Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "Κ"

Βρέθηκαν 3.556 λήμματα [2721 - 2740]
κονᾰβέω, μέλ. -ήσω (κόναβος), ηχώ, αντηχώ, συγκρούομαι και κάνω κρότο, σε Όμηρ., Ησίοδ.
κονᾰβηδόν, επίρρ., με κρότο, με θόρυβο, με πάταγο, σε Ανθ.
κονᾰβίζω = κοναβέω, σε Ομήρ. Ιλ.
κόναβος, , κρότος, πάταγος, χτύπος, κλαγγή, θόρυβος, σε Ομήρ. Οδ., Ησίοδ.
κόνδῠλος, , γρονθοκοπώ, κονδύλοις πατάξαι, αντίθ. προς το ἐπὶ κόρρης (χτύπημα στο πρόσωπο, ράπισμα, χαστούκι), σε Δημ.· παροιμ., κολλύραν καὶ κόνδυλον ὕψον ἐπ' αὐτῇ, κουλούρι με ξύλο για προσφάι, δηλ. «γερό ξύλο», σε Αριστοφ.
κονέω, μέλ. -ήσω (κόνις), σηκώνω σκόνη στο πέρασμά μου· επείγομαι, σπεύδω, σε Ανθ.
κονία, Ιων. και Επικ. -ίη, (κόνιςI. 1. σκόνη, σύννεφο σκόνης που σηκώνεται από τα πόδια των ανδρών, σε Ομήρ. Ιλ.· επίσης στον πληθ., όπως το Λατ. arenae, σε Όμηρ. κ.λπ. 2. άμμος ή χώμα (βλ. ὑπερέπτω), σε Ομήρ. Ιλ. 3. στάχτη, στον πληθ. όπως το Λατ. cineres, σε Ομήρ. Οδ. II. λεπτή πούδρα την οποία άπλωναν οι παλαιστές στα σώματά τους αφού τα είχαν λαδώσει, για να τα κάνουν να πιάνονται πιο εύκολα από τους αντιπάλους· αυτή η πούδρα χρησιμοποιούνταν επίσης στα λουτρά, σε Αριστοφ. ( στο κονίῃσιν, στις άλλες περιπτώσεις συνήθως ).
κονιᾱτός, , -όν, ασβεστωμένος ή αλειμμένος με πίσσα, σε Ξεν.
κονιάω (κονία II), ασβεστώνω, «ασπρίζω», Λατ. dealbare, σε Δημ.· ασπρίζομαι, σε Κ.Δ.
κονι-ορτός, (κόνις, ὄρνυμι), I. σκόνη που σηκώνεται, σύννεφο σκόνης όπως αυτό που προέρχεται από στρατεύματα, σε Ηρόδ., Αριστοφ. κ.λπ.· κ. τῆς ὕλης νεωστὶ κεκαυμένης, δηλ. σύννεφο ξυλοτέφρας, σε Θουκ. II. μεταφ., λέγεται για ακάθαρτο άνθρωπο, σε Δημ.
κόνις, -ιος, Αττ. -εως ή -ευς, , Επικ. δοτ. κόνι αντί κόνιι· Λατ. cinis, I. 1. σκόνη, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.· λέγεται για το τάφο, σε Πίνδ., Σοφ. 2. στάχτες, σε Όμηρ. II. κονία II, σε Λουκ.· μεταφ., λέγεται για κόπο, μόχθο, στον ίδ. ( στον Όμηρ., σε Αττ.).
κονίσᾰλος[ῑ] (κόνις), σύννεφο σκόνης, σε Ομήρ. Ιλ.
κονίω[ῑ], μέλ. κονίσω [ῑ], αόρ. αʹ ἐκόνῑσαΠαθ., παρακ. κεκόνῑμαι, γʹ ενικ. υπερσ. κεκόνῑτο· I. 1. σκονίζω, καλύπτω με σύννεφα σκόνης, σε Ομήρ. Ιλ.Παθ., φεῦγον κεκονιμένοι, έφυγαν γεμάτοι σκόνοι, σε Ομήρ. Ιλ., το pulverulenta fuga dant tergaτου Βιργ., στο ίδ.· απ' όπου, βρίσκομαι σε εξαιρετική βιασύνη, σε Αριστοφ. κ.λπ. 2. Παθ., επιχέομαι όπως με σκόνη, σε Θεόκρ. II. αμτβ., κονίοντες πεδίοιο, καλπάζοντας πάνω από τη σκονισμένη πεδιάδα, σε Όμηρ.
Κοννᾶς ή Κόννας, , μέθυσος αυλητής· Κόννου ψῆφος, παροιμ., γνώμη άνευ σημασίας, σε Αριστοφ.
κοντός, -οῦ, , κοντάρι, κοντάρι με αγκίστρι, σταλίκι, κοντάρι βάρκας, Λατ. contus, σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ., Αττ.· αιχμή δόρατος, σε Λουκ.
κοντο-φόρος, -ον (φέρω), αυτός που κουβαλά κοντάρι ή δόρυ, σε Λουκ.
κόνυζα, -ης, , είδος φυτού με βαριά μυρωδιά, πουλικάρια, ψυλλόχορτο, αγγειόσπερμο φυτό, ποιητ. κνύζα, σε Θεόκρ.
κοπάζω, μέλ. -άσω, αποδυναμώνομαι, εξασθενώ, εξαντλούμαι· λέγεται για τον άνεμο, ελαττώνομαι, κοπάζω, καταλαγιάζω, σε Ηρόδ., Κ.Δ.
κοπετός, = κομμός, σε Πλούτ., Ανθ.
κοπεύς, -έως, (κόπτω), σμίλη, σκαρπέλο, καλέμι, κοπίδι, σε Λουκ.