|
αμφισημία πεδίου |
Λεξικό γλωσσολογικών όρων |
σημασιολογία |
scope ambiguity |
|
αμφισημία, γραμματική |
Λεξικό γλωσσολογικών όρων |
σημασιολογία, σύνταξη |
grammatical ambiguity |
|
αμφισημία, δομική |
Λεξικό γλωσσολογικών όρων |
σημασιολογία |
structural ambiguity |
|
αμφισημία, λεξική |
Λεξικό γλωσσολογικών όρων |
σημασιολογία |
lexical ambiguity |
|
αναγνώριση λέξης |
Λεξικό γλωσσολογικών όρων |
ψυχογλωσσολογία |
word recognition |
|
αναδιπλασιασμός |
Λεξικό γλωσσολογικών όρων, Σχολικό γλωσσάρι όρων γλωσσολογίας |
μορφολογία |
reduplication |
|
αναδρομή |
Σχολικό γλωσσάρι όρων γλωσσολογίας |
πραγματολογία, κειμενογλωσσολογία |
anaphora |
|
αναιτιακός |
Λεξικό γλωσσολογικών όρων |
σύνταξη |
unaccusative |
|
ανακατασκευή / αποκατάσταση του συστήματος |
Νεοελληνική Γραμματική και Συγκριτική ("Αντιπαραθετική") Ανάλυση |
ιστορική γλωσσολογία |
reconstruction |
|
ανακεκαμμένο σύμφωνο |
Λεξικό γλωσσολογικών όρων |
φωνητική |
retroflex consonant |
|
αναλογία |
Λεξικό γλωσσολογικών όρων, Σχολικό γλωσσάρι όρων γλωσσολογίας |
ιστορική γλωσσολογία |
analogy |
|
αναλογικός συλλογισμός |
Σχολικό γλωσσάρι όρων γλωσσολογίας |
σημασιολογία |
analogical argument/syllogism |
|
ανάλυση σε άμεσα συστατικά |
Λεξικό γλωσσολογικών όρων, Νεοελληνική Γραμματική και Συγκριτική ("Αντιπαραθετική") Ανάλυση |
σύνταξη, μορφολογία |
immediate constituents analysis |
|
ανάλυση σε μορφήματα: ενιαίο και επιμέρους |
Νεοελληνική Γραμματική και Συγκριτική ("Αντιπαραθετική") Ανάλυση |
μορφολογία |
|
|
ανάλυση συνεχούς λόγου |
Λεξικό γλωσσολογικών όρων |
πραγματολογία |
discourse analysis |
|
ανάλυση συνομιλίας |
Λεξικό γλωσσολογικών όρων |
πραγματολογία, κοινωνιογλωσσολογία |
conversation analysis |
|
αναλυτικές και συνθετικές γλώσσες:προκαταλήψεις |
Νεοελληνική Γραμματική και Συγκριτική ("Αντιπαραθετική") Ανάλυση |
κοινωνιογλωσσολογία |
analytic/synthetic languages: prejudice |
|
αναλυτική γλώσσα |
Λεξικό γλωσσολογικών όρων, Νεοελληνική Γραμματική και Συγκριτική ("Αντιπαραθετική") Ανάλυση |
σύνταξη, μορφολογία, τυπολογία γλωσσών |
analytic / isolating language |
|
αναλυτική γλώσσα και αναλυτική σκέψη |
Νεοελληνική Γραμματική και Συγκριτική ("Αντιπαραθετική") Ανάλυση |
σύνταξη, μορφολογία, τυπολογία γλωσσών |
analytic language and analytical thought |
|
αναλυτικότητα |
Λεξικό γλωσσολογικών όρων |
τυπολογία γλωσσών, σύνταξη |
analyticity |
|
αναπληρωματική έκταση |
Λεξικό γλωσσολογικών όρων |
φωνολογία, ιστορική γλωσσολογία |
compensatory lengthening |
|
αναπομπή / παραπεμπτική αναφορά |
Λεξικό γλωσσολογικών όρων |
σημασιολογία, σύνταξη, πραγματολογία |
anaphora |
|
ανάπτυξη παραγράφου με αιτιολόγηση |
Σχολικό γλωσσάρι όρων γλωσσολογίας |
κειμενογλωσσολογία |
paragraph development, reasoning |
|
ανάπτυξη παραγράφου με διαίρεση και ταξινόμηση |
Σχολικό γλωσσάρι όρων γλωσσολογίας |
κειμενογλωσσολογία |
paragraph development, division and classification |
|
ανάπτυξη παράγραφου με ορισμό |
Σχολικό γλωσσάρι όρων γλωσσολογίας |
κειμενογλωσσολογία |
paragraph development,definition |