Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ἀπο-τελέω"

Βρέθηκε 1 λήμμα
ἀπο-τελέω, μέλ. -τελέσω, Αττ. -τελῶ· 1. φέρνω εντελώς εις πέρας, αποτελειώνω, ολοκληρώνω ένα έργο, σε Ηρόδ., Ξεν. κ.λπ.Παθ., μτχ. παρακ. ἀποτετελεσμένος, ο τέλειος, σε Ξεν. 2. εκπληρώνω ή εκτελώ ό,τι έχω δεσμευτεί ή οφείλω να εκπληρώσω ή να εκτελέσω, όπως τα αφιερώματα, τα τάματα στους θεούς, σε Ηρόδ., Ξεν.· γενικά, εκτελώ, αποπερατώνω, εκπληρώνω, σε Ξεν. 3. καθιστώ ή κάνω κάτι να έχει συγκεκριμένη έκβαση ή συγκεκριμένο είδος· τὴν πόλιν ἀποτελέω εὐδαίμονα, καθιστώ την πόλη εντελώς ευημερούσα, την κάνω να ευδοκιμεί πλήρως, σε Πλάτ.· και Μέσ., ἄμεμπτον φίλον ἀποτελέσασθαι, τον καθιστώ αγνό, απρόσβλητο από οποιαδήποτε κατηγορία, σε Ξεν.