Γλωσσολογικοί όροι

Α | Β | Γ | Δ | Ε | Ζ | Η | Θ | Ι | Κ | Λ | Μ | Ν | Ξ | Ο | Π | Ρ | Σ | Τ | Υ | Φ | Χ | Ψ | Ω
Όρος/θέμα Παραπομπές Πεδίο Αγγλικά
μονοτονικό σύστημα υπερτεμαχιακά στοιχεία, φωνολογία, γραφή monotonic system of accentuation
μοντέλο της κοόρτης ψυχογλωσσολογία cohort model
μόριο σύνταξη particle
μορφή 1 μορφολογία morph
μορφή 2 μορφολογία form
μόρφημα μορφολογία morpheme
μόρφημα, γραμματικό μορφολογία grammatical morpheme
μόρφημα, δεσμευμένο μορφολογία bound morpheme
μόρφημα, ελεύθερο μορφολογία free morpheme
μόρφημα, ελευθερώσιμο μορφολογία liberable morpheme
μόρφημα, κλιτικό μορφολογία inflectional morpheme
μόρφημα, λεξικό μορφολογία lexical morpheme
μόρφημα, παραγωγικό μορφολογία derivational morpheme
μορφήματα-αλλόμορφα: παράδειγμα (μεσοπαθητικό μη συνοπτικό) μορφολογία morphemes-allomorphs: example
μορφολογία μορφολογία morphology
μορφολογικές και φωνολογικές διακρίσεις: αντιστοιχία μορφολογία, φωνολογία
μορφολογική αλλαγή μορφολογία, ιστορική γλωσσολογία morphological change
μορφολογική ομοιότητα αρχαίας και νέας ελληνικής μορφολογία, ιστορική γλωσσολογία, ιστορία της γλώσσας morphological similarity between Ancient and Modern Greek
μορφολογικός τομέας μορφολογία morphological component
μορφονολογία μορφοφωνολογία morphonology
μορφοσυντακτικός τομέας μορφολογία, σύνταξη, μορφοσύνταξη morphosyntactic element
μορφοσύνταξη μορφολογία, σύνταξη, μορφοσύνταξη morphosyntax
μορφοφώνημα μορφοφωνολογία morphophoneme
μορφοφωνηματικές ή λεξικές εναλλαγές μορφοφωνολογία morphophonemic or lexical alternations
μορφοφωνηματική (μορφοφωνολογία) μορφοφωνολογία morphophonemics (morphophonology)