Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "Δ"

Βρέθηκαν 2.451 λήμματα [2421 - 2440]
δωρέω, μέλ. -ήσω (δῶρονI. προσφέρω, παραδίδω, δωρίζω, χαρίζω, σε Ησίοδ., Πίνδ.· Παθ. αόρ. αʹ ἐδωρήθην, έχει δοθεί ως δώρο ή έχει δωριστεί, σε Ηρόδ.· λέγεται για πρόσωπα, παίρνω ως δώρο κάτι, σε Σοφ. II. επίσης ως αποθ., σε Ομήρ. Ιλ.· δωρέεσθαί τί τινι, δωρίζω ένα πράγμα σε κάποιον, Λατ. donare aliquid alicui, σε Ηρόδ., Αισχύλ. κ.λπ.· επίσης, δ. τινά τινι, δωρίζω σε κάποιον ένα πράγμα, Λατ. donare aliquem aliquo, στον ίδ.· δ. τινά, κάνω σε κάποιον δώρο, σε Ηρόδ.
δώρημα, -ατος, τό, αυτό το οποίο προσφέρεται, δώρο, χάρισμα, σε Ηρόδ., Τραγ.
δωρητήρ, -ῆρος, , αυτός που προσφέρει το δώρο, δωρητής, σε Ανθ.
δωρητός, -όν, I. λέγεται για πρόσωπα, αυτός που δέχεται προσφορές ή δώρα, σε Ομήρ. Ιλ. II. λέγεται για πράγματα, αυτό που παραχωρείται ελεύθερα, χαρισμένος, σε Σοφ., Πλούτ.
Δωριάζω, = Δωρίζω, σε Ανακρεόντ.
Δωριεύς, -έως, , Δωριέας, απόγονος του Δώρου· πληθ. Δωριεῖς, Αττ. -ῆς, οἱ, Δωριείς, σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ. κ.λπ.
Δωρίζω, Δωρ. -ίσδω, μέλ. -ίσω, μιμούμαι τους Δωριείς, τον δωρικό τρόπο ζωής, τη διάλεκτο ή τη μουσική τους, μιλώ τη Δωρική Ελληνική, σε Θεόκρ.
Δωρικός, , -όν, Δωρικός, σε Ηρόδ., Τραγ. κ.λπ.
Δώριος, , -ον και -ος, -ον, Δωρικός, σε Πίνδ., Αριστ.
Δωρίς, -ίδος, , θηλ. επίθ.: 1. Δωρική, σε Ηρόδ., Θουκ.· από όπου, Δωρὶς νᾶσος, η Δωρική νήσος, δηλ. η Πελοπόννησος, σε Πίνδ., Σοφ. 2. (με ή χωρίς το γῆ), Δωρίδα, στη Βόρεια Ελλάδα, σε Ηρόδ., Θουκ. κ.λπ. 3. Δ. κόρα, δεσποινίδα, κορίτσι, κοπέλα από τη Δωρίδα, σε Ευρ.
Δωρίσδω, Δωρ. αντί Δωρίζω.
Δωριστί[ῐ], επίρρ., σύμφωνα με το δωρικό τρόπο· ἡ Δ. ἁρμονία, Δωρικός τόνος ή μέτρο στη μουσική, σε Πλάτ. κ.λπ.
δωροδοκέω, μέλ. -ήσω (δωροδόκοςI. 1. αποδέχομαι ως δώρο, ιδίως, εξαγοράζομαι, δωροδοκούμαι, χρηματίζομαι, λαμβάνω ως εξαγορά, ἀργύριον, χρυσόν, σε Ηρόδ., Πλάτ. 2. απόλ., εξαγοράζομαι, δωροδοκούμαι, σε Ηρόδ., Αριστοφ. II. Παθ.: 1. λέγεται για πρόσωπα, έχω εξαγοράσει κάποιον, δεδωροδόκηνται, σε Δημ. 2. λέγεται για τη δωροδοκία, τὰ δωροδοκηθέντα, δώρα που έχουν ληφθεί ως εξαγορά, δωροδοκία, σε Αισχίν.
δωροδόκημα, -ατος, τό, δώρο δωροδοκίας, εξαγορά, σε Δημ.
δωροδοκία, , αποδοχή δώρων ως εξαγορά, δεκτικότητα προς τη δωροδοκία, σε Ρήτ.
δωροδοκιστί, επίρρ., με τη μέθοδο της δωροδοκίας, σε Αριστοφ., ως λογοπαίγνιο με το Δωριστί.
δωρο-δόκος, ον (δέχομαι), αυτός που δέχεται δώρα ή εξαγοράζεται, σε Πλάτ. Δημ.
δωρο-δότης, -ου, , αυτός που προσφέρει δώρα, δωρητής, σε Ανθ.
δώρον, τό (δί-δωμιI. 1. δώρο, δωρεά, χάρισμα, προσφορά, σε Όμηρ.· τιμητικό δώρο, σε Ομήρ. Ιλ.· δωρά τινος, τα δώρα κάποιου, δηλ. αυτά που δίνονται, προσφέρονται, χαρίζονται από αυτόν, δῶρα θεῶν, σε Όμηρ.· δῶρ' Ἀφροδίτης, δηλ. τα χαρίσματα της ομορφιάς, σε Ομήρ. Ιλ.· με γεν. πράγμ., ὕπνου δ., η ευλογία του ύπνου, στο ίδ. 2. δῶρα, δώρα που προσφέρονται σε δωροδοκία, σε Δημ. κ.λπ.· δώρων ἑλεῖν τινα, τον καταδικάζουν επειδή δωροδοκήθηκε, σε Αριστοφ. II. πλάτος του χεριού, παλάμη, ως μονάδα μέτρησης μήκους· βλ. ἑκκαιδεκάδωρος.
δωρο-φάγος[ᾰ], -ον (φαγεῖν), άπληστος με τα δώρα, σε Ησίοδ.