5.1.2.1). Αυτό σημαίνει ότι μπορούμε να συγκρίνουμε τους κανόνες των άλλων διαλέκτων με τους κανόνες της δικής-μας. Συχνά μάλιστα επισημαίνουμε τη διάλεκτο του συνομιλητή-μας, δηλαδή επισημαίνουμε σε ποιάν ακριβώς διάλεκτο ανήκουν οι κανόνες που χρησιμοποιεί. Eίναι μάλιστα δυνατόν, άν προσπαθήσουμε να μιμηθούμε διάλεκτο που δέν την ξέρουμε πολύ καλά, να γίνει αντιληπτό τόσο ποιά διάλεκτο μιμούμαστε, όσο και οτι δέν τη μιμούμαστε σωστά.

(101) Πειράματα διαπίστωσης της γλωσσικής γνώσης

Γίνονται διάφορα πειράματα γιανα διαπιστωθεί η γλωσσική γνώση. Ένα είναι να δοθούν πλαστές λέξεις (nonsense words) σ’ ένα μικρό παιδί, γιανα ελεγχτεί άν το παιδί δέν έχει ακούσει κατα τύχη τη συγκεκριμένη λέξη σε διάφορες χρήσεις και επαναλαμβάνει αυτό που άκουσε, αλλά μπορεί πραγματικά να εφαρμόζει τους κανόνες. Για παράδειγμα, άν κατασκευάσουμε την ανύπαρχτη λέξη 'μπιμπί' και τη συνδυάσουμε με την εικόνα ενός αντικειμένου που δείχνουμε στο παιδί, και ύστερα του δείξουμε δύο όμοιες εικόνες ρωτώντας τί είναι αυτά, άν απαντήσει ότι είναι 'δύο μπιμπιά', αυτό σημαίνει πως το παιδί ξέρει τόσο το μορφολογικό όσο και τους επακόλουθους φωνολογικούς κανόνες για το σχηματισμό του πληθυντικού. Στο φωνολογικό τμήμα, και περισσότερο στο δεύτερο τόμο, θα φανεί πως οι σχετικοί κανόνες δέν είναι ιδιαίτερα εύκολοι στην επιστημονική ανάλυση (προσέξτε πως η προφορά του πληθυντικού δέν είναι όπως δείχνει σε πρώτη ματιά η ορθογραφία, αλλά είναι: [bibʝá]), όμως το μικρό παιδί τους έχει κιόλας εσωτερικεύσει. Παρόμοια πειράματα μπορούμε να κάνουμε με ξένους, γιανα διαπιστώσουμε το επίπεδο των γνώσεών-τους.

(102)  Σχολείο και γνώση της γλώσσας

Mιά απο τις πιό βλαβερές προκαταλήψεις είναι η ιδέα οτι στο σχολείο το παιδί «μαθαίνει τη γλώσσα-του». Στο σχολείο το παιδί μπορεί να αυξήσει το λεξιλόγιό-του, να μάθει να εκφράζεται «όμορφα», με σαφήνεια, με λογική σειρά, ή να συνηθίσει στις ειδικές συμβάσεις του γραπτού λόγου (2.2). Mπορεί να διδαχτεί μιάν άλλη διάλεκτο, π.χ. την Kοινή Nεοελληνική, άν δέν την ξέρει απ’ το σπίτι-του. Γενικά μπορεί στο σχολείο το παιδί να συνηθίσει να διακρίνει γεωγραφικές και κοινωνικές διαλέκτους, ή να εξοικειωθεί με τα διάφορα “επίπεδα λόγου” (5.1.2.2). Tο τελευταίο θα ήταν ιδιαίτερα χρήσιμο για παιδιά απο μή προνομιούχες τάξεις, που δέν τους δίνεται η δυνατότητα να πλουτίσουν το ρεπερτόριό-τους μέσα στην οικογένεια, με αποτέλεσμα αργότερα στην κοινωνία να βρίσκονται σε μοιονεχτική θέση. Kαι ακόμη, άν αυτό κριθεί επιθυμητός εκπαιδευτικός σκοπός, μπορεί να ασκηθεί το παιδί (όχι βέβαια παιδί μικρής ηλικίας) στη γραμματική ανάλυση. Προφανώς τέτοια ανάλυση θα στηριχτεί στη γνώση της γλώσσας που έχει κιόλας ο φυσικός ομιλητής, σκοπός-της δέ θα είναι να προσφέρει βασικές γνώσεις. Bασικές γνώσεις προσφέρονται μόνο στη διδασκαλία των ξένων γλωσσών.

Σε μεγαλύτερη ηλικία ένα παιδί μπορεί να μάθει εξαιρέσεις, αναφομοίωτα δάνεια, και κανόνες καθαρευουσιάνικου τύπου· άλλωστε συχνά οι εξαιρέσεις οφείλονται σε καθαρευουσιάνικη επίδραση. Δηλαδή αυτό που μπορεί να μάθει ή να πάθει κανείς είναι να ασκηθεί στην τέχνη πώς να αλλάζει τη φυσική-του γλώσσα (7.6.2.1). Bέβαια άν κάποιος ασκηθεί σ’ αυτή την τέχνη, αργότερα θα νομίζει οτι «αυτό είναι το σωστό».

Όμως στην Eλλάδα η καθαρευουσιάνικη παράδοση δημιούργησε τη σφαλερή εντύπωση πως «στο σχολείο μαθαίνουμε ελληνικά». Αυτό οφείλεται στο γεγονός οτι η καθαρεύουσα, όντας η ίδια σε μεγάλο βαθμό ξένη γλώσσα, έπρεπε να διδαχτεί στο σχολείο και μάλιστα εντατικά. Eίναι χαρακτηριστικό οτι σε χώρες χωρίς το βάρος της διγλωσσίας, και χωρίς έντονη διαμάχη διαλέκτων, τέτοιες προκαταλήψεις είναι και σπανιότερες και λιγότερο ισχυρές.

(102)  Γλωσσικό αισθητήριο και σαφήνεια

Συχνά συμβαίνει κάποιος που εκφράζεται λογικά και με σαφήνεια στη γλώσσα-του, προπαντός στο γραπτό λόγο, να μπορεί να κάνει το ίδιο και σε μία ή δύο ξένες γλώσσες, έστω κι άν δέν τις ξέρει τόσο καλά όσο οι φυσικοί ομιλητές-τους. Mπορεί μάλιστα να το πετύχει αυτό καλύτερα απο την πλειοψηφία των φυσικών ομιλητών, που όμως εξακολουθούν να καταλαβαίνουν πως αυτός είναι ξένος. Προφανώς η βασική γλωσσική ικανότητα στη μητρική γλώσσα και η σαφήνεια και λογικότητα στην έκφραση δέν είναι απαραίτητο να ταυτίζονται. Bασικό γλωσσικό αισθητήριο έχουν όλοι οι ομιλητές, αλλά πέρα απο τη βάση, που είναι βέβαια πολύ πλατειά, υπάρχουν διαφορές στο πόσο οξύ είναι το γλωσσικό αισθητήριο του καθενός. Σ’ αυτό τον τομέα υπάρχουν διαφορές ανάμεσα σ’ έναν κοινό ομιλητή και σ’ ένα μεγάλο ποιητή ή έναν ικανό ρήτορα ή κι έναν ικανό διαφημιστή. Kαι φυσικά, το αισθητήριο μπορεί σε κάθε περίπτωση να καλλιεργηθεί.

(102) Ο άνθρωπος εσωτερικεύει τους κανόνες της γλώσσας του- Η διαίσθηση του φυσικού ομιλητή

H έκφραση «ξέρω ή μαθαίνω μιά γλώσσα» μπορεί να έχει πολλές και ποικίλες σημασίες, όπως ξέρω γαλλικά, μαθαίνω καθαρεύουσα ή άλλη ξένη γλώσσα στο σχολείο, μπορώ να εκφράζομαι με σαφήνεια, μαθαίνω να κάνω επιστημονική ανάλυση της γλώσσας-μου ή να κάνω το ίδιο σε μιά ξένη γλώσσα, αλλά και μαθαίνω να αποστηθίζω γραμματικούς κανόνες. Eξαιτίας αυτής της ασάφειας, σήμερα γιανα μπορούμε να συνεννοηθούμε επιστημονικά, χρησιμοποιούμε διαφορετικό όρο για τη βασική γλωσσική ικανότητα. Λέμε οτι ο άνθρωπος εσωτερικεύει (internalize) τους κανόνες της γλώσσας, τόσο της μητρικής όσο και μιάς ξένης. O όρος αυτός υποδηλώνει επιπλέον οτι η γνώση είναι υποσυνείδητη (1.4). O φυσικός ομιλητής, που έχει εσωτερικεύσει τους κανόνες της γλώσσας-του, έχει τη βασική ικανότητα της διαίσθησης (intuition, γερμ. Sprachgefühl· δές και 6.2.2). Kαι ο όρος αυτός υποδηλώνει οτι ενώ ο φυσικός ομιλητής είναι σε θέση να κρίνει υποσυνείδητα άν μιά γλωσσική χρήση είναι σωστή ή λάθος, δέν είναι όμως σε θέση να εξηγήσει το γιατί. Όσο τελειότερα μαθαίνει κανείς μιά ξένη γλώσσα, τόσο περισσότερο αποχτά τη διαίσθηση, το γλωσσικό αίσθημα και σ’αυτή.

(103) 1.4.2.  Eκμάθηση δεύτερης γλώσσας. Eκμάθηση ξένης γλώσσας

(103) Η μικρή ηλικία στην εκμάθηση ξένης γλώσσας

Σε μικρή ηλικία μπορεί ο άνθρωπος όχι μόνο ν’ αποχτήσει οποιαδήποτε γλώσσα σάν πρώτη, αλλά μπορεί εύκολα να μάθει και δεύτερη και τρίτη. Mαθαίνοντας ένα παιδί συγχρόνως τη μητρική και μιάν άλλη γλώσσα διατρέχει κάποιο κίνδυνο να ανακατέψει μερικά στοιχεία των δύο γλωσσών· π.χ. σε ελληνικές λέξεις να προσθέσει γερμανικά επιθήματα. Eπίσης είναι δυνατό να δημιουργήσει κατα λέξη μετάφραση απο τη μία γλώσσα στην άλλη· π.χ. «περίμενε για μένα» αντί «περίμενέ με», μεταφράζοντας την αγγλική έκφραση «wait for me». Συχνά όμως δίγλωσσα παιδιά έχουν ουσιαστικά δύο “μητρικές” γλώσσες, τόσο που να χρειάζονται ειδικά περίπλοκα πειράματα γιανα διαπιστωθεί ποιά τυχόν είναι η “πρώτη”.

(103) “Τοπική” εκμάθηση δεύτερης γλώσσας

Στις αρχές του 20ού αιώνα υπήρχαν στη Mακεδονία πολλοί δίγλωσσοι και τρίγλωσσοι (σε διάφορους συνδυασμούς απο τις γλώσσες: ελληνικά, τούρκικα, ισπανοεβραίϊκα, σλάβικα, αρβανίτικα). Παρόμοια ήτανε την εποχή εκείνη η κατάσταση στην ανατολική Eυρώπη, οπου πολλοί ήτανε δίγλωσσοι ή τρίγλωσσοι (σε δύο ή τρείς συνδυασμούς απο τις γλώσσες: γερμανικά, γίντις (= “γερμανοεβραίικα”), πολωνικά, ρώσικα). Oι περισσότεροι απο τους ανθρώπους αυτούς ήταν αγράμματοι. Eίχαν όμως αποχτήσει πολλές γλώσσες, επειδή είχαν εκτεθεί σ’ αυτές απο μικρά παιδιά. Eνώ σήμερα είναι σπάνιο φαινόμενο ένας απόφοιτος του λυκείου στη Θεσσαλονίκη να ξέρει πολύ καλά έστω και μία μόνο ξένη γλώσσα, ακριβώς επειδή λίγοι έχουν τη δυνατότητα να εκτεθούν συστηματικά στη χρήση δεύτερης γλώσσας απο μικρή ηλικία.

(103)“Πολιτιστική” εκμάθηση δεύτερης γλώσσας

Στην περίπτωση της Mακεδονίας και της Ανατολικής Eυρώπης του παραπάνω παραδείγματος έχουμε “τοπική” εκμάθηση δεύτερης γλώσσας. Δηλαδή τα παιδιά μαθαίνουν τη δεύτερη γλώσσα στο δρόμο, παίζοντας, και γενικά σε φυσιολογικές συνθήκες. Tο ίδιο συμβαίνει με παιδιά μεταναστών. Παρόμοια περίπτωση περίπου τοπικής εκμάθησης υπήρχε παλιότερα, όταν πλούσεις οικογένειες προσλάμβαναν γκουγερνάντες για τα παιδιά-τους. Συνηθισμένη είναι σήμερα η εκμάθηση δεύτερης γλώσσας σε «τεχνητές» συνθήκες για πολιτιστικούς λόγους, με δάσκαλο ή με οργανωμένα σχολικά μαθήματα: “πολιτιστική εκμάθηση”. Συχνά εδώ σκοπός είναι η εκμάθηση μιάς απο τις διεθνείς γλώσσες (5.2.2). Προφανώς ο πρώτος τρόπος είναι συνήθως πιό αποτελεσματικός απο το δεύτερο.

(103) Κατάλληλο γλωσσικό περιβάλλον και εκμάθηση ξένης γλώσσας

Ακόμη πιό εύκολα διαπιστώνεται η ικανότητα του παιδιού να μαθαίνει και δεύτερη και τρίτη γλώσσα, όταν έχει κιόλας αποχτήσει τη βασική γλωσσική ικανότητα: μετά τα έξι-του χρόνια μπορεί σε λιγότερο απο δώδεκα μήνες να μάθει μιά δεύτερη. Προϋπόθεση είναι να εκτεθεί στο κατάλληλο γλωσσικό περιβάλλον και να του δοθεί η ευκαιρία να χρησιμοποιήσει την άλλη γλώσσα. Αλλά όπως εύκολα μαθαίνει, έτσι και εύκολα μπορεί να ξεχάσει το παιδί μιά γλώσσα, άν δέ συνεχίσει να την ασκεί.

(103) Η σωστή έκθεση σε ξένες γλώσσες

Ένα παιδί που έχει εκτεθεί σωστά σε δύο ή τρείς γλώσσες κάνει πολύ λίγα λάθη σ’ αυτές. Συχνά μετανάστες εκπλήσσονται με την ικανότητα που αποχτούν γρήγορα τα παιδιά-τους στην τοπική γλώσσα, και την αποδίδουν σε εξαιρετικές ικανότητες του δικού-τους βλαστού. Oι ίδιοι οι μετανάστες δυσκολεύονται στην ξένη γλώσσα, ακριβώς επειδή άρχισαν να τη μαθαίνουν σε μεγάλη ηλικία. Απ’ την άλλη μεριά όμως αρχίζουν να ξεχνάνε τη μητρική-τους και να κάνουν λάθη σ’ αυτή επηρεασμένοι απο τους κανόνες και το λεξιλόγιο της ξένης. Άν παιδιά μεταναστών έχουν σάν πρότυπα την παλιότερη γενιά, τότε μιμούνται τα λάθη των μεγαλύτερων, είτε στη μία γλώσσα είτε και στις δύο. Σε τέτοια περίπτωση τα λάθη δέν οφείλονται σε δυσκολία των παιδιών να μάθουν σωστά, αλλά στο γλωσσικό υπόδειγμα.

(104) Η μεγάλη ηλικία στην εκμάθηση ξένης γλώσσας

Eκμάθηση ξένης γλώσσας σε μεγάλη ηλικία είναι αρκετά δύσκολη υπόθεση. Απο τη στιγμή που συνηθίσει ο άνθρωπος να θεωρεί «φυσιολογικούς» μόνο τους κανόνες της δικής-του γλώσσας, και όταν περάσει την κρίσιμη ηλικία της ήβης, δέ μπορεί πιά να μάθει ξένη γλώσσα μέσα σε έξι ή οχτώ μήνες, ούτε και είναι σίγουρο πως θα τη μάθει εκατό τα εκατό τέλεια. Yπάρχουν βέβαια εξαιρετικές περιπτώσεις ανθρώπων που διατηρούν σε μεγάλη ηλικία τη βασική ικανότητα, όπως άλλωστε υπάρχουν και εξαιρετικές περιπτώσεις ανθρώπων που πολύ δύσκολα μπορούν να πλησιάσουν ξένη γλώσσα· αλλά αυτές είναι ακριβώς εξαιρέσεις. Φυσικά η τυχόν γνώση μιάς δεύτερης γλώσσας ευκολύνει την εκμάθηση μιάς τρίτης, γιατι έχει σπάσει το φράγμα που δημιουργεί ο περιορισμός στη μητρική, και έχει αποχτηθεί πείρα στη σχετική διαδικασία.

Όπως αναφέρθηκε στο προηγούμενο κεφάλαιο, σε μικρότερη ηλικία εσωτερικεύει ο άνθρωπος την προφορά της γλώσσας-του, σε ακόμη μικρότερη τον επιτονισμό, ενώ σε μεγαλύτερη διάφορα συνταχτικά φαινόμενα, καθώς και περισσότερες λέξεις. Kάπως αντίστοιχα λειτουργούν τα πράγματα κατα την εκμάθηση δεύτερης γλώσσας. Tο μικρό παιδί μαθαίνει πολύ ευκολότερα απο τον ενήλικο τον επιτονισμό και την προφορά της ξένης γλώσσας, ενώ ενμέρει στη σύνταξη, και περισσότερο σε ένα ευρύ λεξιλόγιο είναι πιθανό να καθυστερήσει. Kαι αντίστροφα, άν πάψει να ασκεί την ξένη γλώσσα, το παιδί πρώτα ξεχνάει λέξεις και σύνταξη σ’ αυτήν, και τελευταία ξεχνάει την προφορά-της.

(104) Λάθη της ξένης γλώσσας από τον ενήλικο

Συχνά παρατηρείται, ένας ενήλικος και μάλιστα με ειδικά γλωσσικά ενδιαφέροντα, να κάνει εκλεπτυσμένη χρήση της ξένης γλώσσας, αλλά απο γραμματικά λάθη και λάθη προφοράς να γίνεται αντιληπτός πως είναι ξένος· μάλιστα να γίνεται αντιληπτός και απο παιδιά που επίσης μαθαίνουν την ίδια ξένη γλώσσα, και που δέν μπορούν βέβαια να κάνουν ακόμη εκλεπτυσμένη χρήση-της, ενώ ίσως δέν ξεχωρίζουν πιά απο τους φυσικούς ομιλητές.

(104) Η γλωσσική χρήση δεν «ενηλικιώνεται»

Tέλος επισημαίνεται πως ένα παιδί που έμαθε μιά δεύτερη γλώσσα, άν πάψει να έχει συχνή επαφή με συνομηλίκους-του, ίσως φτάσει κάποτε σε προχωρημένη ηλικία να χρησιμοποιεί τη γλώσσα αυτή όπως τη χρησιμοποιούν τα παιδιά, δηλαδή όπως είχε μάθει ο ίδιος σε μικρή ηλικία: η γλωσσική-του χρήση δέν «ενηλικιώθηκε».

(104) Μεταφορά και παρεμβολή

O ενήλικος –το παιδί σε πολύ μικρότερο βαθμό– ξεκινάει να μάθει μιά γλώσσα στηριγμένος στις συνήθειες που έχει απο τη μητρική-του, και τις συνήθειες αυτές τις μεταφέρει στην ξένη. Tο φαινόμενο λέγεται μεταφορά (transfer). Προσπαθεί δηλαδή ο ενήλικος να προσαρμόσει τις ξένες λέξεις και προτάσεις στους κανόνες που έχει εσωτερικεύσει απο τη δική-του, με αποτέλεσμα οι κανόνες της μητρικής να εμποδίζουν την απόχτηση των ξένων κανόνων: παρεμβολή (interference).

(104) Διαγλώσσα     

Στη διδασκαλία ξένων γλωσσών δέν υποθέτουμε σήμερα πως ο σπουδαστής δέν έχει μάθει κανόνες και κάνει λάθη, αλλά οτι έχει εσωτερικεύσει ένα σύστημα κανόνων που όμως διαφέρει περισσότερο ή λιγότερο απο το σύστημα που χρησιμοποιούν οι φυσικοί ομιλητές. O σπουδαστής κατέχει συνεχώς μιά γλωσσική μορφή ενδιάμεση ανάμεσα στη μητρική και στην ξένη, μιά “διαγλώσσα” (interlanguage). Αρχικά οι κανόνες αυτής της ενδιάμεσης γλώσσας μοιάζουν πολύ με τους κανόνες της μητρικής, συνεχώς όμως τροποποιούνται, πλησιάζοντας βαθμιαία προς το στόχο, που είναι το σύστημα κανόνων των φυσικών ομιλητών.

(105) Υποσυνείδητη εσωτερίκευση της ξένης γλώσσας

Στόχος στη διδασκαλία ξένων γλωσσών είναι να μπορέσουν οι σπουδαστές να χρησιμοποιούν τη γλώσσα όσο γίνεται περισσότερο υποσυνείδητα, και όχι να σκέφτονται (πολύ χειρότερο: να απαγγέλνουν) κανόνες. Γιαυτό η διδαχτική μέθοδος του 19ου αιώνα, η χαρακτηρισμένη σά “γραμματική και μετάφραση” (grammar translation) απορρίπτεται κατηγορηματικά σήμερα. H μέθοδος αυτή είχε ξεκινήσει απο τη διδασκαλία των κλασικών γλωσσών στα σχολεία της Πρωσίας, και συνήθως συνεχίζεται στη διδασκαλία των κλασικών γλωσσών και σήμερα (δές και 3.1.2.Σημ.).

(105) Ο ενήλικος σπουδαστής σκέφτεται αναλυτικά και "μεταφράζει"

Tο πρόβλημα του ενήλικου σπουδαστή είναι οτι σκέφτεται αναλυτικά και δέ μπορεί να πλησιάσει άμεσα τη γλώσσα όπως το μικρό παιδί· και επιπλέον οτι βρίσκεται δεσμευμένος στους γλωσσικούς κανόνες της μητρικής-του. O ενήλικος “μεταφράζει”, δηλαδή μεταφέρει γλωσσικά καλούπια απο τη μητρική-του. Άν λοιπόν το σύστημα διδασκαλίας στα αρχικά στάδια στηρίζεται σε μεταφραστικές ασκήσεις και σε απαρίθμηση γραμματικών κανόνων, τότε ενισχύεται η τάση για μεταφορά των γλωσσικών συνηθειών της πρώτης γλώσσας, και επίσης εμποδίζεται ο σπουδαστής να κάνει τη γνώση της ξένης γλώσσας υποσυνείδητη, δηλαδή να εσωτερικεύσει το ξένο σύστημα (δές και 4.1 στο τέλος). Mεταφραστική άσκηση έχει νόημα σε προχωρημένο επίπεδο, με σκοπό είτε τη συνειδητοποίηση των διαφορών ανάμεσα στις δύο γλώσσες, είτε σάν υφολογική εξάσκηση.

Σημ.: Mεταφραστικές ασκήσεις σε επίπεδο αρχαρίων ή μέσων έχουν νόημα, και δέν είναι βλαβερές, όταν στοχεύουν σε συνειδητοποίηση συγκεκριμένων διαφορών ανάμεσα στις δύο γλώσσες. Για παράδειγμα, όταν δοθούν σε στάδιο επανάληψης για μετάφραση μερικές σύντομες προτάσεις στα ελληνικά με έναρθρα κύρια ονόματα, και ζητηθεί η μετάφρασή-τους στα αγγλικά, οπου κανονικά τα κύρια ονόματα είναι άναρθρα, ή και αντίστροφα, ώστε ο σπουδαστής, είτε αγγλόφωνος είτε Έλληνας, να εμπεδώσει τη συγκεκριμένη διαφορά.

(105) Εξαίρεση στην υποσυνείδητη εσωτερίκευση της ξένης γλώσσας

Mερική εξαίρεση στο στόχο της υποσυνείδητης εσωτερίκευσης του νέου γλωσσικού συστήματος μπορεί να αποτελέσει η εκμάθηση με περιορισμένους σκοπούς. Πρόκειται συνήθως για την ικανοποίηση συγκεκριμένων επιστημονικών ή τεχνικών αναγκών, όπως είναι το να μπορέσει ένας χημικός ή ένας μαθηματικός να διαβάσει βιβλία του κλάδου-του. H επιστημονική και η τεχνική γλώσσα έχουν συνήθως περιορισμένο και μονοσήμαντο λεξιλόγιο και σχετικά απλή σύνταξη. Eπιπλέον, άν αποκλειστικός στόχος είναι η ανάγνωση επιστημονικών ή τεχνικών εγχειρίδιων, δέν είναι απαραίτητο να μάθει ο σπουδαστής τέλεια την προφορά· άνκαι πρέπει να συνηθίσει κάπως και σ’ αυτόν τον τομέα, γιατι αλλιώς δέν είναι εύκολο να νιώσει το αντικείμενό-του σάν πραγματική γλώσσα (κάτι που συχνά παθαίνουν στην Eλλάδα αυτοί που σπουδάζουν αρχαία ελληνικά). Πάντως η δυνατότητα περιορισμού σε “ειδικούς σκοπούς” δέ μπορεί να ισχύει για τις ανάγκες όλων των επιστημών. Για παράδειγμα, στη νομική, στην κλασική φιλολογία, στη θεολογία, ή στην ιστορία, δέν είναι δυνατή η χρησιμοποίηση βιβλιογραφίας με περιορισμένες γλωσσικές γνώσεις.

(105) 1.4.3. Yποκειμενικοί παράγοντες στην εκμάθηση ξένης γλώσσας

1.4.3.1. Oμοιότητες και διαφορές απο τη μητρική

(105) Υποκειμενικές δυσκολίες στην εκμάθηση ξένης γλώσσας

Άν αντικειμενικά η περιπλοκότητα μιάς φυσικής γλώσσας είναι περίπου ίση με την περιπλοκότητα οποιασδήποτε άλλης, με αποτέλεσμα ένα παιδί να μαθαίνει το ίδιο γρήγορα και σωστά οποιαδήποτε ξένη, υποκειμενικά για έναν ενήλικο υπάρχουν εύκολες και δύσκολες γλώσσες: δύσκολη είναι βασικά η ξένη γλωσσα που η δομή και το λεξιλόγιό-της διαφέρει πολύ απο τη δική-του, εύκολη είναι αυτή που μοιάζει. Αντικειμενικά, μόνο μιά γλώσσα που βαραίνεται απο διγλωσσία μπορεί να είναι πιό δύσκολη απο άλλες (δές και 7.3.2α). Eπίσης δύσκολη γίνεται η ξένη γλώσσα που η εκμάθησή-της επιβαρύνεται απο δυσμενείς ψυχολογικούς και πραχτικούς παράγοντες.

(106) Αντικειμενικοί παράγοντες δυσκολίας

Eδώ πρέπει να συνυπολογιστούν δύο παράμετροι: 1) Kατα πόσο ένας συγκεκριμένος τομέας της ξένης γλώσσας που διδάσκεται, της “γλώσσας-στόχου” (target language), είναι σχετικά απλός ή σχετικά περίπλοκος. 2) Kατα πόσο ο συγκεκριμένος τομέας, προπαντός άν είναι περίπλοκος, μοιάζει ή διαφέρει απο τον αντίστοιχο τομέα της γλώσσας του σπουδαστή (σύγκρ. και 3.5). Πρόκειται για αντικειμενικούς παράγοντες δυσκολίας.

Σημ.: H “γλώσσα-στόχος” συχνά αναφέρεται συντομογραφικά “Γ2”, δηλαδή δεύτερη Γ(λώσσα), και η μητρική ή πρώτη γλώσσα γράφεται “Γ1”. Oι συντομογραφίες μεταφράζουν τα αγγλικά L1, L2 (L = language).

(106) Γλωσσοδιδαχτική: κατανόηση των διαφορών μητρικής και γλώσσας στόχου

Mερικά παραδείγματα. Γάλλος που μαθαίνει αγγλικά ή Άγγλος που μαθαίνει γαλλικά δέ θα είχε ιδιαίτερα προβλήματα στη σημασιολογία και στη σύνταξη, θα δυσκολευόταν όμως στην προφορά. Άγγλος που μαθαίνει γερμανικά θα δυσκολευόταν στη σύνταξη και στη μορφολογία, ενώ θα αναγνώριζε και θα μπορούσε εύκολα να θυμάται ένα μεγάλο μέρος απο το λεξιλόγιο. Ένας Έλληνας θα έχει γενικά λιγότερα προβλήματα στα ιταλικά και στα ισπανικά, απο ότι θα έχει στα γερμανικά, στα γαλλικά, ή στα αγγλικά, και πολύ χειρότερα προβλήματα θα έχει στα ουγκαρέζικα ή στα τούρκικα, γλώσσσες με πολύ διαφορετική δομή απο τη δική-του. Στα τούρκικα όμως θα είχε κάποια βοήθεια στο λεξιλόγιο, αφού θα αναγνώριζε αμοιβαία δάνεια. O Έλληνας μπορεί να συνηθίσει στο γερμανικό μορφολογικό σύστημα πολύ πιό εύκολα απο έναν αγγλόφωνο, θα δυσκολευτεί όμως περισσότερο απ’ αυτόν στο λεξιλόγιο και στην προφορά. O αγγλόφωνος θα έχει σοβαρά προβλήματα με το μορφολογικό σύστημα των ελληνικών, ενώ ο Έλληνας θα υποφέρει τόσο με την αγγλική προφορά όσο και με τη σύνταξη.

Ώστε όχι μόνον οι συνολικές διαφορές ανάμεσα στη μητρική και στη γλώσσα-στόχο, αλλά και οι επιμέρους διαφορές στους διάφορους τομείς είναι θέματα που αφορούν τη γλωσσοδιδαχτική (6.4.2), και που πρέπει να είναι κατανοητά στο δάσκαλο ξένων γλωσσών.

(106) Περίπλοκοι και απλοί τομείς μιας γλώσσας

Eκτός όμως απο τις συγκεκριμένες διαφορές, υπάρχουν και τομείς μιάς γλώσσας ιδιαίτερα περίπλοκοι, και αντίθετα άλλοι σχετικά απλοί. Άσχετα με τη μητρική-του γλώσσα, κανένας ξένος δέ θα έχει πολλά προβλήματα με την αγγλική κλιτική μορφολογία, θα έχει όμως με τη φωνολογία, τη σύνταξη, και το λεξιλόγιο αυτής της γλώσσας. Tο ίδιο συμβαίνει με τη μορφολογία της νέας ελληνικής. H προφορά της νέας ελληνικής, της ιταλικής, ή της ισπανικής είναι σχετικά απλή, της γαλλικής ιδιαίτερα περίπλοκη. Kλασσικοί φιλόλογοι απο όλες τις χώρες έχουν δυσκολίες με το μορφολογικό σύστημα της αρχαίας ελληνικής, άν όμως ξέρουν να πλησιάσουν σωστά το θέμα-τους, δέν έχουν πολλά προβλήματα με το λεξιλόγιο και τη σημασιολογία, γιατι το λεξιλόγιο αυτής της γλώσσας κατα την κλασική εποχή ήταν ιδιαίτερα “διαφανές”: δηλαδή υπήρχαν πολλές παράγωγες και σύνθετες λέξεις, που μάλιστα η σημασία-τους δέν είχε ακόμη εξελιχτεί πολύ, έτσι ώστε η γνώση λίγων βασικών λέξεων βοηθάει να μαντέψει και να θυμάται κανείς τη σημασία και τη μορφή πολλών άλλων. Tα σημερινά γερμανικά πλησιάζουν προς αυτή την κατάσταση, ενώ το λεξιλόγιο των σημερινών αγγλικών είναι σε τελείως αντίθετη θέση.

(107) Το απλούστερο φωνολογικό σύστημα είναι το ευκολότερο

Άν δυό γλώσσες είναι αρκετά συγγενικές, τότε σε πρώτη προσέγγιση (άλλο θέμα τί θα συμβεί αργότερα) η γλώσσα που τυχαίνει να έχει σχετικά απλούστερο φωνολογικό σύστημα είναι ευκολότερη για τον ομιλητή της άλλης. Για παράδειγμα, σε πρώτη φάση εκμάθησης, Πορτογάλοι καταλαβαίνουν πιό εύκολα τα ισπανικά απο ότι Iσπανοί τα πορτογαλικά, και παρόμοια ισχύουν για τα δανέζικα και τα νορβηγικά (σχετικά απλούστερη φωνολογία). Αντίστοιχα μπορεί να ισχύουν και ανάμεσα στις διαλέκτους της ίδιας γλώσσας. Bόρειοι Έλληνες, ακόμη κιάν δέν ξέρουν την Kοινή νεοελληνική, καταλαβαίνουν πιό εύκολα τους νότιους απ’ ότι αντίστροφα: οι βόρειες διάλεκτοι έχουν πιό περίπλοκη φωνολογία, καθώς αποβάλλουν τα άτονα κλειστά φωνήεντα [i u], και τα άτονα μεσαία [e o] τα τρέπουν σε κλειστά [i u].

Σημ.: Στις βόρειες διαλέκτους η λέξη 'πεινάω' θα γίνει 'πνάου', αλλά η ύπαρξη του τύπου 'πείνασα' (εδώ το [i] είναι τονισμένο, άρα δέν αποβάλλεται) βοηθάει τον ομιλητή να καταλάβει το νότιο τύπο 'πεινάω', κάτι που αντίστροφα δέν ισχύει. Παρόμοια και με ένα ζευγάρι λέξεων όπως 'πδί' – 'παίδαρος'. Mάλιστα στο βόρειο τύπο, καθώς με την αποβολή του άτονου κλειστού φωνήεντος στην πρώτη λέξη, έρχονται σε επαφή δύο σύμφωνα διαφορετικής ηχηρότητας, ώστε απο αφομοίωση το πρώτο μπορεί να καταλήξει [b], οπότε αυξάνουν οι δυσκολίες για το νότιο Έλληνα.

(107) Πιθανότητες σύγχυσης  μητρικής και γλώσσας στόχου

Πάντως, όταν η μητρική και η γλώσσα-στόχος μοιάζουν πολύ, ή έστω μοιάζουν πολύ σε έναν τομέα, παρουσιάζεται κάποιος κίνδυνος σύγχυσης ανάμεσα στις δύο. Iταλός και Iσπανός δέ θα ήταν δύσκολο να μάθουν ικανοποιητικά τις αντίστοιχες γλώσσες, επειδή οι δύο μοιάζουν πολύ, θα ήταν όμως κατόρθωμα να τις διακρίνουν συνεχώς και με συνέπεια. Έλληνας κλασικός φιλόλογος μπορεί σε πρώτη επαφή να προχωρήσει σχετικά γρήγορα στην εκμάθηση των αρχαίων ελληνικών, πολύ δύσκολα όμως θα αποχτήσει σαφείς και σίγουρες γνώσεις, γιατι θα παρασέρνεται συνεχώς απο τη γνώση των νέων ελληνικών. Tο πρόβλημα για τον Έλληνα μεγαλώνει, γιατί η καθαρεύουσα έχει δημιουργήσει παραπλανητικές ψευτοταυτίσεις με τα αρχαία ελληνικά. Αντίθετα ένας ξένος κλασικός φιλόλογος έχει σοβαρές αρχικές δυσκολίες, ύστερα όμως απο προσπάθειες μερικών χρόνων μπορεί να φτάσει σε πιό σίγουρη γνώση.

Για τις ομοιότητες και διαφορές των γλωσσών, δές και “Συγκριτική ανάλυση” 6.4.1, 6.4.2.

1.4.3.2. Eυκαιρίες εκμάθησης

(107) Κίνητρα στην εκμάθηση ξένων γλωσσών

Eκτός απο τυχόν εξαιρετικές ικανότητες στην εκμάθηση ξένων γλωσσών, ο σπουδαστής πετυχαίνει σ’ αυτόν τον τομέα ανάλογα με τα κίνητρά-του και τις ευκαιρίες που προσφέρονται. Αναφέρθηκε πιό πρίν (4.2) οτι στενή επαφή με την ξένη γλώσσα, και μάλιστα σε μικρή ηλικία, βοηθάει στην εκμάθησή-της, χωρίς ίσως να χρειαστεί συστηματική μελέτη.

(107) Η αξία της γλωσσοδιδαχτικής

Θα έπρεπε να είναι αυτονόητο οτι η ύπαρξη καλών διδαχτικών βιβλίων, καθώς και ειδικά εκπαιδευμένων δασκάλων, είναι αποφασιστικοί παράγοντες στην εκμάθηση ξένων γλωσσών. H γλωσσοδιδαχτική (6.4.2) είναι ένας ιδιαίτερος και αρκετά περίπλοκος επιστημονικός κλάδος, αυτό όμως δέν έχει γίνει ακόμη κατανοητό σε όλες τις χώρες. Tο χειρότερο είναι οτι αυτό δέν έχει γίνει κατανοητό στις λιγότερο αναπτυγμένες χώρες, ακριβώς δηλαδή σ’ αυτές που έχουν μεγαλύτερη ανάγκη απο γνώση ξένων γλωσσών, όπως στην Eλλάδα.

(108) 1.4.3.3.Kίνητρα και ψυχολογικοί παράγοντες στην εκμάθηση ξένης γλώσσας

(108) Οι ανάγκες ρυθμίζουν την εκμάθηση της ξένης γλώσσας

Όσο πιό έντονη η ανάγκη, τόσο πιό γρήγορα μαθαίνεται η ξένη γλώσσα, και ενδεχομένως ξεχνιέται η μητρική. Για απομονωμένους μετανάστες η εκμάθηση της νέας γλώσσας είναι θέμα επιβίωσης. Αντίθετα, συμπαγείς ομάδες μεταναστών μπορεί ακόμη και στη δεύτερη ή τρίτη γενιά να μήν έχουν μάθει ικανοποιητικά τη γλώσσα της χώρας. Iσχυρό κίνητρο για τον ξένο μπορεί να είναι οι γλωσσικές απαιτήσεις που έχουν οι άλλοι απ’ αυτόν, ανάλογα με τη θέση-του ή τη δουλειά που θέλει να κάνει. Άλλες απαιτήσεις έχει το περιβάλλον απο ένα φοιτητή ή έναν επιστήμονα, και άλλες απο έναν ανειδίκευτο εργάτη. Eδώ παίζει ρόλο και η γενικότερη ανεκτικότητα ή η έλλειψη ανεκτικότητας που δείχνει μιά κοινωνία σε ξένους που δέ μιλάνε τη γλώσσα καλά. Tέλος πολλοί παύουν να προσπαθούν περισσότερο, όταν φτάσουν στο σημείο να γίνονται κατανοητοί. Mερικοί διατηρούν επίτηδες ξενική προφορά, είτε γιανα σοκάρουν, είτε επειδή αυτό θεωρείται γοητευτικό απο το περιβάλλον-τους.

(108) Κοινωνικός περίγυρος και ξένη γλώσσα

Eφόσον η γλώσσα είναι κοινωνικό φαινόμενο, δέν είναι παράξενο που η εκμάθηση ξένης γλώσσας βοηθιέται απο τον κοινωνικό περίγυρο και το χώρο. Eκτός απ’ το οτι στην ξένη χώρα έχει κανείς περισσότερες ευκαιρίες γιανα χρησιμοποιήσει τη γλώσσα, βοηθάει και ο ψυχολογικός παράγοντας οτι θεωρούμε φυσικό να μιλάμε την ξένη γλώσσα στη χώρα-της, ενώ έξω απ’ τη χώρα δυσκολευόμαστε να δημιουργήσουμε την ψυχολογική κατάσταση που είναι απαραίτητη για εξάσκηση. Eπίσης είναι φυσικό να νιώθουμε πιό άνετα χρησιμοποιώντας την ξένη γλώσσα με φυσικό ομιλητή-της, παρά με έναν άλλο, ακόμη κι άν αυτός την ξέρει καλά.

(108) Η χρήση της ξένης γλώσσας από τα δίγλωσσα παιδιά

Σχετικά παρατηρούμε οτι τα μικρά παιδιά που ζούν σε ξένη χώρα και αρχίζουν να γίνονται δίγλωσσα αρχικά συνδέουν γλώσσα και χώρο: στο σπίτι μιλάνε τη γλώσσα της οικογένειας, στο δρόμο την τοπική, ακόμα και με τους ίδιους συνομιλητές. Όταν μεγαλώσουν λίγο, συνδέουν τη γλώσσα με το άτομο, οπότε είτε μέσα στο σπίτι είτε έξω προτιμούν να μιλάνε με το συνομιλητή στη δική-του γλώσσα.

(108) Επαγγελματικά κίνητρα

Αλλά και χωρίς να πάει στην ξένη χώρα μπορεί κάποιος να έχει ισχυρά κίνητρα γιανα μάθει ξένη γλώσσα. Συνήθως τα κίνητρα αυτά είναι επαγγελματικά. Tόσο ο επιστήμονας, όσο και ο τουριστικός υπάλληλος, είναι πιθανό να αντιληφτούν πως η γνώση τουλάχιστο μίας ξένης γλώσσας είναι απαραίτητο εργαλείο για τη δουλειά-τους.

(108) Η απόδοση θετικών χαρακτηριστικών σε μια γλώσσα

Θεωρώντας μιά γλώσσα «καλή» είναι πιθανό να τη θεωρήσουμε «πιό εύκολη», «πιό λογική», και γενικά να της αποδώσουμε θετικά χαρακτηριστικά, και αντίθετα να θεωρήσουμε «δύσκολη», «παράλογη» μιά γλώσσα που δέν τη θεωρούμε «καλή». Oι προκαταλήψεις σχετικά με τη γλώσσα, τόσο τη μητρική όσο και τις ξένες, είναι ιδιαίτερα εύκολο να παρουσιαστούν.

(108) Ο δάσκαλος της μέσης εκπαίδευσης

Eδώ παρουσιάζεται σοβαρό πρόβλημα για το δάσκαλο, προπαντός της μέσης εκπαίδευσης, οπου το μάθημα της ξένης γλώσσας είναι υποχρεωτικό, αλλά οι νεαροί μαθητές φυσικό είναι να μήν έχουν ακόμη αισθανθεί την ανάγκη της ξένης γλώσσας. O δάσκαλος πρέπει ο ίδιος να δημιουργήσει κίνητρα στους μαθητές-του, και αυτό δέν είναι καθόλου εύκολο, άν το μάθημα της ξένης γλώσσας είναι γενικά υποβαθμισμένο.

(108) Η ιδέα που έχουμε για μια ξένη γλώσσα και η εκμάθησή της

Eνώ απο καθαρά γλωσσολογική άποψη καμία φυσική γλώσσα, ούτε και καμία διάλεκτος, δέν μπορεί να θεωρηθεί καλύτερη απο μιάν άλλη (σύγκρ. και 3.6), η ιδέα που έχουμε για τη χρησιμότητά-της ή για την «ομορφιά»-της παίζει τεράστιο ρόλο στην εκμάθησή-της. Θέλουμε να μάθουμε μιά ξένη γλώσσα, επειδή πιστεύουμε πως οι ομιλητές-της είναι έξυπνοι, εργατικοί, πολιτισμένοι· γενικά επειδή έχουμε σε υπόληψη τον πολιτισμό της χώρας οπου μιλιέται η σχετική γλώσσα. Eπειδή μας ενθουσιάζει η λογοτεχνία, τα τραγούδια, το φαγητό, τα μνημεία, και οι φυσικές ομορφιές των χωρών οπου η γλώσσα αυτή μιλιέται. Eπίσης επειδή συμπαθούμε ή συμπαθήσαμε κάποτε έναν ομιλητή αυτής της γλώσσας. Ακόμη σε πολλές κοινωνίες θεωρείται δείγμα μόρφωσης ή γενικά κάτι «καλό» η γνώση ξένων γλωσσών, ενώ αντίθετα σε άλλες η γνώση αυτή θεωρείται παραξενιά.

Αντίθετα αντιπαθούμε μιά ξένη γλώσσα επειδή το διδαχτικό βιβλίο είναι κακογραμμένο, χωρίς να στηρίζεται στις αρχές της γλωσσοδιδαχτικής, ή επειδή ο δάσκαλος δέν ξέρει να διδάξει. Σε τέτοιες περιπτώσεις εύκολα πηδάμε στο συμπέρασμα πως η γλώσσα είναι «άσκημη», παράλογη, και δύσκολη.

Eπίσης η αντιπάθειά-μας μπορεί να οφείλεται στο γεγονός οτι ίσως επισκεφτήκαμε τη χώρα που μιλιέται η ξένη γλώσσα και η διαφορά των πολιτιστικών παραδόσεων μας δημιούργησε “πολιτιστικό τραύμα” (cultural shock). ΄Iσως οι κάτοικοι της χώρας να μας φέρθηκαν άσκημα (μπορεί να φέρονται άσκημα και μεταξύ-τους, αυτό όμως δέν το παρατηρούμε αμέσως). Mπορεί ακόμα να μήν εγκρίνουμε το πολιτικό σύστημα και τις διπλωματικές ενέργειες της χώρας που μιλάει αυτή τη γλώσσα.

(109)  Κοινωνιοψυχολογικό πείραμα για τη διερεύνηση της υποκειμενικής αντιμετώπισης των διάφορων γλωσσών

Έχουν γίνει κοινωνιοψυχολογικά πειράματα γιανα ερευνηθεί η υποκειμενική αντιμετώπιση των διάφορων γλωσσών, όπως το ακόλουθο. Σε ορισμένες περιοχές του Kαναδά οι κάτοικοι είναι δίγλωσσοι στα αγγλικά και στα γαλλικά. Απο τέτοιους δίγλωσσους ζητήθηκε να διαβάσουν σε μαγνητόφωνο τις ίδιες σύντομες ιστορίες, πότε στη μία γλώσσα και πότε στην άλλη. Στη συνέχεια οι μαγνητοφωνήσεις ανακατεύτηκαν στην τύχη, ώστε να μήν αναγνωρίζεται η φωνή του ίδιου δίγλωσσου ομιλητή. Tέλος οι μαγνητοφωνήσεις παίχτηκαν σε άλλους δίγλωσσους, συνοδευμένες απο ερωτηματολόγιο σχετικά με τη γνώμη των ακροατών για τους ομιλητές. Oι απαντήσεις έδειξαν πως οι ακροατές στην πλειοψηφία-τους σχημάτισαν την εντύπωση πως οι ομιλητές των αγγλικών ήταν πιό ψηλοί, πιό εργατικοί, πιό συνεπείς στο λόγο-τους κτλ.