Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ

Ἄλκηστις (328-392)


ΑΔ. ἔσται τάδ᾽ ἔσται, μὴ τρέσῃς· ἐπεί σ᾽ ἐγὼ
καὶ ζῶσαν εἶχον καὶ θανοῦσ᾽ ἐμὴ γυνὴ
330μόνη κεκλήσῃ, κοὔτις ἀντὶ σοῦ ποτε
τόνδ᾽ ἄνδρα νύμφη Θεσσαλὶς προσφθέγξεται.
οὐκ ἔστιν οὕτως οὔτε πατρὸς εὐγενοῦς
οὔτ᾽ εἶδος ἄλλως ἐκπρεπεστάτη γυνή.
ἅλις δὲ παίδων· τῶνδ᾽ ὄνησιν εὔχομαι
335θεοῖς γενέσθαι· σοῦ γὰρ οὐκ ὠνήμεθα.
οἴσω δὲ πένθος οὐκ ἐτήσιον τὸ σόν,
ἀλλ᾽ ἔστ᾽ ἂν αἰὼν οὑμὸς ἀντέχῃ, γύναι,
στυγῶν μὲν ἥ μ᾽ ἔτικτεν, ἐχθαίρων δ᾽ ἐμὸν
πατέρα· λόγῳ γὰρ ἦσαν οὐκ ἔργῳ φίλοι.
340σὺ δ᾽ ἀντιδοῦσα τῆς ἐμῆς τὰ φίλτατα
ψυχῆς ἔσωσας. ἆρά μοι στένειν πάρα
τοιᾶσδ᾽ ἁμαρτάνοντι συζύγου σέθεν;
παύσω δὲ κώμους συμποτῶν θ᾽ ὁμιλίας
στεφάνους τε μοῦσάν θ᾽ ἣ κατεῖχ᾽ ἐμοὺς δόμους.
345οὐ γάρ ποτ᾽ οὔτ᾽ ἂν βαρβίτου θίγοιμ᾽ ἔτι
οὔτ᾽ ἂν φρέν᾽ ἐξάροιμι πρὸς Λίβυν λακεῖν
αὐλόν· σὺ γάρ μου τέρψιν ἐξείλου βίου.
σοφῇ δὲ χειρὶ τεκτόνων δέμας τὸ σὸν
εἰκασθὲν ἐν λέκτροισιν ἐκταθήσεται,
350ᾧ προσπεσοῦμαι καὶ περιπτύσσων χέρας
ὄνομα καλῶν σὸν τὴν φίλην ἐν ἀγκάλαις
δόξω γυναῖκα καίπερ οὐκ ἔχων ἔχειν·
ψυχρὰν μέν, οἶμαι, τέρψιν, ἀλλ᾽ ὅμως βάρος
ψυχῆς ἀπαντλοίην ἄν. ἐν δ᾽ ὀνείρασι
355φοιτῶσά μ᾽ εὐφραίνοις ἄν· ἡδὺ γὰρ φίλους
κἀν νυκτὶ λεύσσειν, ὅντιν᾽ ἂν παρῇ χρόνον.
εἰ δ᾽ Ὀρφέως μοι γλῶσσα καὶ μέλος παρῆν,
ὥστ᾽ ἢ κόρην Δήμητρος ἢ κείνης πόσιν
ὕμνοισι κηλήσαντά σ᾽ ἐξ Ἅιδου λαβεῖν,
360κατῆλθον ἄν, καί μ᾽ οὔθ᾽ ὁ Πλούτωνος κύων
οὔθ᾽ οὑπὶ κώπῃ ψυχοπομπὸς ἂν Χάρων
ἔσχον, πρὶν ἐς φῶς σὸν καταστῆσαι βίον.
ἀλλ᾽ οὖν ἐκεῖσε προσδόκα μ᾽, ὅταν θάνω,
καὶ δῶμ᾽ ἑτοίμαζ᾽, ὡς συνοικήσουσά μοι.
365ἐν ταῖσιν αὐταῖς γάρ μ᾽ ἐπισκήψω κέδροις
σοὶ τούσδε θεῖναι πλευρά τ᾽ ἐκτεῖναι πέλας
πλευροῖσι τοῖς σοῖς· μηδὲ γὰρ θανών ποτε
σοῦ χωρὶς εἴην τῆς μόνης πιστῆς ἐμοί.
ΧΟ. καὶ μὴν ἐγώ σοι πένθος ὡς φίλος φίλῳ
370λυπρὸν συνοίσω τῆσδε· καὶ γὰρ ἀξία.
ΑΛ. ὦ παῖδες, αὐτοὶ δὴ τάδ᾽ εἰσηκούσατε
πατρὸς λέγοντος μὴ γαμεῖν ἄλλην ποτὲ
γυναῖκ᾽ ἐφ᾽ ἡμῖν μηδ᾽ ἀτιμάσειν ἐμέ.
ΑΔ. καὶ νῦν γέ φημι, καὶ τελευτήσω τάδε.
375ΑΛ. ἐπὶ τοῖσδε παῖδας χειρὸς ἐξ ἐμῆς δέχου.
ΑΔ. δέχομαι, φίλον γε δῶρον ἐκ φίλης χερός.
ΑΛ. σὺ νῦν γενοῦ τοῖσδ᾽ ἀντ᾽ ἐμοῦ μήτηρ τέκνοις.
ΑΔ. πολλή μ᾽ ἀνάγκη, σοῦ γ᾽ ἀπεστερημένοις.
ΑΛ. ὦ τέκν᾽, ὅτε ζῆν χρῆν μ᾽, ἀπέρχομαι κάτω.
380ΑΔ. οἴμοι, τί δράσω δῆτα σοῦ μονούμενος;
ΑΛ. χρόνος μαλάξει σ᾽· οὐδέν ἐσθ᾽ ὁ κατθανών.
ΑΔ. ἄγου με σὺν σοί, πρὸς θεῶν, ἄγου κάτω.
ΑΛ. ἀρκοῦμεν ἡμεῖς οἱ προθνῄσκοντες σέθεν.
ΑΔ. ὦ δαῖμον, οἵας συζύγου μ᾽ ἀποστερεῖς.
385ΑΛ. καὶ μὴν σκοτεινὸν ὄμμα μου βαρύνεται.
ΑΔ. ἀπωλόμην ἄρ᾽, εἴ με δὴ λείψεις, γύναι.
ΑΛ. ὡς οὐκέτ᾽ οὖσαν οὐδὲν ἂν λέγοις ἐμέ.
ΑΔ. ὄρθου πρόσωπον, μὴ λίπῃς παῖδας σέθεν.
ΑΛ. οὐ δῆθ᾽ ἑκοῦσά γ᾽, ἀλλὰ χαίρετ᾽, ὦ τέκνα.
390ΑΔ. βλέψον πρὸς αὐτοὺς βλέψον. ΑΛ. οὐδέν εἰμ᾽ ἔτι.
ΑΔ. τί δρᾷς; προλείπεις; ΑΛ. χαῖρ᾽. ΑΔ. ἀπωλόμην τάλας.
ΧΟ. βέβηκεν, οὐκέτ᾽ ἔστιν Ἀδμήτου γυνή.


ΑΔΜ. Μην έχεις τέτοιαν έγνοια, έτσι θα γίνει·
η μόνη μου γυναίκα εσύ, όσο ζούσες·
330η μόνη, κι όταν πια μακριά μου θα είσαι·
σ᾽ όλη τη Θεσσαλία, στη θέση σου, άλλη
δε θα μου πει ποτέ ένα χαίρε· ας είναι
κι η πιο μεγάλη αρχοντοπούλα, ας είναι
κι η πιο όμορφη. Και για παιδιά, μου αρκούνε·
ας χαρώ τούτα δω· οι θεοί ας μου δώσουν
μια χάρη που δε μου ᾽δωσαν για σένα.
Θα σε πενθώ, κι όχι ένα χρόνο μόνο·
θα σε πενθώ όσο ζω· για τους γονιούς μου,
για μάνα και πατέρα, θα έχω μίσος·
με λόγια μ᾽ αγαπούσαν, όχι με έργα·
340εσύ έδωσες για με, για να με σώσεις,
το πιο ακριβό στον κόσμο, τη ζωή σου.
Να μη θρηνώ, που τέτοιο ταίρι χάνω;
Για με πια πάνε συντροφιές, στεφάνια,
χαροκόπια, τραγούδια, που αντηχούσαν
στο σπίτι μου· ποτέ πια δε θ᾽ αγγίξω
τη λύρα, ούτε ποτέ θα τραγουδήσω
πάνω στον ήχο λιβυκής φλογέρας·
τη χαρά της ζωής μαζί σου παίρνεις.
Ομοίωμα του κορμιού σου, από το χέρι
τεχνιτών καμωμένο, θα το βάλω
350στο στρώμα μέσα, κι αγκαλιάζοντάς το
και τ᾽ όνομά σου κράζοντας θα λέω
πως αγκαλιάζω εσέ τη λατρευτή μου·
κρύα ηδονή, μα της ψυχής το βάρος
έτσι, θαρρώ, θα το αλαφρώνω λίγο.
Και στα όνειρά μου αν θά ᾽ρχεσαι, η χαρά μου
θα ᾽ναι μεγάλη· είναι γλυκό να βλέπεις,
τη νύχτα, εκείνους που αγαπάς, ας είναι
και για λίγο. Του Ορφέα τη γλώσσα αν είχα,
φωνή μελωδική σαν τη δική του,
που να μπορώ απ᾽ τον Άδη να σε πάρω
μαγεύοντας της Δήμητρας την κόρη
και τον άντρα της με ύμνους, ούτε ο σκύλος
360του Πλούτωνα, ούτε ο Χάρωνας, ο γέρος
περαματάρης των ψυχών, δε θα ήταν
μπόδιο για μένα· θα ᾽τρεχα εκεί κάτω,
εδώ στο φως και πάλι να σε φέρω.
Καρτέρα με όμως όταν θα πεθάνω
κι ετοίμασε έναν τόπο εκεί, να μείνω
μαζί σου. Εγώ θ᾽ αφήσω στα παιδιά μας
παραγγελιά μες στο ίδιο να με βάλουν
κέδρινο νεκροκρέβατο που θα είσαι,
πλάι πλάι τους δυο· χωρίς εσέ, τη μόνη
πιστή μου, ούτε νεκρός δε θέλω να είμαι.
ΚΟΡ. Κι εγώ το βαρύ πένθος σου, σα φίλος,
370για την κυρά θα μοιραστώ· το αξίζει.
ΑΛΚ. Τα λόγια του πατέρα σας, παιδιά μου,
τ᾽ ακούσατε· πως δε θα μ᾽ αψηφήσει
και πως ποτέ μητριά δε θα σας δώσει.
ΑΔΜ. Το ξαναλέω, κι έτσι θα γίνει. ΑΛΚ. Τότε,
απ᾽ το χέρι μου δέξου τα.
Σπρώχνει τα παιδιά προς τον Άδμητο και αυτός τα παίρνει στην αγκαλιά του.
ΑΔΜ. Τα παίρνω,
δώρο ακριβό από χέρι που αγαπάω.
ΑΛΚ. Γίνε γι᾽ αυτά και μάνα, αντίς για μένα.
ΑΔΜ. Η ανάγκη, αφού θα ᾽ναι ορφανά από μάνα.
ΑΛΚ. Φεύγω, παιδιά μου, σε ώρα που δεν πρέπει.
380ΑΔΜ. Έρημος από σένα, αχ, τί θα κάμω;
ΑΛΚ. Μια σκιά οι νεκροί· ο καιρός θα σε ηρεμήσει.
ΑΔΜ. Αχ, σε ικετεύω, πάρε με μαζί σου.
ΑΛΚ. Πεθαίνω εγώ για σένα, κι αυτό φτάνει.
ΑΔΜ. Τί γυναίκα μού παίρνεις, Μοίρα, Μοίρα!
ΑΛΚ. Τα μάτια μου βαραίνουν, σκοτεινιάζουν.
ΑΔΜ. Είμαι κι εγώ χαμένος, αν μ᾽ αφήσεις.
ΑΛΚ. Ξέρε το, δεν υπάρχω πια. ΑΔΜ. Μη γέρνεις
το κεφάλι· πού αφήνεις τα παιδιά σου;
ΑΛΚ. Παιδιά μου, δεν το θέλω· χαίρετε όμως.
390ΑΔΜ. Γιά ρίξ᾽ τους μια ματιά. ΑΛΚ. Η ζωή μου σβήνει.
ΑΔΜ. Μ᾽ αφήνεις; ΑΛΚ. Χαίρε. ΑΔΜ. Είμαι κι εγώ χαμένος.
ΚΟΡ. Πάει του Άδμητου η γυναίκα· έχει τελειώσει.