Αποτελέσματα για: "Β"
Βρέθηκαν 801 λήμματα [761 - 780]
-
βυρσοδεψέω, κατεργάζομαι προβιές, δέρματα, σε Αριστοφ.
-
βυρσο-δέψης, -ου, ὁ (δέψω), κατεργαστής δερμάτων, σε Αριστοφ.
-
βυρσο-πᾰγής, -ές (πήγνυμι), κατασκευασμένος από δέρμα, σε Πλούτ.
-
βυρσο-παφλαγών, ὁ, ο βυρσοδέψης Παφλαγόνας, κωμικό προσωνύμιο του Κλέωνα, σε Αριστοφ.
-
βυρσο-πώλης, -ου, ὁ (πωλέω), έμπορος, πωλητής δερμάτων, σε Αριστοφ.
-
βυρσο-τενής, -ές και βυρσό-τονος, -ον (τείνω), αυτός που έχει τεντωμένο δέρμα πάνω του, λέγεται για τα τύμπανα, σε Ευρ.
-
βύσσινος, -η, -ον, φτιαγμένος από βύσσο· σινδὼν βύσσινος, ένας λεπτός, λινός επίδεσμος που χρησιμοποιούνταν για την περιτύλιξη των ταριχευμένων νεκρών, σε Ηρόδ.· λέγεται για τραύματα, στον ίδ.· βύσσινοι πέπλοι, στον Αισχύλ.
-
βυσσο-δομεύω, μόνο στη μτχ. ενεστ., (δομέω), χτίζω σε βάθος· μεταφ., επωάζω μέσα μου μια σκέψη, την αναδεύω στα βάθη της ψυχής μου, συλλογίζομαι βαθιά, σε Ομήρ. Οδ.
-
βυσσόθεν (βυσσός), επίρρ., από τα βάθη της θάλασσας, από τον βυθό, σε Σοφ.
-
βυσσο-μέτρης, -ου, ὁ (μετρέω), αυτός που μετρά τα βάθη της θάλασσας, που μετρά το βυθό, επίθ. των ψαράδων, σε Ανθ.
-
βυσσός, ὁ (βυθός), βάθος της θάλασσας, πυθμένας, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ.
-
βύσσος, ἡ, λεπτό λινάρι και λινό ύφασμα που φτιάχνεται απ' αυτό, σε Θεόκρ. (ξένη λέξη· πρβλ. εβραϊκή λέξη butz).
-
βυσσό-φρων, -ον (φρήν), βαθιά σκεπτόμενος, βαθυστόχαστος, στοχαστικός, σε Αισχύλ.
-
βύσσωμα, -ατος, τό = βύσμα, λέγεται για δίχτυα που σταμάτησαν το πέρασμα ενός κοπαδιού με τόνους, σε Ανθ.
-
βύω, μέλ. βύσω [ῡ], αόρ. αʹ ἔβῡσα — Παθ. αόρ. αʹ ἐβύσθην, παρακ. βέβυσμαι, φουσκώνω, στουπώνω, φράζω. 1. με γεν. πράγμ., υπερχειλίζω, υπερφουσκώνω· μόνο στην Παθ., νήματος βεβυσμένος, βουλωμένος με νήμα, σε Ομήρ. Οδ.· τὸ στόμα ἐβέβυστο (ενν. χρυσοῦ), σε Ηρόδ. 2. με δοτ. πράγμ., στουπώνω με κάτι, ταπώνω — Παθ., σπογγίῳ βεβυσμένος, σε Αριστοφ. 3. απόλ., βεβυσμένος τὰ ὦτα, βαρήκοος, κουφός, σε Λουκ.
-
βῶ, υποτ. αόρ. βʹ του βαίνω.
-
βωθέω, Ιων. συνηρ. αντί βοηθέω.
-
βωκολιάσδω, -αστής, Δωρ. αντί βουκολιάζω, -αστής.
-
βωκόλος, βωκολικός, Δωρ. αντί βουκόλος, βουκολικός.
-
βῶκος, ὁ, Δωρ. αντί βοῦκος.