Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΟΜΗΡΟΣ

Ὀδύσσεια (7.1-7.77)


Ραψωδία η


Ὣς ὁ μὲν ἔνθ᾽ ἠρᾶτο πολύτλας δῖος Ὀδυσσεύς,
κούρην δὲ προτὶ ἄστυ φέρεν μένος ἡμιόνοιϊν.
ἡ δ᾽ ὅτε δὴ οὗ πατρὸς ἀγακλυτὰ δώμαθ᾽ ἵκανε,
στῆσεν ἄρ᾽ ἐν προθύροισι, κασίγνητοι δέ μιν ἀμφὶς
5 ἵσταντ᾽ ἀθανάτοις ἐναλίγκιοι, οἵ ῥ᾽ ὑπ᾽ ἀπήνης
ἡμιόνους ἔλυον ἐσθῆτά τε ἔσφερον εἴσω.
αὐτὴ δ᾽ ἐς θάλαμον ἑὸν ἤϊε· δαῖε δέ οἱ πῦρ
γρηῢς Ἀπειραίη, θαλαμηπόλος Εὐρυμέδουσα,
τήν ποτ᾽ Ἀπείρηθεν νέες ἤγαγον ἀμφιέλισσαι·
10 Ἀλκινόῳ δ᾽ αὐτὴν γέρας ἔξελον, οὕνεκα πᾶσι
Φαιήκεσσιν ἄνασσε, θεοῦ δ᾽ ὣς δῆμος ἄκουεν·
ἣ τρέφε Ναυσικάαν λευκώλενον ἐν μεγάροισιν.
ἥ οἱ πῦρ ἀνέκαιε καὶ εἴσω δόρπον ἐκόσμει.
Καὶ τότ᾽ Ὀδυσσεὺς ὦρτο πόλινδ᾽ ἴμεν· ἀμφὶ δ᾽ Ἀθήνη
15 πολλὴν ἠέρα χεῦε φίλα φρονέουσ᾽ Ὀδυσῆϊ,
μή τις Φαιήκων μεγαθύμων ἀντιβολήσας
κερτομέοι ἐπέεσσι καὶ ἐξερέοιθ᾽ ὅτις εἴη.
ἀλλ᾽ ὅτε δὴ ἄρ᾽ ἔμελλε πόλιν δύσεσθαι ἐραννήν,
ἔνθα οἱ ἀντεβόλησε θεὰ γλαυκῶπις Ἀθήνη
20 παρθενικῇ ἐϊκυῖα νεήνιδι, κάλπιν ἐχούσῃ.
στῆ δὲ πρόσθ᾽ αὐτοῦ· ὁ δ᾽ ἀνείρετο δῖος Ὀδυσσεύς·
«Ὦ τέκος, οὐκ ἄν μοι δόμον ἀνέρος ἡγήσαιο
Ἀλκινόου, ὃς τοῖσδε μετ᾽ ἀνθρώποισιν ἀνάσσει;
καὶ γὰρ ἐγὼ ξεῖνος ταλαπείριος ἐνθάδ᾽ ἱκάνω
25 τηλόθεν ἐξ ἀπίης γαίης· τῷ οὔ τινα οἶδα
ἀνθρώπων, οἳ τήνδε πόλιν καὶ ἔργα νέμονται.»
Τὸν δ᾽ αὖτε προσέειπε θεὰ γλαυκῶπις Ἀθήνη·
«τοιγὰρ ἐγώ τοι, ξεῖνε πάτερ, δόμον ὅν με κελεύεις
δείξω, ἐπεί μοι πατρὸς ἀμύμονος ἐγγύθι ναίει.
30 ἀλλ᾽ ἴθι σιγῇ τοῖον, ἐγὼ δ᾽ ὁδὸν ἡγεμονεύσω,
μηδέ τιν᾽ ἀνθρώπων προτιόσσεο μηδ᾽ ἐρέεινε.
οὐ γὰρ ξείνους οἵδε μάλ᾽ ἀνθρώπους ἀνέχονται,
οὐδ᾽ ἀγαπαζόμενοι φιλέουσ᾽, ὅς κ᾽ ἄλλοθεν ἔλθῃ.
νηυσὶ θοῇσιν τοί γε πεποιθότες ὠκείῃσι
35 λαῖτμα μέγ᾽ ἐκπερόωσιν, ἐπεί σφισι δῶκ᾽ ἐνοσίχθων·
τῶν νέες ὠκεῖαι ὡς εἰ πτερὸν ἠὲ νόημα.»
Ὣς ἄρα φωνήσασ᾽ ἡγήσατο Παλλὰς Ἀθήνη
καρπαλίμως· ὁ δ᾽ ἔπειτα μετ᾽ ἴχνια βαῖνε θεοῖο.
τὸν δ᾽ ἄρα Φαίηκες ναυσικλυτοὶ οὐκ ἐνόησαν
40 ἐρχόμενον κατὰ ἄστυ διὰ σφέας· οὐ γὰρ Ἀθήνη
εἴα ἐϋπλόκαμος, δεινὴ θεός, ἥ ῥά οἱ ἀχλὺν
θεσπεσίην κατέχευε φίλα φρονέουσ᾽ ἐνὶ θυμῷ.
θαύμαζεν δ᾽ Ὀδυσεὺς λιμένας καὶ νῆας ἐΐσας,
αὐτῶν θ᾽ ἡρώων ἀγορὰς καὶ τείχεα μακρά,
45 ὑψηλά, σκολόπεσσιν ἀρηρότα, θαῦμα ἰδέσθαι.
ἀλλ᾽ ὅτε δὴ βασιλῆος ἀγακλυτὰ δώμαθ᾽ ἵκοντο,
τοῖσι δὲ μύθων ἄρχε θεὰ γλαυκῶπις Ἀθήνη·
«Οὗτος δή τοι, ξεῖνε πάτερ, δόμος, ὅν με κελεύεις
πεφραδέμεν· δήεις δὲ διοτρεφέας βασιλῆας
50 δαίτην δαινυμένους· σὺ δ᾽ ἔσω κίε μηδέ τι θυμῷ
τάρβει· θαρσαλέος γὰρ ἀνὴρ ἐν πᾶσιν ἀμείνων
ἔργοισιν τελέθει, εἰ καί ποθεν ἄλλοθεν ἔλθοι.
δέσποιναν μὲν πρῶτα κιχήσεαι ἐν μεγάροισιν·
Ἀρήτη δ᾽ ὄνομ᾽ ἐστὶν ἐπώνυμον, ἐκ δὲ τοκήων
55 τῶν αὐτῶν οἵ περ τέκον Ἀλκίνοον βασιλῆα.
Ναυσίθοον μὲν πρῶτα Ποσειδάων ἐνοσίχθων
γείνατο καὶ Περίβοια, γυναικῶν εἶδος ἀρίστη,
ὁπλοτάτη θυγάτηρ μεγαλήτορος Εὐρυμέδοντος,
ὅς ποθ᾽ ὑπερθύμοισι Γιγάντεσσιν βασίλευεν.
60 ἀλλ᾽ ὁ μὲν ὤλεσε λαὸν ἀτάσθαλον, ὤλετο δ᾽ αὐτός,
τῇ δὲ Ποσειδάων ἐμίγη, καὶ ἐγείνατο παῖδα
Ναυσίθοον μεγάθυμον, ὃς ἐν Φαίηξιν ἄνασσε·
Ναυσίθοος δ᾽ ἔτεκεν Ῥηξήνορά τ᾽ Ἀλκίνοόν τε.
τὸν μὲν ἄκουρον ἐόντα βάλ᾽ ἀργυρότοξος Ἀπόλλων
65 νυμφίον ἐν μεγάρῳ, μίαν οἴην παῖδα λιπόντα
Ἀρήτην· τὴν δ᾽ Ἀλκίνοος ποιήσατ᾽ ἄκοιτιν,
καί μιν ἔτισ᾽ ὡς οὔ τις ἐπὶ χθονὶ τίεται ἄλλη,
ὅσσαι νῦν γε γυναῖκες ὑπ᾽ ἀνδράσιν οἶκον ἔχουσιν.
ὣς κείνη περὶ κῆρι τετίμηταί τε καὶ ἔστιν
70 ἔκ τε φίλων παίδων ἔκ τ᾽ αὐτοῦ Ἀλκινόοιο
καὶ λαῶν, οἵ μίν ῥα θεὸν ὣς εἰσορόωντες
δειδέχαται μύθοισιν, ὅτε στείχῃσ᾽ ἀνὰ ἄστυ.
οὐ μὲν γάρ τι νόου γε καὶ αὐτὴ δεύεται ἐσθλοῦ·
οἷσί τ᾽ εὖ φρονέῃσι, καὶ ἀνδράσι νείκεα λύει.
75 εἴ κέν τοι κείνη γε φίλα φρονέῃσ᾽ ἐνὶ θυμῷ,
ἐλπωρή τοι ἔπειτα φίλους ἰδέειν καὶ ἱκέσθαι
οἶκον ἐς ὑψόροφον καὶ σὴν ἐς πατρίδα γαῖαν.»


Ραψωδία η


Ὀδυσσέως εἴσοδος πρὸς Ἀλκίνουν

Ύψωνε εκείνος την ευχή του, βασανισμένος ο Οδυσσέας και θείος,
ενώ την κόρη προς την πόλη οι μούλες πρόθυμες την οδηγούσαν.
Κι όταν σε λίγο στο λαμπρό παλάτι φτάνει του πατέρα της,
στα πρόθυρά του τις σταμάτησε, κι ευθύς τα αδέλφια της,
ωραίοι στην όψη σαν αθάνατοι, βγήκαν να της παρασταθούν·
λύνουν τις μούλες απ᾽ το αμάξι κι έφεραν μέσα τις φορεσιές.
Τότε κι εκείνη βάδιζε στην κάμαρή της, όπου της είχε ανάψει
η Ευρυμέδουσα φωτιά· γερόντισσα θαλαμηπόλος, φερμένη
με καράβια ευέλικτα από την Απείρη, όταν τη διάλεξαν
10για να τιμήσουν τον Αλκίνοο, όλης της χώρας των Φαιάκων
βασιλιά, που ο κόσμος τον υπάκουε, τον είχε σαν θεό.
Αυτή μεγάλωσε τη Ναυσικά, άσπιλη και λευκή, μες στο παλάτι,
αυτή της άναψε φωτιά, και τώρα της ετοίμαζε το δείπνο.
Στο μεταξύ κι ο Οδυσσέας κίνησε να πάει στην πόλη· τότε
επεμβαίνει η Αθηνά γύρω του χύνοντας, από φροντίδα φιλική, σύννεφο
ομίχλης, μήπως, περήφανοι όπως είναι οι Φαίακες, κάποιος τον απαντήσει
και τον προσβάλει με τα λόγια του τον Οδυσσέα,
επίμονα ρωτώντας τον ποιος είναι.
Κι όπως πια κόντευε να μπει στην τρισχαριτωμένη πόλη,
βγήκε, τα μάτια λάμποντας, στον δρόμο του η θεά Αθηνά,
20την όψη παίρνοντας κόρης παρθενικής μ᾽ ένα σταμνί στο χέρι.
Κι όταν σταμάτησε μπροστά του, ο θείος Οδυσσέας τη ρωτούσε:
«Κόρη μου, αν ήθελες εσύ να γίνεις οδηγός μου, το σπίτι
να μου δείξεις του Αλκινόου που βασιλεύει ανάμεσά σας;
Γιατί, πολύπαθος εγώ και ξένος, φτασμένος από χώρα μακρινή,
εδώ δεν ξέρω άνθρωπο κανένα, από όσους νέμονται την πόλη αυτή
και τα αγαθά της.»
Αμέσως, λάμποντας τα μάτια, ανταποκρίθηκε η θεά Αθηνά:
«Μετά χαράς, πατέρα ξένε, θα σου δείξω το σπίτι εκείνο που γυρεύεις·
είναι γειτονικό στο τιμημένο πατρικό μου.
30Μόνο ξοπίσω μου να προχωρείς αμίλητος, εγώ θα προπορεύομαι,
το μάτι σου μην πέσει σε περαστικό, μήτε και να ρωτήσεις πια
άλλον κανένα. Να ξέρεις πως στα μέρη αυτά δεν υποφέρουν
οι άνθρωποι τους ξένους, δεν καταδέχονται να χαιρετήσουν φιλικά,
αν κάποιος φτάσει από αλλού.
Καμάρι τους τα γρήγορα καράβια· ταχύπλοα, μ᾽ αυτά περνούν
το μέγα κύμα· έχουν του Κοσμοσείστη χάρισμα να τρέχουν
με τα πλεούμενά τους σαν πουλιά κι όπως πετά του ανθρώπου η σκέψη.»
Έτσι μιλώντας η Αθηνά Παλλάδα, κίνησε πρώτη με σπουδή
κι ακολουθούσε εκείνος της θεάς τα χνάρια.
Δεν πήραν είδηση τον ερχομό του οι Φαίακες, θαλασσινοί με φήμη,
40που βάδιζε στην πόλη ανάμεσά τους, γιατί δεν άφησε η καλλιπλόκαμη
Αθηνά να τον γνωρίσουν· δαιμονική θεά, τον τύλιγε
μ᾽ αχλύ θεσπέσια, δείχνοντας την αγάπη της καρδιάς της.
Κι ο Οδυσσέας θαύμαζε: λιμάνια και καράβια καλοζυγισμένα,
τις αγορές που συναθροίζονται οι σπουδαίοι, τείχη μακρά,
ψηλά, προσαρμοσμένα με πασσάλους ορθωμένους —
θαύμα και χάρμα των ματιών.
Κι όταν πολύ κοντά στο τιμημένο βρέθηκαν βασιλικό παλάτι,
πήρε τον λόγο πάλι, λάμποντας τα μάτια, η θεά Αθηνά:
«Να το, πατέρα ξένε, το αρχοντικό που γύρευες να μάθεις·
εδώ θα βρεις τους βασιλείς, θεών βλαστάρια,
50στο βραδινό τραπέζι καθισμένους· μέσα προχώρησε κι εσύ,
δίχως να σ᾽ εμποδίζει ο φόβος· το ξέρεις, κερδισμένος βγαίνει
παντού και πάντα ο θαρραλέος σ᾽ ό,τι ανέλαβε, ακόμη κι όταν
ξένος φτάνει κι από ξένα μέρη.
Ωστόσο μέσα στο παλάτι, φρόνιμο είναι ν᾽ απαντήσεις
πρώτη τη βασίλισσα.
Αρήτη το όνομά της και την προσφωνούν Αρήτη, από το ίδιο γένος
με τη γενιά που ανάστησε τον βασιλιά Αλκίνοο.
Αρχή αρχή, γέννησε τον Ναυσίθοο ο κοσμοσείστης Ποσειδών
με την Περίβοια, γυναίκα ασυναγώνιστη στην ομορφιά,
κόρη στερνή του τολμηρού Ευρυμέδοντα, που υπήρξε ο βασιλιάς
των υπερήφανων Γιγάντων, ωσότου αφάνισε τον αλαζονικό λαό του,
60κι εξαφανίστηκε τότε κι αυτός.
Με την Περίβοια σμίγοντας ο Ποσειδών, γέννησε τον Ναυσίθοο,
γενναίο γιο, που έγινε ο πρώτος των Φαιάκων βασιλιάς.
Γέννησε κι ο Ναυσίθοος δυο γιους, Ρηξήνορα κι Αλκίνοο·
τον πρώτο, προτού προλάβει να χαρεί κι αυτός αγόρια,
νιόγαμπρο μέσα στο παλάτι,
με το αργυρό δοξάρι του τον τόξευσε ο Απόλλων,
κι έμεινε μόνη της η Αρήτη, μονάκριβή του θυγατέρα.
Αυτήν ο Αλκίνοος την πήρε νόμιμη γυναίκα του και την ετίμησε,
όπως καμιά στον κόσμο άλλη δεν τιμήθηκε, όσες γυναίκες κυβερνούν
το σπιτικό τους, κυβερνημένες απ᾽ τους άντρες τους.
Τόσο μεγάλη της Αρήτης η τιμή, που την τιμούν εγκάρδια
70τα παιδιά της, ο βασιλιάς Αλκίνοος αλλά και σύμπας ο λαός.
Όταν στην τειχισμένη πόλη περπατεί, όλοι τη χαιρετούν μ᾽ αγάπη,
τη βλέπουν και την έχουν σαν θεά.
Γιατί σε νου και γνώση κανενός δεν υπολείπεται,
σ᾽ όποιους την αγαθή της γνώμη φανερώνει· και των αντρών ακόμη
λύνει τις διαφορές.
Μόνο αν εκείνη με συμπάθεια σε δεχτεί, υπάρχει ελπίδα
ν᾽ απαντήσεις τους δικούς σου, να φτάσεις στο αψηλό σου σπίτι,
και να πατήσεις της πατρίδας σου το χώμα.»