Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΠΛΑΤΩΝ

Πολιτεία (588b-590d)

[588b] Εἶεν δή, εἶπον· ἐπειδὴ ἐνταῦθα λόγου γεγόναμεν, ἀναλάβωμεν τὰ πρῶτα λεχθέντα, δι᾽ ἃ δεῦρ᾽ ἥκομεν. ἦν δέ που λεγόμενον λυσιτελεῖν ἀδικεῖν τῷ τελέως μὲν ἀδίκῳ, δοξαζομένῳ δὲ δικαίῳ· ἢ οὐχ οὕτως ἐλέχθη;
Οὕτω μὲν οὖν.
Νῦν δή, ἔφην, αὐτῷ διαλεγώμεθα, ἐπειδὴ διωμολογησάμεθα τό τε ἀδικεῖν καὶ τὸ δίκαια πράττειν ἣν ἑκάτερον ἔχει δύναμιν.
Πῶς; ἔφη.
Εἰκόνα πλάσαντες τῆς ψυχῆς λόγῳ, ἵνα εἰδῇ ὁ ἐκεῖνα λέγων οἷα ἔλεγεν.
[588c] Ποίαν τινά; ἦ δ᾽ ὅς.
Τῶν τοιούτων τινά, ἦν δ᾽ ἐγώ, οἷαι μυθολογοῦνται παλαιαὶ γενέσθαι φύσεις, ἥ τε Χιμαίρας καὶ ἡ Σκύλλης καὶ Κερβέρου, καὶ ἄλλαι τινὲς συχναὶ λέγονται συμπεφυκυῖαι ἰδέαι πολλαὶ εἰς ἓν γενέσθαι.
Λέγονται γάρ, ἔφη.
Πλάττε τοίνυν μίαν μὲν ἰδέαν θηρίου ποικίλου καὶ πολυκεφάλου, ἡμέρων δὲ θηρίων ἔχοντος κεφαλὰς κύκλῳ καὶ ἀγρίων, καὶ δυνατοῦ μεταβάλλειν καὶ φύειν ἐξ αὑτοῦ πάντα ταῦτα.
[588d] Δεινοῦ πλάστου, ἔφη, τὸ ἔργον· ὅμως δέ, ἐπειδὴ εὐπλαστότερον κηροῦ καὶ τῶν τοιούτων λόγος, πεπλάσθω.
Μίαν δὴ τοίνυν ἄλλην ἰδέαν λέοντος, μίαν δὲ ἀνθρώπου· πολὺ δὲ μέγιστον ἔστω τὸ πρῶτον καὶ δεύτερον τὸ δεύτερον.
Ταῦτα, ἔφη, ῥᾴω, καὶ πέπλασται.
Σύναπτε τοίνυν αὐτὰ εἰς ἓν τρία ὄντα, ὥστε πῃ συμπεφυκέναι ἀλλήλοις.
Συνῆπται, ἔφη.
Περίπλασον δὴ αὐτοῖς ἔξωθεν ἑνὸς εἰκόνα, τὴν τοῦ ἀνθρώπου, ὥστε τῷ μὴ δυναμένῳ τὰ ἐντὸς ὁρᾶν, ἀλλὰ τὸ [588e] ἔξω μόνον ἔλυτρον ὁρῶντι, ἓν ζῷον φαίνεσθαι, ἄνθρωπον.
Περιπέπλασται, ἔφη.
Λέγωμεν δὴ τῷ λέγοντι ὡς λυσιτελεῖ τούτῳ ἀδικεῖν τῷ ἀνθρώπῳ, δίκαια δὲ πράττειν οὐ συμφέρει, ὅτι οὐδὲν ἄλλο φησὶν ἢ λυσιτελεῖν αὐτῷ τὸ παντοδαπὸν θηρίον εὐωχοῦντι ποιεῖν ἰσχυρὸν καὶ τὸν λέοντα καὶ τὰ περὶ τὸν λέοντα, τὸν [589a] δὲ ἄνθρωπον λιμοκτονεῖν καὶ ποιεῖν ἀσθενῆ, ὥστε ἕλκεσθαι ὅπῃ ἂν ἐκείνων ὁπότερον ἄγῃ, καὶ μηδὲν ἕτερον ἑτέρῳ συνεθίζειν μηδὲ φίλον ποιεῖν, ἀλλ᾽ ἐᾶν αὐτὰ ἐν αὑτοῖς δάκνεσθαί τε καὶ μαχόμενα ἐσθίειν ἄλληλα.
Παντάπασι γάρ, ἔφη, ταῦτ᾽ ἂν λέγοι ὁ τὸ ἀδικεῖν ἐπαινῶν.
Οὐκοῦν αὖ ὁ τὰ δίκαια λέγων λυσιτελεῖν φαίη ἂν δεῖν ταῦτα πράττειν καὶ ταῦτα λέγειν, ὅθεν τοῦ ἀνθρώπου ὁ ἐντὸς [589b] ἄνθρωπος ἔσται ἐγκρατέστατος, καὶ τοῦ πολυκεφάλου θρέμματος ἐπιμελήσεται ὥσπερ γεωργός, τὰ μὲν ἥμερα τρέφων καὶ τιθασεύων, τὰ δὲ ἄγρια ἀποκωλύων φύεσθαι, σύμμαχον ποιησάμενος τὴν τοῦ λέοντος φύσιν, καὶ κοινῇ πάντων κηδόμενος, φίλα ποιησάμενος ἀλλήλοις τε καὶ αὑτῷ, οὕτω θρέψει;
Κομιδῇ γὰρ αὖ λέγει ταῦτα ὁ τὸ δίκαιον ἐπαινῶν.
Κατὰ πάντα τρόπον δὴ ὁ μὲν τὰ δίκαια ἐγκωμιάζων [589c] ἀληθῆ ἂν λέγοι, ὁ δὲ τὰ ἄδικα ψεύδοιτο. πρός τε γὰρ ἡδονὴν καὶ πρὸς εὐδοξίαν καὶ ὠφελίαν σκοπουμένῳ ὁ μὲν ἐπαινέτης τοῦ δικαίου ἀληθεύει, ὁ δὲ ψέκτης οὐδὲν ὑγιὲς οὐδ᾽ εἰδὼς ψέγει ὅτι ψέγει.
Οὔ μοι δοκεῖ, ἦ δ᾽ ὅς, οὐδαμῇ γε.
Πείθωμεν τοίνυν αὐτὸν πρᾴως —οὐ γὰρ ἑκὼν ἁμαρτάνει— ἐρωτῶντες· Ὦ μακάριε, οὐ καὶ τὰ καλὰ καὶ αἰσχρὰ νόμιμα διὰ τὰ τοιαῦτ᾽ ἂν φαῖμεν γεγονέναι· τὰ μὲν καλὰ τὰ ὑπὸ [589d] τῷ ἀνθρώπῳ, μᾶλλον δὲ ἴσως τὰ ὑπὸ τῷ θείῳ τὰ θηριώδη ποιοῦντα τῆς φύσεως, αἰσχρὰ δὲ τὰ ὑπὸ τῷ ἀγρίῳ τὸ ἥμερον δουλούμενα; συμφήσει· ἢ πῶς;
Ἐάν μοι, ἔφη, πείθηται.
Ἔστιν οὖν, εἶπον, ὅτῳ λυσιτελεῖ ἐκ τούτου τοῦ λόγου χρυσίον λαμβάνειν ἀδίκως, εἴπερ τοιόνδε τι γίγνεται, λαμβάνων τὸ χρυσίον ἅμα καταδουλοῦται τὸ βέλτιστον ἑαυτοῦ [589e] τῷ μοχθηροτάτῳ; ἢ εἰ μὲν λαβὼν χρυσίον ὑὸν ἢ θυγατέρα ἐδουλοῦτο, καὶ ταῦτ᾽ εἰς ἀγρίων τε καὶ κακῶν ἀνδρῶν, οὐκ ἂν αὐτῷ ἐλυσιτέλει οὐδ᾽ ἂν πάμπολυ ἐπὶ τούτῳ λαμβάνειν, εἰ δὲ τὸ ἑαυτοῦ θειότατον ὑπὸ τῷ ἀθεωτάτῳ τε καὶ μιαρωτάτῳ δουλοῦται καὶ μηδὲν ἐλεεῖ, οὐκ ἄρα ἄθλιός ἐστι καὶ πολὺ [590a] ἐπὶ δεινοτέρῳ ὀλέθρῳ χρυσὸν δωροδοκεῖ ἢ Ἐριφύλη ἐπὶ τῇ τοῦ ἀνδρὸς ψυχῇ τὸν ὅρμον δεξαμένη;
Πολὺ μέντοι, ἦ δ᾽ ὃς ὁ Γλαύκων· ἐγὼ γάρ σοι ὑπὲρ ἐκείνου ἀποκρινοῦμαι.
Οὐκοῦν καὶ τὸ ἀκολασταίνειν οἴει διὰ τοιαῦτα πάλαι ψέγεσθαι, ὅτι ἀνίεται ἐν τῷ τοιούτῳ τὸ δεινόν, τὸ μέγα ἐκεῖνο καὶ πολυειδὲς θρέμμα, πέρα τοῦ δέοντος;
Δῆλον, ἔφη.
Ἡ δ᾽ αὐθάδεια καὶ δυσκολία ψέγεται οὐχ ὅταν τὸ λεοντῶδές [590b] τε καὶ ὀφεῶδες αὔξηται καὶ συντείνηται ἀναρμόστως;
Πάνυ μὲν οὖν.
Τρυφὴ δὲ καὶ μαλθακία οὐκ ἐπὶ τῇ αὐτοῦ τούτου χαλάσει τε καὶ ἀνέσει ψέγεται, ὅταν ἐν αὐτῷ δειλίαν ἐμποιῇ;
Τί μήν;
Κολακεία δὲ καὶ ἀνελευθερία οὐχ ὅταν τις τὸ αὐτὸ τοῦτο, τὸ θυμοειδές, ὑπὸ τῷ ὀχλώδει θηρίῳ ποιῇ καὶ ἕνεκα χρημάτων καὶ τῆς ἐκείνου ἀπληστίας προπηλακιζόμενον ἐθίζῃ ἐκ νέου ἀντὶ λέοντος πίθηκον γίγνεσθαι;
[590c] Καὶ μάλα, ἔφη.
Βαναυσία δὲ καὶ χειροτεχνία διὰ τί οἴει ὄνειδος φέρει; ἢ δι᾽ ἄλλο τι φήσομεν ἢ ὅταν τις ἀσθενὲς φύσει ἔχῃ τὸ τοῦ βελτίστου εἶδος, ὥστε μὴ ἂν δύνασθαι ἄρχειν τῶν ἐν αὑτῷ θρεμμάτων, ἀλλὰ θεραπεύειν ἐκεῖνα, καὶ τὰ θωπεύματα αὐτῶν μόνον δύνηται μανθάνειν;
Ἔοικεν, ἔφη.
Οὐκοῦν ἵνα καὶ ὁ τοιοῦτος ὑπὸ ὁμοίου ἄρχηται οἵουπερ ὁ βέλτιστος, δοῦλον αὐτόν φαμεν δεῖν εἶναι ἐκείνου τοῦ βελτίστου [590d] καὶ ἔχοντος ἐν αὑτῷ τὸ θεῖον ἄρχον, οὐκ ἐπὶ βλάβῃ τῇ τοῦ δούλου οἰόμενοι δεῖν ἄρχεσθαι αὐτόν, ὥσπερ Θρασύμαχος ᾤετο τοὺς ἀρχομένους, ἀλλ᾽ ὡς ἄμεινον ὂν παντὶ ὑπὸ θείου καὶ φρονίμου ἄρχεσθαι, μάλιστα μὲν οἰκεῖον ἔχοντος ἐν αὑτῷ, εἰ δὲ μή, ἔξωθεν ἐφεστῶτος, ἵνα εἰς δύναμιν πάντες ὅμοιοι ὦμεν καὶ φίλοι, τῷ αὐτῷ κυβερνώμενοι;
Καὶ ὀρθῶς γ᾽, ἔφη.

Τελικό συμπέρασμα: η δικαιοσύνη ωφελεί και η αδικία βλάπτει
[588b] Έστω λοιπόν· και αφού φτάσαμε τώρα εδώ, ας επαναλάβομε εκείνα που είπαμε στην αρχή αρχή και που έδωσαν αφορμή σ᾽ αυτή τη συζήτηση. Ειπώθηκε τότε, νομίζω, ότι η αδικία ωφελεί τον τελείως άδικο, φτάνει να περνά για δίκαιος· ή δεν ειπώθηκε τούτο;
Μάλιστα.
Ας το εξετάσομε λοιπόν και αυτό, τώρα που μείναμε σύμφωνοι για τα αποτελέσματα που έχουν απάνω στην ψυχή τα άδικα έργα και τα δίκαια.
Πώς;
Ας πλάσομε με τη φαντασία μιαν εικόνα της ψυχής, για να ιδεί τί έλεγε εκείνος που το υποστήριζε αυτό.
[588c] Τί είδους εικόνα;
Μιαν εικόνα κατά το είδος της Χίμαιρας και της Σκύλλας και του Κέρβερου και των άλλων μυθολογούμενων τεράτων που τα παρασταίνουν ν᾽ αποτελούνται από πολλές μορφές ενωμένες.
Έτσι μυθολογούνται.
Φτιάξε λοιπόν εν πρώτοις ένα είδος θηρίου πολύμορφου και πολυκέφαλου, που γύρω του να έχει κεφάλια, άλλα ήμερων ζώων και άλλα άγριων, που να μπορεί να τα παράγει μόνο του και να τα μεταβάλλει κατά τη θέλησή του.
[588d] Χρειάζεται πολύ επιτήδειος τεχνίτης γι᾽ αυτό το έργο· αφού όμως είναι πολύ ευκολότερο να κατασκευάζει κανείς με τον λόγο παρά με το κερί, ας υποθέσομε ότι το πλάσαμε το τέρας σου.
Φτιάξε τώρα και μιαν εικόνα λιονταριού και μιαν ανθρώπου· αλλά να είναι πολύ μεγαλύτερη η πρώτη εικόνα από τις δύο άλλες και η δεύτερη μεγαλύτερη από την τελευταία.
Αυτά είναι ευκολότερα και έγιναν κιόλας.
Ένωσε τώρα αυτές τις τρεις εικόνες, ώστε να συνδεθούν καλά και να αποτελέσουν ένα όλον.
Έτοιμο και αυτό.
Να το ντύσεις τώρα όλο αυτό γύρω με την εικόνα ενός ανθρώπου, έτσι ώστε ένας που δεν μπορεί να ιδεί τί έχει μέσα του, αλλά [588e] βλέπει μόνο το εξωτερικό περίβλημα, να του φαίνεται πως είναι απλώς ένα ζωντανό ον, άνθρωπος.
Έγινε κι αυτό.
Ας πούμε τώρα σ᾽ εκείνον που υποστηρίζει ότι η αδικία ωφελεί τούτο τον άνθρωπο και η δικαιοσύνη δεν τον συμφέρει ότι είναι το ίδιο να υποστηρίζει πως τον συμφέρει να καλοθρέφει το πολυκέφαλο θηρίο και να τρανεύει το λιοντάρι και τα γύρω από το λιοντάρι, τον [589a] άνθρωπο όμως να τον αφήνει να πεθαίνει από την πείνα και ν᾽ αδυνατίζει, έτσι ώστε να σέρνεται όπου τον τραβούν τα άλλα δύο θηρία, και ούτε καν να τα εξοικειώνει κι αυτά μεταξύ τους για να ζουν αγαπημένα, αλλά να τ᾽ αφήνει να μαλώνουν και να δαγκάνουνται και να τρώγουνται.
Ακριβώς αυτά λέγει εκείνος που επαινεί την αδικία.
Ενώ απεναντίας αυτός που υποστηρίζει ότι η δικαιοσύνη ωφελεί δεν λέγει ότι πρέπει όλα τα έργα μας και όλα τα λόγια μας να τείνουν [589b] στο να κάνουν επικρατέστερο τον εσωτερικό άνθρωπο και ότι πρέπει να φροντίζομε και το πολυκέφαλο θηρίο σαν τον έμπειρο γεωργό, τρέφοντας και δαμάζοντας τα ήμερα αλλά εμποδίζοντας τα άγρια να φυτρώνουν, και παίρνοντας σύμμαχο το λιοντάρι να νοιαζόμαστε για όλα από κοινού, να τα κάνομε δηλαδή να ζουν και μεταξύ τους και με μας τους ίδιους μονοιασμένα και έτσι να τα τρέφομε;
Μάλιστα, αυτό λέγει εκείνος που επαινεί τη δικαιοσύνη.
Ώστε οπωσδήποτε εκείνος που εγκωμιάζει τη δικαιοσύνη [589c] λέγει την αλήθεια και ψεύδεται εκείνος που επαινεί την αδικία· γιατί πραγματικά, είτε προς την ηδονή. είτε προς τη δόξα είτε προς την ωφέλεια αποβλέψομε, ο επαινέτης της δικαιοσύνης αληθεύει, ενώ ο κατήγορός της δεν λέγει τίποτα σωστό, ούτε καν ξέρει εκείνο που κατηγορεί.
Πραγματικά μου φαίνεται πως δεν το ξέρει.
Ας προσπαθήσομε όμως με πραότητα να τον βγάλομε από την πλάνη του, αφού βέβαια αυτή δεν είναι θεληματική, ρωτώντας τον ως εξής: Ευλογημένε, απάνω σε ποιά βάση έχει καθιερωθεί η διάκριση μεταξύ του καλού και του αισχρού; τα καλά [589d] δεν είναι εκείνα που υποτάζουν το θηριώδες μέρος της φύσεώς μας στο ανθρώπινο ή μάλλον στο θείο, και αισχρά εκείνα που υποδουλώνουν το ήμερο στο άγριο και θηριώδες; Τί λες, θα συμφωνήσει;
Αν θέλει να με ακούσει, ναι.
Έπειτ᾽ απ᾽ αυτό τον λόγο μπορεί ποτέ να είναι ωφέλιμο σε κανέναν να πάρει χρήματα αδίκως, εάν πρόκειται με τα χρήματα που θα πάρει να υποδουλώσει το καλύτερο μέρος του εαυτού του [589e] στο ελεεινότερο; Σκέψου δα! αν επρόκειτο παίρνοντας χρήματα να πουλήσει δούλο τον γιο του ή την κόρη του, και μάλιστα σε ανθρώπους άγριους και κακούς, δεν θα τον εσύμφερε βέβαια το πράγμα, ακόμη κι αν έπαιρνε τους μεγαλύτερους θησαυρούς· όταν δε χωρίς να λυπάται υποδουλώνει το θειότατο μέρος του εαυτού του στο αθεότατο και μιαρότατο, δεν είναι πραγματικά άθλιος, και [590a] το χρυσάφι που δέχεται απέναντι, δεν είναι αντάλλαγμα φοβερότερης καταστροφής από κείνην που προκάλεσε η Εριφύλη, όταν για ένα χρυσό περιδέραιο πούλησε τη ζωή του συζύγου της;
Πολύ φοβερότερης βέβαια, θα σου αποκριθώ εγώ εκ μέρους του.
Για ποιόν λόγο, σε παρακαλώ, καταδικάσθηκε ανέκαθεν ο ακόλαστος βίος, παρά γιατί η ακολασία αφήνει αχαλίνωτο εκείνο το φοβερό και μεγάλο και πολυκέφαλο τέρας πέρα απ᾽ όσο πρέπει;
Φανερό.
Και γιατί καταδικάζουν την αυθαιρεσία και τη δυστροπία, παρά γιατί [590b] αναπτύσσουν και δυναμώνουν έξω από το ταιριαστό μέτρο τη φύση του λιονταριού και του φιδιού μέσα στον άνθρωπο;
Βεβαιότατα.
Και δεν κατηγορούν την τρυφηλή και μαλθακή ζωή, επειδή χαλαρώνει και εκφυλίζει αυτή την ίδια φύση, όταν την κάνει δειλή;
Πώς όχι;
Γιατί ακόμη ψέγουν την κολακεία και την ανελευθερία παρά γιατί υποδουλώνουν αυτό το ίδιο, το θυμοειδές, σ᾽ εκείνο το ενοχλητικό θηρίο και γιατί το συνηθίζουν από τη νεαρή του ηλικία, έτσι καθώς εξευτελίζεται για ν᾽ αποκτήσει χρήματα και για να ικανοποιήσει την απληστία του θηρίου, να γίνεται αντί λιοντάρι πίθηκος;
[590c] Βεβαιότατα.
Και για ποιόν λόγο νομίζεις ότι δεν έχουν καμιάν υπόληψη τα βάναυσα επαγγέλματα και οι χειρωνακτικές εργασίες; όχι επειδή εκείνοι που ασχολούνται μ᾽ αυτές έχουν εκ φύσεως τόσο αδύνατο το άριστο μέρος της ψυχής, το λογικό, ώστε μη μπορώντας να κυβερνήσουν τα θηρία εκείνα που είναι μέσα τους αναγκάζονται να τα περιποιούνται, και δεν είναι σε θέση τίποτ᾽ άλλο να μάθουν παρά πώς να τα χαϊδεύουν;
Έτσι φαίνεται.
Λοιπόν για να έχει ο τέτοιος άνθρωπος άρχοντα όμοιο μ᾽ εκείνον από τον οποίο εξουσιάζεται ο τέλειος άνθρωπος, δεν πρέπει να είναι υπήκοος εκείνου του τέλειου, [590d] που και αυτός έχει μέσα του άρχοντα το θείον, χωρίς βέβαια να νομίζομε ότι η υποταγή αυτή θα είναι προς ζημία του υπηκόου, καθώς ισχυριζόταν ο Θρασύμαχος γενικά για τους υπηκόους, αλλά επειδή είναι για κάθε άνθρωπο συμφερότερο να κυβερνάται από άρχοντα θείο και σοφό, είτε τον έχει μέσα του και είναι δικός του (πράγμα που θα ήταν το καλύτερο), είτε του επιβάλλεται απέξω, για να γίνομε όσο το δυνατόν όλοι όμοιοι μεταξύ μας και φίλοι, αφού θα μας εξουσιάζει ο ίδιος άρχοντας;
Και πολύ σωστά.