Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΠΛΑΤΩΝ

Πολιτεία (583e-585c)

[583e] Καὶ ὅταν παύσηται ἄρα, εἶπον, χαίρων τις, ἡ τῆς ἡδονῆς ἡσυχία λυπηρὸν ἔσται.
Ἴσως, ἔφη.
Ὃ μεταξὺ ἄρα νυνδὴ ἀμφοτέρων ἔφαμεν εἶναι, τὴν ἡσυχίαν, τοῦτό ποτε ἀμφότερα ἔσται, λύπη τε καὶ ἡδονή.
Ἔοικεν.
Ἦ καὶ δυνατὸν τὸ μηδέτερα ὂν ἀμφότερα γίγνεσθαι;
Οὔ μοι δοκεῖ.
Καὶ μὴν τό γε ἡδὺ ἐν ψυχῇ γιγνόμενον καὶ τὸ λυπηρὸν κίνησίς τις ἀμφοτέρω ἐστόν· ἢ οὔ;
Ναί.
[584a] Τὸ δὲ μήτε λυπηρὸν μήτε ἡδὺ οὐχὶ ἡσυχία μέντοι καὶ ἐν μέσῳ τούτοιν ἐφάνη ἄρτι;
Ἐφάνη γάρ.
Πῶς οὖν ὀρθῶς ἔστι τὸ μὴ ἀλγεῖν ἡδὺ ἡγεῖσθαι ἢ τὸ μὴ χαίρειν ἀνιαρόν;
Οὐδαμῶς.
Οὐκ ἔστιν ἄρα τοῦτο, ἀλλὰ φαίνεται, ἦν δ᾽ ἐγώ, παρὰ τὸ ἀλγεινὸν ἡδὺ καὶ παρὰ τὸ ἡδὺ ἀλγεινὸν τότε ἡ ἡσυχία, καὶ οὐδὲν ὑγιὲς τούτων τῶν φαντασμάτων πρὸς ἡδονῆς ἀλήθειαν, ἀλλὰ γοητεία τις.
Ὡς γοῦν ὁ λόγος, ἔφη, σημαίνει.
[584b] Ἰδὲ τοίνυν, ἔφην ἐγώ, ἡδονάς, αἳ οὐκ ἐκ λυπῶν εἰσίν, ἵνα μὴ πολλάκις οἰηθῇς ἐν τῷ παρόντι οὕτω τοῦτο πεφυκέναι, ἡδονὴν μὲν παῦλαν λύπης εἶναι, λύπην δὲ ἡδονῆς.
Ποῦ δή, ἔφη, καὶ ποίας λέγεις;
Πολλαὶ μέν, εἶπον, καὶ ἄλλαι, μάλιστα δ᾽ εἰ ᾽θέλεις ἐννοῆσαι τὰς περὶ τὰς ὀσμὰς ἡδονάς. αὗται γὰρ οὐ προλυπηθέντι ἐξαίφνης ἀμήχανοι τὸ μέγεθος γίγνονται, παυσάμεναί τε λύπην οὐδεμίαν καταλείπουσιν.
Ἀληθέστατα, ἔφη.
[584c] Μὴ ἄρα πειθώμεθα καθαρὰν ἡδονὴν εἶναι τὴν λύπης ἀπαλλαγήν, μηδὲ λύπην τὴν ἡδονῆς.
Μὴ γάρ.
Ἀλλὰ μέντοι, εἶπον, αἵ γε διὰ τοῦ σώματος ἐπὶ τὴν ψυχὴν τείνουσαι καὶ λεγόμεναι ἡδοναί, σχεδὸν αἱ πλεῖσταί τε καὶ μέγισται, τούτου τοῦ εἴδους εἰσί, λυπῶν τινες ἀπαλλαγαί.
Εἰσὶ γάρ.
Οὐκοῦν καὶ αἱ πρὸ μελλόντων τούτων ἐκ προσδοκίας γιγνόμεναι προησθήσεις τε καὶ προλυπήσεις κατὰ ταὐτὰ ἔχουσιν;
Κατὰ ταὐτά.
[584d] Οἶσθ᾽ οὖν, ἦν δ᾽ ἐγώ, οἷαί εἰσιν καὶ ᾧ μάλιστα ἐοίκασιν;
Τῷ; ἔφη.
Νομίζεις τι, εἶπον, ἐν τῇ φύσει εἶναι τὸ μὲν ἄνω, τὸ δὲ κάτω, τὸ δὲ μέσον;
Ἔγωγε.
Οἴει οὖν ἄν τινα ἐκ τοῦ κάτω φερόμενον πρὸς μέσον ἄλλο τι οἴεσθαι ἢ ἄνω φέρεσθαι; καὶ ἐν μέσῳ στάντα, ἀφορῶντα ὅθεν ἐνήνεκται, ἄλλοθί που ἂν ἡγεῖσθαι εἶναι ἢ ἐν τῷ ἄνω, μὴ ἑωρακότα τὸ ἀληθῶς ἄνω;
Μὰ Δί᾽, οὐκ ἔγωγε, ἔφη, ἄλλως οἶμαι οἰηθῆναι ἂν τὸν τοιοῦτον.
[584e] Ἀλλ᾽ εἰ πάλιν γ᾽, ἔφην, φέροιτο, κάτω τ᾽ ἂν οἴοιτο φέρεσθαι καὶ ἀληθῆ οἴοιτο;
Πῶς γὰρ οὔ;
Οὐκοῦν ταῦτα πάσχοι ἂν πάντα διὰ τὸ μὴ ἔμπειρος εἶναι τοῦ ἀληθινῶς ἄνω τε ὄντος καὶ ἐν μέσῳ καὶ κάτω;
Δῆλον δή.
Θαυμάζοις ἂν οὖν εἰ καὶ οἱ ἄπειροι ἀληθείας περὶ πολλῶν τε ἄλλων μὴ ὑγιεῖς δόξας ἔχουσιν, πρός τε ἡδονὴν καὶ λύπην καὶ τὸ μεταξὺ τούτων οὕτω διάκεινται, ὥστε, ὅταν μὲν ἐπὶ τὸ [585a] λυπηρὸν φέρωνται, ἀληθῆ τε οἴονται καὶ τῷ ὄντι λυποῦνται, ὅταν δὲ ἀπὸ λύπης ἐπὶ τὸ μεταξύ, σφόδρα μὲν οἴονται πρὸς πληρώσει τε καὶ ἡδονῇ γίγνεσθαι, ὥσπερ πρὸς μέλαν φαιὸν ἀποσκοποῦντες ἀπειρίᾳ λευκοῦ, καὶ πρὸς τὸ ἄλυπον οὕτω λύπην ἀφορῶντες ἀπειρίᾳ ἡδονῆς ἀπατῶνται;
Μὰ Δία, ἦ δ᾽ ὅς, οὐκ ἂν θαυμάσαιμι, ἀλλὰ πολὺ μᾶλλον, εἰ μὴ οὕτως ἔχει.
Ὧδέ γ᾽ οὖν, εἶπον, ἐννόει· οὐχὶ πεῖνα καὶ δίψα καὶ τὰ [585b] τοιαῦτα κενώσεις τινές εἰσιν τῆς περὶ τὸ σῶμα ἕξεως;
Τί μήν;
Ἄγνοια δὲ καὶ ἀφροσύνη ἆρ᾽ οὐ κενότης ἐστὶ τῆς περὶ ψυχὴν αὖ ἕξεως;
Μάλα γε.
Οὐκοῦν πληροῖτ᾽ ἂν ὅ τε τροφῆς μεταλαμβάνων καὶ ὁ νοῦν ἴσχων;
Πῶς δ᾽ οὔ;
Πλήρωσις δὲ ἀληθεστέρα τοῦ ἧττον ἢ τοῦ μᾶλλον ὄντος;
Δῆλον ὅτι τοῦ μᾶλλον.
Πότερα οὖν ἡγῇ τὰ γένη μᾶλλον καθαρᾶς οὐσίας μετέχειν, τὰ οἷον σίτου τε καὶ ποτοῦ καὶ ὄψου καὶ συμπάσης τροφῆς, ἢ τὸ δόξης τε ἀληθοῦς εἶδος καὶ ἐπιστήμης καὶ νοῦ καὶ [585c] συλλήβδην αὖ πάσης ἀρετῆς; ὧδε δὲ κρῖνε· τὸ τοῦ ἀεὶ ὁμοίου ἐχόμενον καὶ ἀθανάτου καὶ ἀληθείας, καὶ αὐτὸ τοιοῦτον ὂν καὶ ἐν τοιούτῳ γιγνόμενον, μᾶλλον εἶναί σοι δοκεῖ, ἢ τὸ μηδέποτε ὁμοίου καὶ θνητοῦ, καὶ αὐτὸ τοιοῦτον καὶ ἐν τοιούτῳ γιγνόμενον;
Πολύ, ἔφη, διαφέρει τὸ τοῦ ἀεὶ ὁμοίου.
Ἡ οὖν ἀεὶ ὁμοίου αὐσία οὐσίας τι μᾶλλον ἢ ἐπιστήμης μετέχει;
Οὐδαμῶς.
Τί δ᾽; ἀληθείας;
Οὐδὲ τοῦτο.
Εἰ δὲ ἀληθείας ἧττον, οὐ καὶ οὐσίας;
Ἀνάγκη.

[583e] Όμως και όταν πάψει κανείς να αισθάνεται χαρά, αυτή η ησυχία της ηδονής θα του προξενήσει λύπη.
Ίσως.
Ώστε αυτή η ησυχία της ψυχής, που είπαμε ότι βρίσκεται μεταξύ ηδονής και λύπης, θα είναι κατά τις περιστάσεις και τα δύο, και λύπη και ηδονή.
Έτσι φαίνεται.
Αλλά είναι δυνατόν, αφού δεν είναι ούτε το ένα ούτε το άλλο, να είναι και τα δύο μαζί;
Δεν το πιστεύω.
Κάθε λυπηρό ή ευχάριστο συναίσθημα δεν παραδέχεσαι ότι είναι κάποια κίνηση της ψυχής; ή όχι;
Ναι.
[584a] Ενώ απεναντίας το να μην αισθάνεται κανείς ούτε χαρά ούτε λύπη δεν είπαμε ότι είναι μια κατάσταση ησυχίας και κάτι το διάμεσο μεταξύ εκείνων των δύο;
Έγινε βέβαια φανερό.
Πώς λοιπόν είναι λογικό να παραδεχτεί κανείς ότι η άρνηση της λύπης είναι ηδονή, και η άρνηση της ηδονής λύπη;
Δεν είναι διόλου λογικό.
Ώστε αυτή η κατάσταση ησυχίας δεν είναι καθαυτό ούτε ευχάριστη ούτε δυσάρεστη· αλλά φαίνεται ευχάριστη παραβαλλόμενη προς τη λύπη, και δυσάρεστη κοντά στην ηδονή· και σ᾽ όλα επομένως αυτά τα φαντάσματα δεν υπάρχει αληθινή ηδονή, αλλά μόνο κάποια μαγική ψευδαίσθηση.
Αυτό τουλάχιστο βγαίνει από τη σειρά του λόγου.
[584b] Για να μην υποθέτεις λοιπόν ότι από τη φύση της η ηδονή είναι απαλλαγή από τη λύπη και η λύπη απαλλαγή από την ηδονή, πρόσεξε να ιδείς ηδονές που δεν έρχονται ύστερ᾽ από λύπες.
Πού να υπάρχουν αυτές και ποιές είναι;
Πολλές και διάφορες, αλλά πρόσεξε, για να εννοήσεις, τις ηδονές της όσφρησης· αυτές, χωρίς να προηγηθεί κανένα δυσάρεστο συναίσθημα, ξαφνικά προξενούν μεγάλη εντύπωση στην ψυχή και, άμα πάψουν, δεν της αφήνουν καμιά λύπη.
Είναι αλήθεια αυτό.
[584c] Ας μη φανταζόμαστε λοιπόν ότι η καθαρή ηδονή είναι απλώς απαλλαγή από τη λύπη, και η καθαρή λύπη απαλλαγή από την ηδονή.
Όχι.
Μολαταύτα οι λεγόμενες ηδονές, όσες διαμέσου του σώματος φτάνουν στην ψυχή, οι περισσότερες ίσως και οι μεγαλύτερες, ανήκουν σ᾽ αυτό το είδος, είναι δηλαδή απαλλαγές από κάποια λύπη.
Είναι βέβαια.
Δεν συμβαίνει άραγε το ίδιο και με τις προαισθήσεις της χαράς και της λύπης που προκαταβολικά τις δοκιμάζομε άμα περιμένομε ένα ευχάριστο ή δυσάρεστο πράγμα;
Το ίδιο.
[584d] Ξέρεις τί είναι αυτές οι ηδονές και με τί μπορεί να τις παρομοιάσει κανείς;
Με τί;
Παραδέχεσαι ότι στη φύση υπάρχει πάνω, κάτω και μέσον;
Μάλιστα.
Εκείνος που πηγαίνει από το κάτω στο μέσον δεν φαντάζεται ότι πηγαίνει προς τα πάνω; και, όταν φτάσει στο μέσον και γυρίζει και βλέπει από πού ξεκίνησε, τί άλλο μπορεί να φαντασθεί παρά ότι βρίσκεται στο πάνω, επειδή δεν είδε ακόμη το αληθινά πάνω;
Μά την αλήθεια, δεν νομίζω ότι θα φαντασθεί αλλιώς το πράγμα.
[584e] Αν όμως κινηθεί προς την αντίθετη διεύθυνση, θα πίστευε ότι κινείται προς τα κάτω και δεν θα είχε άδικο να το πιστεύει;
Πώς όχι;
Και αυτά θα τα πάθαινε, γιατί δεν ξέρει από πείρα ποιό είναι το αληθινά πάνω και μέσον και κάτω;
Φανερό.
Θα παραξενευτείς λοιπόν, αν άνθρωποι άπειροι της αλήθειας και για πολλά άλλα πράγματα έχουν όχι σωστές δοξασίες και απέναντι στην ηδονή και στη λύπη και στη μέση μεταξύ τους κατάσταση παθαίνουν το εξής: όταν κινούνται [585a] προς τη λύπη, πιστεύουν ότι λυπούνται και πραγματικά λυπούνται· όταν όμως από τη λύπη πηγαίνουν στη μέση κατάσταση, είναι εντελώς βέβαιοι ότι βρίσκονται στην πλήρη ικανοποίηση, στην απόλαυση της ηδονής, ενώ απλούστατα γελιούνται, γιατί αντιπαραβάλλουν τη λύπη προς την έλλειψη της λύπης χωρίς να έχουν πείρα της ηδονής, όπως γελιούνται όσοι παραβάλλουν το φαιό προς το μαύρο χωρίς να ξέρουν το άσπρο;
Μά την αλήθεια θα παραξενευόμουν πολύ περισσότερο αν συνέβαινε όχι αυτό αλλά το αντίθετο.
Τώρα πρόσεχε σ᾽ αυτό που θα σου πω: η πείνα, η δίψα και οι [585b] άλλες φυσικές ανάγκες δεν είναι για το σώμα ένα είδος κενού;
Τί άλλο;
Και η άγνοια και η αφροσύνη δεν είναι είδος κενού κι αυτές για την ψυχή;
Μάλιστα.
Άραγε όποιος παίρνει τροφή δεν αποκτά κάποια πλήρωση (δεν γεμίζει ένα κενό), όπως και εκείνος που τρέφει τη διάνοιά του;
Πώς όχι;
Και ποιά είναι η τελειότερη πλήρωση, εκείνη που γίνεται με πράγματα περισσότερο ουσιαστικά ή εκείνη που γίνεται με λιγότερο ουσιαστικά πράγματα;
Φανερά, εκείνη που γίνεται με περισσότερο ουσιαστικά πράγματα.
Και ποιά πράγματα σου φαίνεται ότι μετέχουν περισσότερο στην καθαρή ουσία του όντος, τα φαγητά τάχα και τα πιοτά και γενικά οι τροφές, ή οι αληθινές δοξασίες και οι επιστήμες και τα διανοήματα και [585c] με μια λέξη όλες οι αρετές; Κρίνε το πράγμα ως εξής: ουσιαστικότερο σου φαίνεται εκείνο που έχει συνάφεια με το ον το πάντοτε όμοιο και αθάνατο και αληθές, και είναι και αυτό τέτοιο και γίνεται μέσα σ᾽ ένα τέτοιο, ή εκείνο που έχει συνάφεια με ό,τι υπόκειται στην αλλοίωση και στη φθορά και είναι και αυτό τέτοιο και γίνεται μέσα σ᾽ ένα τέτοιο πάλι;
Υπερέχει το πρώτο που έχει συνάφεια με το πάντοτε όμοιο.
Άραγε η ουσία του πάντοτε όμοιου μετέχει στην ουσία περισσότερο απ᾽ όσο μετέχει στην επιστήμη;
Διόλου.
Μήπως τάχα περισσότερο απ᾽ όσο μετέχει στην αλήθεια;
Ούτε τούτο.
Αν μετείχε στην αλήθεια λιγότερο, δεν θα μετείχε λιγότερο και στην ουσία;
Κατ᾽ ανάγκη.