Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "Ν"

Βρέθηκαν 719 λήμματα [161 - 180]
νεικέω (νεῖκος), μέλ. -έσω, αόρ. αʹ ἐνείκεσα, Επικ. νείκεσα και νείκεσσα· Επικ. και Ιων. τύποι· ενεστ. νεικείω, γʹ ενικ. υποτ. νεικείῃσι, παρατ. νείκειον, Ιων. νεικείεσκον· I. φιλονικώ ή καυγαδίζω με κάποιον· με δοτ., σε Ομήρ. Ιλ.· αμτβ., σε Όμηρ.· μτχ. νεικέων, πεισματώδης, ισχυρογνώμων, σε Ηρόδ. II. μτβ., κακολογώ, λοιδορώ, κατηγορώ, υβρίζω, με αιτ. προσ., σε Όμηρ.
νείκη, , = νεῖκος, σε Αισχύλ.
νεῖκος, τό, I. 1. φιλονικία, καυγάς, έριδα, λογομαχία, σε Όμηρ., Ηρόδ. κ.λπ. 2. λογομαχία, ύβρη, λοιδορία, ονειδισμός, κακολογία, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ. 3. λογομαχία, φιλονικία κατά τη δίκη, «δικαστικός αγώνας λόγων» (ανταλλαγή επιχειρημάτων ενώπιον ενός δικαστή), σε Ομήρ. Οδ. 4. μάχη, συμπλοκή, σε Όμηρ.· νεῖκος φυλόπιδος, σε Ομήρ. Οδ.· λέγεται για διχόνοιες ανάμεσα σε ολόκληρα έθνη· νεῖκος πρὸς Καρχηδονίους, σε Ηρόδ. II. η αιτία της έριδας, το ζήτημα που προκαλεί τη φιλονικία, σε Σοφ. III. κατά τη φιλοσοφία του Εμπεδοκλή, το νεῖκος και η φιλία ήταν οι δημιουργικές δυνάμεις του κόσμου.
Νειλαιεύς, και Νειλαῖος, , -ον, αυτός που προέρχεται από τον Νείλο, σε Ανθ.
Νειλο-γενής, -ές (γίγνομαι), αυτός που έχει γεννηθεί στον Νείλο, σε Ανθ.
Νειλο-μέτριον, τό, το Νειλομέτριο, λίθινο πηγάδι, κατασκευασμένο στην όχθη του Νείλου με μια ράβδο που είχε σημειωμένους τους βαθμούς της στάθμης των υδάτων, για να δείχνει την άνοδο και την υποχώρηση των υδάτων του Νείλου, σε Στράβ.
Νειλό-ρῠτος, -ον (ῥέω), αυτός που αρδεύεται από τον Νείλο, σε Ανθ.
Νεῖλος, , ο ποταμός Νείλος, πρώτη φορά αναφέρεται στον Ησίοδ.· στον Όμηρ. ο ποταμός ονομάζεται ως Αἴγυπτος.
Νειλωΐς, -ΐδος, , αυτή που βρίσκεται πάνω στον Νείλο ή κοντά στον Νείλο, σε Ανθ.
Νειλῷος, , -ον, = Νειλαῖος, σε Λουκ.
Νειλώτης, -ου, , αυτός που βρίσκεται μέσα ή πάνω στον Νείλο· θηλ. Νειλῶτις χθών, η γη του Νείλου, σε Αισχύλ.
νεῖμεν, Ιων. αντί ἔνειμεν, γʹ ενικ. αορ. αʹ του νέμω.
νειόθεν (νέος), Ιων. αντί νεόθεν, επίρρ., από το βάθος, από τον πυθμένα, εκ βαθέων· νειόθεν ἐκ κραδίης ἀνεστενάχιζε, αναστέναζε από το βάθος της καρδιάς του, σε Ομήρ. Ιλ.
νειόθῐ, (νέος), Ιων. αντί νεόθι, επίρρ., στο βάθος, κατά βάθος· δάκε νειόθι θυμόν, τον κέντρισε στο βάθος της καρδιάς του, σε Ησίοδ.· με γεν., νειόθι λίμνης, σε Ομήρ. Ιλ.
νειο-κόρος, , , Ιων. αντί νεωκόρος, σε Ανθ.
νειο-ποιέω, μέλ. -ήσω, βγάζω, ξεριζώνω από χωράφι σοδειά από πράσινα λαχανικά, με την καλλιέργεια των οποίων η γη ανανεώνεται και είναι έτοιμη για σπορά δημητριακών, σε Ξεν.
νειός, , Λατ. novāle, νέα γη, δηλ. αγρός που οργώθηκε εκ νέου αφού είχε παραμείνει για ορισμένο χρονικό διάστημα χέρσος, σε Ομήρ. Ιλ.· νειὸς τρίπολος, χέρσα γη που οργώθηκε από την αρχή τρεις φορές, σε Όμηρ.· στην Αττ. επίσης, νεός, , σε Ξεν.
νειο-τομεύς, (τέμνω), αυτός που οργώνει χέρσα γη, σε Ανθ.
νεῖρα ή νείρα, , συνηρ. αντί νείαιρα, σε Αισχύλ.
νεῖται, συνηρ. αντί νέεται, γʹ ενικ. του νέομαι.