Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΟΜΗΡΟΣ

Ὀδύσσεια (10.496-10.574)


Ὣς ἔφατ᾽, αὐτὰρ ἐμοί γε κατεκλάσθη φίλον ἦτορ·
κλαῖον δ᾽ ἐν λεχέεσσι καθήμενος, οὐδέ νύ μοι κῆρ
ἤθελ᾽ ἔτι ζώειν καὶ ὁρᾶν φάος ἠελίοιο.
αὐτὰρ ἐπεὶ κλαίων τε κυλινδόμενός τ᾽ ἐκορέσθην,
500 καὶ τότε δή μιν ἔπεσσιν ἀμειβόμενος προσέειπον·
«Ὦ Κίρκη, τίς γὰρ ταύτην ὁδὸν ἡγεμονεύσει;
εἰς Ἄϊδος δ᾽ οὔ πώ τις ἀφίκετο νηῒ μελαίνῃ.»
Ὣς ἐφάμην, ἡ δ᾽ αὐτίκ᾽ ἀμείβετο δῖα θεάων·
«διογενὲς Λαερτιάδη, πολυμήχαν᾽ Ὀδυσσεῦ,
505 μή τί τοι ἡγεμόνος γε ποθὴ παρὰ νηῒ μελέσθω,
ἱστὸν δὲ στήσας ἀνά θ᾽ ἱστία λευκὰ πετάσσας
ἧσθαι· τὴν δέ κέ τοι πνοιὴ Βορέαο φέρῃσιν.
ἀλλ᾽ ὁπότ᾽ ἂν δὴ νηῒ δι᾽ Ὠκεανοῖο περήσῃς,
ἔνθ᾽ ἀκτή τε λάχεια καὶ ἄλσεα Περσεφονείης,
510 μακραί τ᾽ αἴγειροι καὶ ἰτέαι ὠλεσίκαρποι,
νῆα μὲν αὐτοῦ κέλσαι ἐπ᾽ Ὠκεανῷ βαθυδίνῃ,
αὐτὸς δ᾽ εἰς Ἀΐδεω ἰέναι δόμον εὐρώεντα.
ἔνθα μὲν εἰς Ἀχέροντα Πυριφλεγέθων τε ῥέουσι
Κώκυτός θ᾽, ὃς δὴ Στυγὸς ὕδατός ἐστιν ἀπορρώξ,
515 πέτρη τε ξύνεσίς τε δύω ποταμῶν ἐριδούπων·
ἔνθα δ᾽ ἔπειθ᾽, ἥρως, χριμφθεὶς πέλας, ὥς σε κελεύω,
βόθρον ὀρύξαι ὅσον τε πυγούσιον ἔνθα καὶ ἔνθα,
ἀμφ᾽ αὐτῷ δὲ χοὴν χεῖσθαι πᾶσιν νεκύεσσι,
πρῶτα μελικρήτῳ, μετέπειτα δὲ ἡδέϊ οἴνῳ,
520 τὸ τρίτον αὖθ᾽ ὕδατι· ἐπὶ δ᾽ ἄλφιτα λευκὰ παλύνειν.
πολλὰ δὲ γουνοῦσθαι νεκύων ἀμενηνὰ κάρηνα,
ἐλθὼν εἰς Ἰθάκην στεῖραν βοῦν, ἥ τις ἀρίστη,
ῥέξειν ἐν μεγάροισι πυρήν τ᾽ ἐμπλησέμεν ἐσθλῶν,
Τειρεσίῃ δ᾽ ἀπάνευθεν ὄϊν ἱερευσέμεν οἴῳ
525 παμμέλαν᾽, ὃς μήλοισι μεταπρέπει ὑμετέροισιν.
αὐτὰρ ἐπὴν εὐχῇσι λίσῃ κλυτὰ ἔθνεα νεκρῶν,
ἔνθ᾽ ὄϊν ἀρνειὸν ῥέζειν θῆλύν τε μέλαιναν
εἰς Ἔρεβος στρέψας, αὐτὸς δ᾽ ἀπονόσφι τραπέσθαι
ἱέμενος ποταμοῖο ῥοάων· ἔνθα δὲ πολλαὶ
530 ψυχαὶ ἐλεύσονται νεκύων κατατεθνηώτων.
δὴ τότ᾽ ἔπειθ᾽ ἑτάροισιν ἐποτρῦναι καὶ ἀνῶξαι
μῆλα, τὰ δὴ κατάκειτ᾽ ἐσφαγμένα νηλέϊ χαλκῷ,
δείραντας κατακῆαι, ἐπεύξασθαι δὲ θεοῖσιν,
ἰφθίμῳ τ᾽ Ἀΐδῃ καὶ ἐπαινῇ Περσεφονείῃ·
535 αὐτὸς δὲ ξίφος ὀξὺ ἐρυσσάμενος παρὰ μηροῦ
ἧσθαι, μηδὲ ἐᾶν νεκύων ἀμενηνὰ κάρηνα
αἵματος ἆσσον ἴμεν πρὶν Τειρεσίαο πυθέσθαι.
ἔνθα τοι αὐτίκα μάντις ἐλεύσεται, ὄρχαμε λαῶν,
ὅς κέν τοι εἴπῃσιν ὁδὸν καὶ μέτρα κελεύθου
540 νόστον θ᾽, ὡς ἐπὶ πόντον ἐλεύσεαι ἰχθυόεντα.»
Ὣς ἔφατ᾽, αὐτίκα δὲ χρυσόθρονος ἤλυθεν Ἠώς.
ἀμφὶ δέ με χλαῖνάν τε χιτῶνά τε εἵματα ἕσσεν·
αὐτὴ δ᾽ ἀργύφεον φᾶρος μέγα ἕννυτο νύμφη,
λεπτὸν καὶ χαρίεν, περὶ δὲ ζώνην βάλετ᾽ ἰξυῖ
545 καλὴν χρυσείην, κεφαλῇ δ᾽ ἐπέθηκε καλύπτρην.
αὐτὰρ ἐγὼ διὰ δώματ᾽ ἰὼν ὄτρυνον ἑταίρους
μειλιχίοις ἐπέεσσι παρασταδὸν ἄνδρα ἕκαστον·
«Μηκέτι νῦν εὕδοντες ἀωτεῖτε γλυκὺν ὕπνον,
ἀλλ᾽ ἴομεν· δὴ γάρ μοι ἐπέφραδε πότνια Κίρκη.»
550Ὣς ἐφάμην, τοῖσιν δ᾽ ἐπεπείθετο θυμὸς ἀγήνωρ.
οὐδὲ μὲν οὐδ᾽ ἔνθεν περ ἀπήμονας ἦγον ἑταίρους.
Ἐλπήνωρ δέ τις ἔσκε νεώτατος, οὔτε τι λίην
ἄλκιμος ἐν πολέμῳ οὔτε φρεσὶν ᾗσιν ἀρηρώς,
ὅς μοι ἄνευθ᾽ ἑτάρων ἱεροῖς ἐν δώμασι Κίρκης
555 ψύχεος ἱμείρων, κατελέξατο οἰνοβαρείων·
κινυμένων δ᾽ ἑτάρων ὅμαδον καὶ δοῦπον ἀκούσας
ἐξαπίνης ἀνόρουσε καὶ ἐκλάθετο φρεσὶν ᾗσιν
ἄψορρον καταβῆναι ἰὼν ἐς κλίμακα μακρήν,
ἀλλὰ καταντικρὺ τέγεος πέσεν· ἐκ δέ οἱ αὐχὴν
560 ἀστραγάλων ἐάγη, ψυχὴ δ᾽ Ἄϊδόσδε κατῆλθεν.
ἐρχομένοισι δὲ τοῖσιν ἐγὼ μετὰ μῦθον ἔειπον·
«Φάσθε νύ που οἶκόνδε φίλην ἐς πατρίδα γαῖαν
ἔρχεσθ᾽· ἄλλην δ᾽ ἧμιν ὁδὸν τεκμήρατο Κίρκη
εἰς Ἀΐδαο δόμους καὶ ἐπαινῆς Περσεφονείης
565 ψυχῇ χρησομένους θηβαίου Τειρεσίαο.»
Ὣς ἐφάμην, τοῖσιν δὲ κατεκλάσθη φίλον ἦτορ,
ἑζόμενοι δὲ κατ᾽ αὖθι γόων τίλλοντό τε χαίτας·
ἀλλ᾽ οὐ γάρ τις πρῆξις ἐγίγνετο μυρομένοισιν.
Ἀλλ᾽ ὅτε δή ῥ᾽ ἐπὶ νῆα θοὴν καὶ θῖνα θαλάσσης
570 ᾔομεν ἀχνύμενοι, θαλερὸν κατὰ δάκρυ χέοντες,
τόφρα δ᾽ ἄρ᾽ οἰχομένη Κίρκη παρὰ νηῒ μελαίνῃ
ἀρνειὸν κατέδησεν ὄϊν θῆλύν τε μέλαιναν,
ῥεῖα παρεξελθοῦσα· τίς ἂν θεὸν οὐκ ἐθέλοντα
ὀφθαλμοῖσιν ἴδοιτ᾽ ἢ ἔνθ᾽ ἢ ἔνθα κιόντα;


Έτσι μου μίλησε, εμένα ωστόσο ράγισε η καρδιά μου·
θρηνούσα καθισμένος στο κρεβάτι της, δεν ήθελε η ψυχή μου
άλλο να ζω, και πώς να δω το φως του ήλιου!
Και μόνο όταν, σαν κουβάρι κυλισμένος, χόρτασα πια το κλάμα μου,
500πήρα τον λόγο και τη ρώτησα:
«Ω Κίρκη, ποιος του δρόμου μας θα γίνει κυβερνήτης;
Γιατί θαρρώ στον Άδη, ως τώρα, άλλος κανείς δεν έφτασε
με μελανό καράβι.»
Ακούγοντας τα λόγια μου, αμέσως μου αποκρίθηκε η μεγαλόπρεπη θεά:
«Βλαστάρι των θεών, γιε του Λαέρτη, πολυμήχανε Οδυσσέα,
να μη σε βασανίζει ποιος θα κυβερνήσει το καράβι σου·
να στήσεις μόνο το κατάρτι, να ανοίξεις τα λευκά πανιά,
και φτάνει· το πλοίο θα αρμενίσει με του βοριά το φύσημα.
Κι όταν με το καράβι σου περάσεις πέρα ως πέρα τον Ωκεανό,
όπου θα δεις μια χαμηλήν ακτή κι άλση της Περσεφόνης,
510με σκούρες και μεγάλες λεύκες, ιτιές που δεν προφταίνουν να καρπίσουν,
εκεί εμπιστεύσου το πλεούμενο στον ίδιο τον Ωκεανό,
με τις βαθιές του δίνες· εσύ τον δρόμο τράβηξε
για το άραχλο παλάτι του Άδη.
Κάπου συμβάλλουν στον Αχέροντα δυο ποταμοί,
Πυριφλεγέθων και Κωκυτός — τρέχει κι αυτός απ᾽ το νερό της Στύγας·
είναι ένας βράχος μεσιανός εκεί, που πάνω του χτυπούν τα δυο ποτάμια,
σμίγοντας μεταξύ τους με δούπο τρομερό.
Όταν, γενναίε μου, χωθείς εκεί, όσο μπορείς πιο μέσα,
καθώς σου παραγγέλλω,
σκάψε ένα λάκκο ως έναν πήχη, απ᾽ όλες τις μεριές,
και γύρω γύρω τις χοές σου πρόσφερε σ᾽ όλους τους πεθαμένους·
μέλι και γάλα πρώτα, μετά γλυκό κρασί, τέλος νερό· και πάνω εκεί
520πασπάλισε λευκό κριθάλευρο.
Δεήσου τότε στα αδύναμα κεφάλια των νεκρών πως,
όταν φτάσεις στην Ιθάκη, μιαν αγελάδα στείρα, την καλύτερη,
θα θυσιάσεις στο παλάτι, ρίχνοντας στην πυρά
πάμπολλα δώρα και λαμπρά·
στον Τειρεσία, χωριστά, κατάμαυρο τραγί πως θα προσφέρεις,
μόνο σ᾽ αυτόν, να ξεχωρίζει ανάμεσα στα πρόβατά σου.
Κι όταν με τις ευχές σου λιτανεύσεις το σμάρι των διάσημων νεκρών,
σφάξε κριάρι αρσενικό και προβατίνα μαύρη, προσέχοντας
να βλέπει το κεφάλι τους στο Έρεβος· ο ίδιος όμως, το μάτι σου από κει
αποστρέφοντας, κοίταζε τις ροές του ποταμού.
530Θα φτάσουν τότε οι πολλές ψυχές των πεθαμένων που αφανίστηκαν.
Την ώρα εκείνη κίνησε τους συντρόφους σου, παράγγειλέ τους,
τα σφάγια που θα κείτονται στο χώμα, θανατωμένα από τον άσπλαχνο
χαλκό, να γδάρουν και να κάψουν, ενώ προς τους θεούς θα δέονται,
τον ακατάλυτο Άδη, την τρομερή την Περσεφόνη.
Ο ίδιος, το σπαθί τραβώντας από τον μηρό σου, μείνε εκεί
αμετακίνητος, και μην αφήσεις των νεκρών τα αδύναμα κεφάλια
να σκύψουν στο αίμα, προτού τον Τειρεσία ρωτήσεις να σου πει.
Γιατί θα φτάσει ο μάντης πάραυτα, για χάρη σου, αρχηγέ,
να σου εξηγήσει την οδό, του δρόμου σου τα μέτρα,
540τον νόστο σου, πώς θα περάσεις το ψαρίσιο πέλαγο.»
Μιλώντας, πρόβαλε σε λίγο, πάνω σε θρόνο ολόχρυσο, η Αυγή.
Γύρω μου τότε η Κίρκη πέρασε χλαμύδα, μου φόρεσε και τον χιτώνα.
Η ίδια η νύμφη ντύθηκε φόρεμα μακρύ, αστραφτερό,
λεπτό, χαριτωμένο· ζώνει τη μέση της μ᾽ όμορφη ζώνη
ολόχρυση, έριξε στο κεφάλι της μαντίλα.
Κι εγώ, περνώντας από κάμαρη σε κάμαρη, παρακινούσα τους συντρόφους,
μιλώντας με μειλίχια λόγια, από κοντά και στον καθένα χωριστά:
«Πια μην κοιμάστε, δοσμένοι στον γλυκύ σας ύπνο·
ώρα να φύγουμε· το πού και πώς, μου τα εξήγησε η σεβάσμια Κίρκη.»
550Έτσι τους μίλησα, και συγκατένευσε στα λόγια μου περήφανη η ψυχή τους.
Όμως δεν ήταν το γραφτό μου ούτε από κει να πάρω
τους συντρόφους άβλαβους.
Κάποιος Ελπήνωρ, ο πιο νέος απ᾽ όλους, μήτε στη μάχη και πολύ
γενναίος, μήτε και στο μυαλό του τόσο γνωστικός,
αυτός λοιπόν, γυρεύοντας δροσιά, πήγε και πλάγιασε, παράμερα
από τους άλλους μου συντρόφους,
στο δώμα επάνω του ιερού σπιτιού της Κίρκης,
με το κεφάλι του βαρύ απ᾽ το πολύ κρασί.
Τότε, ακούγοντας θόρυβο και φωνές των άλλων που κινούσαν,
πετάχτηκε απ᾽ τον ύπνο ξαφνιασμένος και, παραζαλισμένος, χάνει
τον δρόμο του, που θα κατέβαινε πάλι τη σκάλα την ψηλή·
από τη στέγη πέφτοντας, γκρεμίστηκε με το κεφάλι, σύντριψε
του λαιμού τους αστραγάλους, κι ευθύς κατέβηκε
560στον Άδη η ψυχή του.
Στο μεταξύ, μόλις οι σύντροφοί μου συναθροίστηκαν, εγώ τους μίλησα:
«Ίσως και να φαντάζεστε πως ξεκινούμε για το σπίτι,
για τη γλυκιά πατρίδα· η Κίρκη ωστόσο μας συμβούλευσε τον άλλο δρόμο,
προς το παλάτι του Άδη, της φοβερής της Περσεφόνης,
να πάρουμε χρησμό απ᾽ του θηβαίου Τειρεσία την ψυχή.»
Ακούγοντας τον λόγο μου, σπάραξε η φτωχή καρδιά τους·
κάθονται κάτω, στήνουν θρήνο γοερό, τραβούσαν τα μακριά μαλλιά τους,
όμως το τόσο κλάμα τους δεν έφερνε όφελος κανένα.
Κι όσο εμείς κινούσαμε να φτάσουμε στο γρήγορο καράβι,
570στο περιγιάλι της θαλάσσης, με την καρδιά βαριά, χύνοντας μαύρο δάκρυ,
πρόλαβε η Κίρκη, έφτασε πρώτη, κι έδεσε
στο μαύρο πλοίο πρόβατο μαύρο θηλυκό — εύκολα, πολύ εύκολα
μας είχε προσπεράσει. Ποιος θα μπορούσε αλήθεια ένα θεό,
αν δεν το θέλει ο ίδιος, με τα θνητά του μάτια κάποιος να τον δει,
όταν αυτός εδώ κι εκεί κυκλοφορεί αθέατος;