Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "προμηθ%"

Βρέθηκαν 7 λήμματα [1 - 7]
προμήθεια, Δωρ. -μάθεια, Ιων. προμηθίη, σε Αττ. ποιητές προμηθία· (προμηθής)· πρόβλεψη, πρόνοια, σε Ηρόδ., Ευρ. κ.λπ.· ἐν προμηθίῃ ἔχειν τινά, έχω σε μεγάλη υπόληψη, σε Ηρόδ.· προμηθίαν ἔχειν τινός, σε Ευρ., Πλάτ.
προμήθειος, , -ον και -ος, -ον (Προμηθεύς),· I. αυτός που ανήκει στον Προμηθέα, σε Ανθ. II.Προμήθεα, τά, εορτή προς τιμήν του Προμηθέα, σε Ξεν.
προμηθέομαι (προμηθής), μέλ. -ήσομαι, αόρ. αʹ προὐμηθήθην· αποθ.· φροντίζω εκ των προτέρων, προνοώ για κάτι, με γεν., σε Ηρόδ.· ὑπέρ τινος, περί τι, σε Πλάτ.· απόλ., σε Αισχύλ.· γενικά, προσέχω, Λατ. cavere, προμηθέομαι μή..., σε Ηρόδ.· με αιτ., δείχνω εκτίμηση ή σεβασμό για, στον ίδ., Πλάτ.
Προμηθεύς, -έως, Ιων. -έος, , Δωρ. Προμᾱθεύς, I. ο Προμηθέας, γιος του Τιτάνα Ιαπετού και της Θέμιδας, επινοητής πολλών τεχνών· λέγεται ότι έπλασε τον άνθρωπο από πηλό και του προσέφερε το ἔντεχνον πῦρ, αφού το έκλεψε από τον Όλυμπο· απ' όπου επίσης το όνομά του (από το προμηθής), αντίθ. προς τον απερίσκεπτο αδελφό του Επιμηθέα (Ἐπιμηθεύς)· προνοητικός, προσεκτικός, σε Ησίοδ., Αισχύλ. κ.λπ. II. ως προσηγορικό, προνοητικός, σε Αισχύλ.
προ-μηθής, Δωρ. -μᾱθής, -ές (μᾰθεῖν), προνοητικός, προβλεπτικός, προσεκτικός, σε Θουκ.· τὸπρομηθές = προμήθεια, στον ίδ.· με γεν., αυτός που με ανησυχία φροντίζει για ένα πράγμα, σε Σοφ.
προμηθία, -ίη, βλ. προμήθεια.
προμηθικῶς, επίρρ., εύστοχα, προσεκτικά, με άμεση συσχέτιση στη λέξη Προμηθέας, σε Αριστοφ.