Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ

Ἄλκηστις (435-475)


ΣΤΑΣΙΜΟΝ ΔΕΥΤΕΡΟΝ


435ΧΟ. ὦ Πελίου θύγατερ, [στρ. α]
χαίρουσά μοι εἰν Ἀίδαο δόμοις
τὸν ἀνάλιον οἶκον οἰκετεύοις.
ἴστω δ᾽ Ἀίδας ὁ μελαγχαίτας θεὸς ὅς τ᾽ ἐπὶ κώπᾳ
440πηδαλίῳ τε γέρων
νεκροπομπὸς ἵζει,
πολὺ δὴ πολὺ δὴ γυναῖκ᾽ ἀρίσταν
λίμναν Ἀχεροντίαν πορεύ-
σας ἐλάτᾳ δικώπῳ.

445πολλά σε μουσοπόλοι [ἀντ. α]
μέλψουσι καθ᾽ ἑπτάτονόν τ᾽ ὀρείαν
χέλυν ἔν τ᾽ ἀλύροις κλέοντες ὕμνοις,
Σπάρτᾳ κύκλος ἁνίκα Καρνείου περινίσσεται ὥρας
450μηνός, ἀειρομένας
παννύχου σελάνας,
λιπαραῖσί τ᾽ ἐν ὀλβίαις Ἀθάναις.
τοίαν ἔλιπες θανοῦσα μολ-
πὰν μελέων ἀοιδοῖς.

455εἴθ᾽ ἐπ᾽ ἐμοὶ μὲν εἴη, [στρ. β]
δυναίμαν δέ σε πέμψαι
φάος ἐξ Ἀίδα τεράμνων
καὶ Κωκυτοῖο ῥεέθρων
ποταμίᾳ νερτέρᾳ τε κώπᾳ.
460σὺ γάρ, ὦ μόνα, ὦ φίλα γυναικῶν,
σὺ τὸν αὑτᾶς
ἔτλας πόσιν ἀντὶ σᾶς ἀμεῖψαι
ψυχᾶς ἐξ Ἅιδα. κούφα σοι
χθὼν ἐπάνωθε πέσοι, γύναι. εἰ δέ τι
καινὸν ἕλοιτο πόσις λέχος, ἦ μάλ᾽ ἂν ἔμοιγ᾽ ἂν εἴη
465στυγηθεὶς τέκνοις τε τοῖς σοῖς.

ματέρος οὐ θελούσας [ἀντ. β]
πρὸ παιδὸς χθονὶ κρύψαι
δέμας, οὐδὲ πατρὸς γεραιοῦ,
‹. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .›
ὃν ἔτεκον δ᾽, οὐκ ἔτλαν ῥύεσθαι,
470σχετλίω, πολιὰν ἔχοντε χαίταν.
σὺ δ᾽ ἐν ἥβᾳ
νέᾳ προθανοῦσα φωτὸς οἴχῃ.
τοιαύτας εἴη μοι κῦρσαι
συνδυάδος φιλίας [ἀλόχου]· τοῦτο γὰρ
ἐν βιότῳ σπάνιον μέρος· ἦ γὰρ ἂν ἔμοιγ᾽ ἄλυπος
475δι᾽ αἰῶνος ἂν ξυνείη.


ΔΕΥΤΕΡΟ ΣΤΑΣΙΜΟ


ΧΟΡ. Ω κόρη του Πελία εσύ,
στον κάτω κόσμο τη χαρά
να ᾽χεις για πάντα συντροφιά στο ανήλιαγο λημέρι.
Να ξέρει ο Άδης, ο θεός που ολόμαυρα έχει τα μαλλιά,
440κι ο γέρος των νεκρών περαματάρης,
που δοιάκι και κουπί κρατά στο χέρι,
ότι ποτέ στη βάρκα του, ποτέ ως αυτή τη μέρα,
γυναίκα με της Άλκηστης την αρετή δεν πέρασε
την Αχερόντια λίμνη πέρα.

Στη λύρα την εφτάχορδη
και δίχως λύρας συνοδιά
ύμνους οι εργάτες των Μουσών για σένα θα ταιριάζουν
μες στην Αθήνα τη λαμπρή, την πόλη την καλότυχη,
και μες στη Σπάρτη, όταν εκεί τα Κάρνεια,
450που φέρνει ο γύρος των ωρών, γιορτάζουν
κι ολονυχτίς στον ουρανό λαμπρή γλιστρά η σελήνη.
Ο θάνατός σου αστέρευτη πηγή για τους λυράρηδες
τώρα, βασίλισσα, θα γίνει.

Να ᾽χα τη δύναμη,
ω να μπορούσε το δικό μου χέρι
μέσ᾽ απ᾽ τον Άδη το βαθύ, τα ρέματα του Κωκυτού,
με το κουπί τον ποταμό του κάτω κόσμου σκίζοντας,
στο φως εδώ της μέρας να σε φέρει!
460Γιατί μονάχα εσύ, κυρά ακριβή,
μονάχα εσύ την τόλμη είχες να δώσεις
θυσία τη δική σου τη ζωή,
τον άντρα σου απ᾽ τον Άδη για να σώσεις.
Να ᾽ναι το χώμα ανάλαφρο που πάνω σου θα πέσει.
Κι αν ο άντρας σου άλλη νυφική ποθήσει κλίνη,
και στα παιδιά σου μισητός μα και σ᾽ εμέ θα γίνει.

Άλλος δεν τόλμησε·
η μάνα του κι ο γέρος του πατέρας,
ενώ χορτάσαν τη ζωή και μ᾽ όλα τ᾽ άσπρα τους μαλλιά,
δε δέχτηκαν, για να σωθεί ο ακριβογιός που γέννησαν,
470να στερηθούν αυτοί το φως της μέρας.
Κι εσύ, πάνω στης νιότης τον ανθό,
για κείνον τη ζωή σου έχεις προσφέρει.
Η Μοίρα τέτοια αγάπη τρυφερή,
τέτοιο να δίνει στον καθέναν ταίρι·
βέβαια, το ξέρω, είναι πολύ σπάνια μια τέτοια τύχη·
αλλ᾽ αν δοθεί, σε τέτοιας γυναικός το πλάι
όλη η ζωή χωρίς καημούς και βάσανα κυλάει.