Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ

Ἄλκηστις (238-279)


ΕΠΕΙΣΟΔΙΟΝ ΔΕΥΤΕΡΟΝ


οὔποτε φήσω γάμον εὐφραίνειν
πλέον ἢ λυπεῖν, τοῖς τε πάροιθεν
240τεκμαιρόμενος καὶ τάσδε τύχας
λεύσσων βασιλέως, ὅστις ἀρίστης
ἀπλακὼν ἀλόχου τῆσδ᾽ ἀβίωτον
τὸν ἔπειτα χρόνον βιοτεύσει.

ΑΛΚΗΣΤΙΣ
Ἅλιε καὶ φάος ἁμέρας, [στρ. α]
245οὐράνιαί τε δῖναι νεφέλας δρομαίου.
ΑΔΜΗΤΟΣ
ὁρᾷ σὲ κἀμέ, δύο κακῶς πεπραγότας,
οὐδὲν θεοὺς δράσαντας ἀνθ᾽ ὅτου θανῇ.

ΑΛ. γαῖά τε καὶ μελάθρων στέγαι [ἀντ. α]
νυμφίδιοί τε κοῖται πατρίας Ἰωλκοῦ.
250ΑΔ. ἔπαιρε σαυτήν, ὦ τάλαινα, μὴ προδῷς·
λίσσου δὲ τοὺς κρατοῦντας οἰκτῖραι θεούς.

ΑΛ. ὁρῶ δίκωπον ὁρῶ σκάφος ἐν λίμνᾳ· [στρ. β]
νεκύων δὲ πορθμεὺς
ἔχων χέρ᾽ ἐπὶ κοντῷ Χάρων
255 μ᾽ ἤδη καλεῖ· Τί μέλλεις;
ἐπείγου· σὺ κατείργεις. τάδε τοί με
σπερχόμενος ταχύνει.
ΑΔ. οἴμοι, πικράν γε τήνδε μοι ναυκληρίαν
ἔλεξας. ὦ δύσδαιμον, οἷα πάσχομεν.

ΑΛ. ἄγει μ᾽ ἄγει τις· ἄγει μέ τις —οὐχ ὁρᾷς;— [ἀντ. β]
260νεκύων ἐς αὐλάν,
ὑπ᾽ ὀφρύσι κυαναυγέσι
βλέπων πτερωτός — † ἅιδας†.
[μέθες με·] τί ῥέξεις; ἄφες. — οἵαν ὁδὸν ἁ δει-
λαιότατα προβαίνω.
ΑΔ. οἰκτρὰν φίλοισιν, ἐκ δὲ τῶν μάλιστ᾽ ἐμοὶ
265καὶ παισίν, οἷς δὴ πένθος ἐν κοινῷ τόδε.

ΑΛ. μέθετε μέθετέ μ᾽ ἤδη. [ἐπῳδ.]
κλίνατ᾽, οὐ σθένω ποσίν·
πλησίον Ἅιδας.
σκοτία δ᾽ ἐπ᾽ ὄσσοισι νὺξ ἐφέρπει.
270τέκνα, τέκν᾽, οὐκέτι δὴ
οὐκέτι μάτηρ σφῷν ἔστιν.
χαίροντες, ὦ τέκνα, τόδε φάος ὁρῴτον.
ΑΔ. οἴμοι· τόδ᾽ ἔπος λυπρὸν ἀκούω
καὶ παντὸς ἐμοὶ θανάτου μεῖζον.
275μὴ πρός ‹σε› θεῶν τλῇς με προδοῦναι,
μὴ πρὸς παίδων οὓς ὀρφανιεῖς,
ἀλλ᾽ ἄνα, τόλμα·
σοῦ γὰρ φθιμένης οὐκέτ᾽ ἂν εἴην·
ἐν σοὶ δ᾽ ἐσμὲν καὶ ζῆν καὶ μή·
σὴν γὰρ φιλίαν σεβόμεσθα.


ΔΕΥΤΕΡΟ ΕΠΕΙΣΟΔΙΟ


ΚΟΡ. Α, ποτέ δε θα πω πως του γάμου οι χαρές
ξεπερνούν τα φαρμάκια που αυτός μας ποτίζει·
240το ᾽δα κι άλλες φορές, βλέπω τώρα κι αυτή
του καλού βασιλιά τη βαριά συμφορά,
που την έξοχη χάνει γυναίκα, και πια
μιαν αβάσταχτη τώρα ζωή θα περνάει.

ΑΛΚΗΣΤΗ
Ω φως της ημέρας, ω ήλιε εσύ,
κι ω στροβιλίσματα νεφών που τρέχουνε στα ουράνια!
ΑΔΜΗΤΟΣ
Μας βλέπει, τους δυο δύστυχους· πεθαίνεις
χωρίς ποτέ στους θεούς να ᾽χουμε φταίξει.

ΑΛΚ. Ω γη, και του σπιτιού σκεπή,
και της πατρίδας, της Ιωλκού, ω νυφικό κρεβάτι!
250ΑΔΜ. Ανασηκώσου, μη μ᾽ αφήνεις· δεήσου
στους δυνατούς θεούς να σπλαχνιστούνε.

ΑΛΚ. Βλέπω ένα πλοίο με δυο κουπιά,
και με το χέρι στο κοντάρι
το Χάρωνα, νεκρών περαματάρη,
που κράζει κιόλας: «Πώς αργείς;
Πιο γρήγορα, έλα! Μη με κάνεις
εσύ την ώρα μου να χάνω».
Αυτά μου λέει, και να βιαστώ με πιέζει.
ΑΔΜ. Ταξίδι, οϊμέ, πικρό, φαρμακωμένο.
Δυστυχισμένη, τί κακό μας βρήκε!

ΑΛΚ. Κάποιος με σέρνει, με τραβά
260– δε βλέπεις; – θέλει να με φέρει
κάτω στων πεθαμένων το λημέρι·
φλόγες τα μάτια του πετούν
κάτω απ᾽ τα μαύρα φρύδια· κι έχει
φτερούγες. Ο Άδης! Τί θα κάμεις;
Άσε με, μη! Τί στράτα παίρνω η δόλια!
ΑΔΜ. Πικρή στους φίλους, πιο πικρή σ᾽ εμένα
και στα παιδιά, της θλίψης μου συντρόφους.

ΑΛΚ. Αφήστε με πια, αφήστε με·
δε με κρατούν τα πόδια μου·
πλαγιάστε με, σιμώνει ο Άδης·
στα δυο μου μάτια χύνεται νύχτας σκοτάδι.
270Παιδάκια μου, παιδάκια μου, δεν έχετε πια μάνα·
τελειώνω. Εσείς, παιδιά μου,
να ζήσετε, να χαίρεστε το φως τη μέρας.
ΑΔΜ. Τί πικρός, πιο βαρύς
κι από θάνατο ο λόγος σου αυτός.
Στ᾽ όνομα, αχ, των θεών, μη μ᾽ αφήσεις, ω, μη,
στ᾽ όνομα, αχ, των παιδιών, που ορφανά
θ᾽ απομείνουνε· σήκω, έχε θάρρος·
αν πεθάνεις, κι εγώ θα χαθώ·
τη δική μας ζωή και το θάνατο εσύ
μες στα δυο σου τα χέρια κρατάς.
Είν᾽ η αγάπη σου πράγμα ιερό για μας όλους.