Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΟΜΗΡΟΣ

Ὀδύσσεια (10.422-10.495)


Ὣς ἔφαν, αὐτὰρ ἐγὼ προσέφην μαλακοῖς ἐπέεσσι·
«νῆα μὲν ἂρ πάμπρωτον ἐρύσσομεν ἤπειρόνδε,
κτήματα δ᾽ ἐν σπήεσσι πελάσσομεν ὅπλα τε πάντα·
425 αὐτοὶ δ᾽ ὀτρύνεσθε ἐμοὶ ἅμα πάντες ἕπεσθαι,
ὄφρα ἴδηθ᾽ ἑτάρους ἱεροῖς ἐν δώμασι Κίρκης
πίνοντας καὶ ἔδοντας· ἐπηετανὸν γὰρ ἔχουσιν.»
Ὣς ἐφάμην, οἱ δ᾽ ὦκα ἐμοῖς ἐπέεσσι πίθοντο·
Εὐρύλοχος δέ μοι οἶος ἐρύκανε πάντας ἑταίρους·
430 καί σφεας φωνήσας ἔπεα πτερόεντα προσηύδα·
«Ἆ δειλοί, πόσ᾽ ἴμεν; τί κακῶν ἱμείρετε τούτων;
Κίρκης ἐς μέγαρον καταβήμεναι, ἥ κεν ἅπαντας
ἢ σῦς ἠὲ λύκους ποιήσεται ἠὲ λέοντας,
οἵ κέν οἱ μέγα δῶμα φυλάσσοιμεν καὶ ἀνάγκῃ,
435 ὥς περ Κύκλωψ ἔρξ᾽, ὅτε οἱ μέσσαυλον ἵκοντο
ἡμέτεροι ἕταροι, σὺν δ᾽ ὁ θρασὺς εἵπετ᾽ Ὀδυσσεύς·
τούτου γὰρ καὶ κεῖνοι ἀτασθαλίῃσιν ὄλοντο.»
Ὣς ἔφατ᾽, αὐτὰρ ἐγώ γε μετὰ φρεσὶ μερμήριξα,
σπασσάμενος τανύηκες ἄορ παχέος παρὰ μηροῦ,
440 τῷ οἱ ἀποτμήξας κεφαλὴν οὖδάσδε πελάσσαι,
καὶ πηῷ περ ἐόντι μάλα σχεδόν· ἀλλά μ᾽ ἑταῖροι
μειλιχίοις ἐπέεσσιν ἐρήτυον ἄλλοθεν ἄλλος·
«Διογενές, τοῦτον μὲν ἐάσομεν, εἰ σὺ κελεύεις,
αὐτοῦ πὰρ νηΐ τε μένειν καὶ νῆα ἔρυσθαι·
445 ἡμῖν δ᾽ ἡγεμόνευ᾽ ἱερὰ πρὸς δώματα Κίρκης.»
Ὣς φάμενοι παρὰ νηὸς ἀνήϊον ἠδὲ θαλάσσης.
οὐδὲ μὲν Εὐρύλοχος κοίλῃ παρὰ νηῒ λέλειπτο,
ἀλλ᾽ ἕπετ᾽· ἔδεισεν γὰρ ἐμὴν ἔκπαγλον ἐνιπήν.
Τόφρα δὲ τοὺς ἄλλους ἑτάρους ἐν δώμασι Κίρκη
450 ἐνδυκέως λοῦσέν τε καὶ ἔχρισεν λίπ᾽ ἐλαίῳ,
ἀμφὶ δ᾽ ἄρα χλαίνας οὔλας βάλεν ἠδὲ χιτῶνας·
δαινυμένους δ᾽ εὖ πάντας ἐφεύρομεν ἐν μεγάροισιν.
οἱ δ᾽ ἐπεὶ ἀλλήλους εἶδον φράσσαντό τ᾽ ἐσάντα,
κλαῖον ὀδυρόμενοι, περὶ δὲ στεναχίζετο δῶμα.
455 ἡ δέ μευ ἄγχι στᾶσα προσηύδα δῖα θεάων·
«Διογενὲς Λαερτιάδη, πολυμήχαν᾽ Ὀδυσσεῦ,
μηκέτι νῦν θαλερὸν γόον ὄρνυτε· οἶδα καὶ αὐτή,
ἠμὲν ὅσ᾽ ἐν πόντῳ πάθετ᾽ ἄλγεα ἰχθυόεντι,
ἠδ᾽ ὅσ᾽ ἀνάρσιοι ἄνδρες ἐδηλήσαντ᾽ ἐπὶ χέρσου.
460 ἀλλ᾽ ἄγετ᾽ ἐσθίετε βρώμην καὶ πίνετε οἶνον,
εἰς ὅ κεν αὖτις θυμὸν ἐνὶ στήθεσσι λάβητε,
οἷον ὅτε πρώτιστον ἐλείπετε πατρίδα γαῖαν
τρηχείης Ἰθάκης· νῦν δ᾽ ἀσκελέες καὶ ἄθυμοι,
αἰὲν ἄλης χαλεπῆς μεμνημένοι· οὐδέ ποθ᾽ ὑμῖν
465 θυμὸς ἐν εὐφροσύνῃ, ἐπεὶ ἦ μάλα πολλὰ πέπασθε.»
Ὣς ἔφαθ᾽, ἡμῖν δ᾽ αὖτ᾽ ἐπεπείθετο θυμὸς ἀγήνωρ.
ἔνθα μὲν ἤματα πάντα τελεσφόρον εἰς ἐνιαυτὸν
ἥμεθα, δαινύμενοι κρέα τ᾽ ἄσπετα καὶ μέθυ ἡδύ·
ἀλλ᾽ ὅτε δή ῥ᾽ ἐνιαυτὸς ἔην, περὶ δ᾽ ἔτραπον ὧραι,
470 μηνῶν φθινόντων, περὶ δ᾽ ἤματα μακρὰ τελέσθη,
καὶ τότε μ᾽ ἐκκαλέσαντες ἔφαν ἐρίηρες ἑταῖροι·
«Δαιμόνι᾽, ἤδη νῦν μιμνήσκεο πατρίδος αἴης,
εἴ τοι θέσφατόν ἐστι σαωθῆναι καὶ ἱκέσθαι
οἶκον ἐϋκτίμενον καὶ σὴν ἐς πατρίδα γαῖαν.»
475Ὣς ἔφαν, αὐτὰρ ἐμοί γ᾽ ἐπεπείθετο θυμὸς ἀγήνωρ.
ὣς τότε μὲν πρόπαν ἦμαρ ἐς ἠέλιον καταδύντα
ἥμεθα, δαινύμενοι κρέα τ᾽ ἄσπετα καὶ μέθυ ἡδύ.
ἦμος δ᾽ ἠέλιος κατέδυ καὶ ἐπὶ κνέφας ἦλθεν,
οἱ μὲν κοιμήσαντο κατὰ μέγαρα σκιόεντα.
480Αὐτὰρ ἐγὼ Κίρκης ἐπιβὰς περικαλλέος εὐνῆς
γούνων ἐλλιτάνευσα, θεὰ δέ μοι ἔκλυεν αὐδῆς·
καί μιν φωνήσας ἔπεα πτερόεντα προσηύδων·
«Ὦ Κίρκη, τέλεσόν μοι ὑπόσχεσιν ἥν περ ὑπέστης,
οἴκαδε πεμψέμεναι· θυμὸς δέ μοι ἔσσυται ἤδη,
485 ἠδ᾽ ἄλλων ἑτάρων, οἵ μευ φθινύθουσι φίλον κῆρ
ἀμφ᾽ ἔμ᾽ ὀδυρόμενοι, ὅτε που σύ γε νόσφι γένηαι.»
Ὣς ἐφάμην, ἡ δ᾽ αὐτίκ᾽ ἀμείβετο δῖα θεάων·
«διογενὲς Λαερτιάδη, πολυμήχαν᾽ Ὀδυσσεῦ,
μηκέτι νῦν ἀέκοντες ἐμῷ ἐνὶ μίμνετε οἴκῳ·
490 ἀλλ᾽ ἄλλην χρὴ πρῶτον ὁδὸν τελέσαι καὶ ἱκέσθαι
εἰς Ἀΐδαο δόμους καὶ ἐπαινῆς Περσεφονείης,
ψυχῇ χρησομένους Θηβαίου Τειρεσίαο,
μάντιος ἀλαοῦ, τοῦ τε φρένες ἔμπεδοί εἰσι·
τῷ καὶ τεθνηῶτι νόον πόρε Περσεφόνεια
495 οἴῳ πεπνῦσθαι· τοὶ δὲ σκιαὶ ἀΐσσουσιν.»


Στον λόγο τους εγώ αποκρίθηκα, με λόγια τώρα μαλακά:
«Πρώτο και κύριο, να τραβήξουμε το πλοίο στη στεριά· ύστερα,
όσα αγαθά μάς έμειναν, όλα τα σύνεργά μας, να τα ασφαλίσουμε
σε κοντινές σπηλιές.
Εσάς τους ίδιους συμβουλεύω να βιαστείτε, ελάτε πίσω μου,
κανείς μη λείψει, για να αντικρίσετε τους άλλους μας συντρόφους,
πώς τρων και πίνουν στο μέγα αρχοντικό της Κίρκης,
αφού τους περισσεύουν τα αγαθά κι ως ένα χρόνο.»
Έτσι τους μίλησα, κι εκείνοι αμέσως με τα λόγια μου συμφώνησαν·
μόνο ο Ευρύλοχος ήθελε να τους συγκρατήσει τους συντρόφους όλους,
430γι᾽ αυτό τους μίλησε με λόγια που πετούσαν σαν πουλιά:
«Ταλαίπωροι, πού πάμε; ποιο το κακό που σας τραβά,
και θέλετε να μπείτε μέσα στις κάμαρες της Κίρκης;
όπου, σας λέω, θα μας κάνει όλους γουρούνια ή λύκους ή λιοντάρια,
θα γίνουμε με το στανιό οι φύλακες του αρχοντικού της.
Όπως το έπραξε κι ο Κύκλωπας, τότε που οι σύντροφοί μας
μπήκανε στο μαντρί του, και πίσω τους απόκοτος ο Οδυσσεύς·
γιατί δικό του λάθος ήταν, που αφανίστηκαν εκείνοι.»
Ακούγοντας τα λόγια του, μέσα μου τότε ταλαντεύθηκα
αν έπρεπε να σύρω το μακρύ σπαθί μου από το στιβαρό μερί μου,
440και κόβοντας το κεφάλι του, να το άφηνα να κυλιστεί στο χώμα,
κι ας ήταν άνθρωπος πολύ δικός· οι σύντροφοί μου όμως
με συγκρατούσαν με μειλίχια λόγια, καθένας από μόνος του κι όλοι μαζί:
«Διογέννητε, ας τον αφήσουμε λοιπόν, αν συμφωνεί κι η θέλησή σου,
εδώ να μείνει στο καράβι, να ᾽χει του καραβιού τη φύλαξη·
όσο για μας, εσύ μπροστά, κι εμείς πηγαίνουμε
στο μέγα αρχοντικό της Κίρκης.»
Μιλώντας, πήραν κιόλας να ανεβαίνουν, πίσω αφήνοντας
πλοίο και θάλασσα· αλλά κι ο Ευρύλοχος δεν ξέμεινε
μόνος του στην κοιλιά του καραβιού· μας ακολούθησε, γιατί
τον φόβισε η τρομερή απειλή μου.
Την ίδια ώρα στο παλάτι της η Κίρκη καλά τους έλουζε
450τους άλλους μου συντρόφους, τους άλειψε με πλούσιο λάδι,
τους φόρεσε χλαίνες σγουρές, τους έβαλε χιτώνες,
κι έτσι καλά τους βρήκαμε όλους στο τραπέζι, μέσα στην αίθουσα.
Μόλις μας είδαν, ανταμώθηκαν και μεταξύ τους αντικρίστηκαν,
ξεσπούν σε θρήνο κι οδυρμό, κι όλο το σπίτι στέναζε.
Εκείνη τότε πλάι μου στάθηκε, πολύ κοντά, κι έτσι μου μίλησε
η μεγαλόπρεπη θεά:
«Διογέννητε, γιε του Λαέρτη, Οδυσσέα πολύτροπε,
το θαλερό σας κλάμα άλλο πια μην παροξύνετε· ω ναι, ξέρω καλά
και μόνη μου τα πάθη και τα άλγη σας στο απέραντο ψαρίσιο πέλαγο,
και στη στεριά το πόσο σας τυράννησαν οι εχθροί σας.
460Και μολοντούτο, λέω τώρα να χαρείτε· φάτε ψωμί, πιείτε κρασί,
ώσπου να στυλωθείτε πάλι και το θάρρος σας να βρείτε.
Όπως και τότε που θα αφήνατε πρώτη φορά το πατρικό σας χώμα
της τραχιάς Ιθάκης· όχι όπως τώρα, που βαρύθυμοι, στον πόνο σας
δοσμένοι, θυμάστε μόνο τους παραδαρμούς της θάλασσας·
καν δεν αφήνετε να ευφρανθεί η ψυχή σας, με τόσα αλήθεια
βάσανα που σας βαραίνουν.»
Έτσι μας μίλησε, κι ησύχασε η περήφανη ψυχή μας.
Εκεί λοιπόν μέρες ατέλειωτες, ώσπου να κλείσει χρόνος,
μείναμε κι ευφραινόμαστε μ᾽ άφθονο κρέας και γλυκό κρασί.
Αλλ᾽ όταν κύλησε η χρονιά, αλλάζοντας κι οι εποχές,
470λιγόστεψαν και τα φεγγάρια· όταν, γυρίζοντας ο κύκλος, τέλειωσαν
οι μακρές ημέρες, τότε με φώναξαν παράμερα κι έτσι μου μίλησαν
οι τίμιοι σύντροφοί μου:
«Αλόγιστε, καιρός πια να σκεφτείς και την πατρίδα·
αν είναι από θεού γραμμένο να σωθείς και πίσω να γυρίσεις
στο σπιτικό σου το καλόχτιστο, στην πατρική σου γη.»
Μ᾽ αυτά τα λόγια τους κλονίστηκε περήφανη η ψυχή μου.
Έτσι, τη μέρα εκείνη ολόκληρη, ώσπου να δύσει ο ήλιος,
μείναμε κι ευφραινόμαστε μ᾽ άφθονο κρέας και γλυκό κρασί.
Κι όταν ο ήλιος έδυσε κι έπεσε το βαθύ σκοτάδι,
οι σύντροφοί μου πήγαν να πλαγιάσουν στις ισκιωμένες
κάμαρες του παλατιού.
480Όμως εγώ στην κλίνη την περίκαλλη της Κίρκης βρέθηκα,
κι εκεί γονατιστός παρακαλούσα, με τη θεά ν᾽ ακούει τη φωνή μου,
τη φώναξα με τ᾽ όνομά της και μιλώντας
τα λόγια μου πετούσαν σαν πουλιά:
«Ω Κίρκη, την υπόσχεσή σου κάνε πράξη, όπως και το υποσχέθης,
πως θα με στείλεις πίσω στην πατρίδα· μέσα μου πια η ψυχή μου
πεταρίζει, όσο και των συντρόφων μου, που μου σπαράζουν
την καρδιά θρηνώντας, όταν εσύ κάπου για λίγο απομακρύνεσαι.»
Ακούγοντας τα λόγια μου, αμέσως μου αποκρίθηκε η μεγαλόπρεπη θεά:
«Βλαστάρι των θεών, γιε του Λαέρτη, πολυμήχανε Οδυσσέα,
αν δεν το θέλετε, κι εγώ δεν θέλω κι άλλο να μείνετε σ᾽ αυτό το σπίτι.
490Όμως σας μέλλεται μια άλλη οδός, που να τη φέρετε σε πέρας·
γιατί σας πρέπει πρώτα να φτάσετε στου Άδη το παλάτι,
εκεί που ανήμερη η Περσεφόνη κατοικεί·
να πάρετε χρησμό απ᾽ του θηβαίου Τειρεσία την ψυχή,
του μάντη εκείνου του τυφλού, που η γνώση του ακέραιη πάντα μένει·
γιατί, ακόμη κι όταν πέθανε, η Περσεφόνη τού άφησε τον νου του ανέπαφο,
μόνος αυτός να ᾽ναι στα σύγκαλά του και να σκέφτεται· οι άλλοι όμως
περιφέρονται άδειες σκιές.»