Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "προμήθεια"

Βρέθηκε 1 λήμμα
προμήθεια, Δωρ. -μάθεια, Ιων. προμηθίη, σε Αττ. ποιητές προμηθία· (προμηθής)· πρόβλεψη, πρόνοια, σε Ηρόδ., Ευρ. κ.λπ.· ἐν προμηθίῃ ἔχειν τινά, έχω σε μεγάλη υπόληψη, σε Ηρόδ.· προμηθίαν ἔχειν τινός, σε Ευρ., Πλάτ.