Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "Β"

Βρέθηκαν 801 λήμματα [761 - 780]
βυρσοδεψέω, κατεργάζομαι προβιές, δέρματα, σε Αριστοφ.
βυρσο-δέψης, -ου, (δέψω), κατεργαστής δερμάτων, σε Αριστοφ.
βυρσο-πᾰγής, -ές (πήγνυμι), κατασκευασμένος από δέρμα, σε Πλούτ.
βυρσο-παφλαγών, , ο βυρσοδέψης Παφλαγόνας, κωμικό προσωνύμιο του Κλέωνα, σε Αριστοφ.
βυρσο-πώλης, -ου, (πωλέω), έμπορος, πωλητής δερμάτων, σε Αριστοφ.
βυρσο-τενής, -ές και βυρσό-τονος, -ον (τείνω), αυτός που έχει τεντωμένο δέρμα πάνω του, λέγεται για τα τύμπανα, σε Ευρ.
βύσσινος, , -ον, φτιαγμένος από βύσσο· σινδὼν βύσσινος, ένας λεπτός, λινός επίδεσμος που χρησιμοποιούνταν για την περιτύλιξη των ταριχευμένων νεκρών, σε Ηρόδ.· λέγεται για τραύματα, στον ίδ.· βύσσινοι πέπλοι, στον Αισχύλ.
βυσσο-δομεύω, μόνο στη μτχ. ενεστ., (δομέω), χτίζω σε βάθος· μεταφ., επωάζω μέσα μου μια σκέψη, την αναδεύω στα βάθη της ψυχής μου, συλλογίζομαι βαθιά, σε Ομήρ. Οδ.
βυσσόθεν (βυσσός), επίρρ., από τα βάθη της θάλασσας, από τον βυθό, σε Σοφ.
βυσσο-μέτρης, -ου, (μετρέω), αυτός που μετρά τα βάθη της θάλασσας, που μετρά το βυθό, επίθ. των ψαράδων, σε Ανθ.
βυσσός, (βυθός), βάθος της θάλασσας, πυθμένας, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ.
βύσσος, , λεπτό λινάρι και λινό ύφασμα που φτιάχνεται απ' αυτό, σε Θεόκρ. (ξένη λέξη· πρβλ. εβραϊκή λέξη butz).
βυσσό-φρων, -ον (φρήν), βαθιά σκεπτόμενος, βαθυστόχαστος, στοχαστικός, σε Αισχύλ.
βύσσωμα, -ατος, τό = βύσμα, λέγεται για δίχτυα που σταμάτησαν το πέρασμα ενός κοπαδιού με τόνους, σε Ανθ.
βύω, μέλ. βύσω [ῡ], αόρ. αʹ ἔβῡσαΠαθ. αόρ. αʹ ἐβύσθην, παρακ. βέβυσμαι, φουσκώνω, στουπώνω, φράζω. 1. με γεν. πράγμ., υπερχειλίζω, υπερφουσκώνω· μόνο στην Παθ., νήματος βεβυσμένος, βουλωμένος με νήμα, σε Ομήρ. Οδ.· τὸ στόμα ἐβέβυστο (ενν. χρυσοῦ), σε Ηρόδ. 2. με δοτ. πράγμ., στουπώνω με κάτι, ταπώνω — Παθ., σπογγίῳ βεβυσμένος, σε Αριστοφ. 3. απόλ., βεβυσμένος τὰ ὦτα, βαρήκοος, κουφός, σε Λουκ.
βῶ, υποτ. αόρ. βʹ του βαίνω.
βωθέω, Ιων. συνηρ. αντί βοηθέω.
βωκολιάσδω, -αστής, Δωρ. αντί βουκολιάζω, -αστής.
βωκόλος, βωκολικός, Δωρ. αντί βουκόλος, βουκολικός.
βῶκος, , Δωρ. αντί βοῦκος.