Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "συν-τίθημι"

Βρέθηκε 1 λήμμα
συν-τίθημι, μέλ. -θήσω,
Α. I. 1.
τοποθετώ μαζί, σε Ηρόδ., Ξεν. κ.λπ.· συντίθημι ἄρθρα στόματος, κλείνω τα χείλη μου, σε Ευρ. 2. στην αριθμητική, προσθέτω μαζί, αθροίζω, σε Ηρόδ., Ευρ. κ.λπ.· επίσης, συντιθεὶς γέλων, προσθέτοντας και το γέλιο του, σε Σοφ. II. 1. συναρμόζω για να κατασκευάσω κάτι, λέγεται για χτίστες, σε Θουκ., Ξεν. 2. κατασκευάζω, δημιουργώ, οικοδομώ, μορφοποιώ, χτίζω, συνθέτω, σε Ηρόδ.· συντίθημί τι ἀπό ή ἔκ τινος, συνθέτω, δημιουργώ ή κατασκευάζω κάτι από κάτι άλλο, στον ίδ. 3. συνθέτω ή πλάθω μια διήγηση, σε Ευρ., Αριστοφ. κ.λπ.· λέγεται για συγγραφέα, συνθέτω σύγγραμμα, συγγράφω, σε Θουκ. 4. σχηματίζω, επινοώ, μηχανεύομαι, κατασκευάζω· ὁ συνθεὶς τάδε, αυτός που επινόησε αυτά εδώ, σε Σοφ.· συντίθημι ψευδεῖς αἰτίας, σε Δημ. 5. θέτω μαζί, περιλαμβάνω, συμπεριλαμβάνω, εμπεριέχω, σε Ευρ.· ἐν βραχεῖ ξυνθεὶς λόγῳ, θέτοντας περιληπτικά τα θέματα με την ομιλία του, σε Σοφ.Β. I. 1. Μέσ., συντίθεμαι, συνάπτω στο νου μου για λογαριασμό μου, δηλ. στοχάζομαι, στρέφω την προσοχή μου, παρατηρώ κάτι· σύνθετο βουλήν, ἀοιδήν, σε Όμηρ.· και απλώς, αντιλαμβάνομαι, ακούω, κατανοώ· ὄπα σύνθετο, σε Ομήρ. Οδ.· απόλ. σύνθεο, στρέψε την προσοχή σου (σε αυτό), κατανόησέ το, σε Όμηρ. 2. τακτοποιώ, ταξινομώ, διευθετώ, οργανώνω, σε Ξεν. II. 1. συμφωνώ, συνάπτω, μορφοποιώ, διαμορφώνω, κάνω· ἄνδρεσσι κακοῖς συνθέμενοι φιλίην, σε Θέογν.· συντίθεσθαι συμμαχίην, σε Ηρόδ.· συντίθεμαι ναῦλον, συμφωνώ ως προς τον ναύλο, τα έξοδα μεταφοράς, σε Ξεν.Παθ., τοῦ συντεθέντος χρόνου, στον συμφωνημένο χρόνο, στη συμφωνημένη προθεσμία, σε Πλάτ. 2. με απαρ., συναινώ ή συμφωνώ να πράξω κάτι, σε Ηρόδ., Θουκ. 3. απόλ., συνάπτω ιδιαίτερη συμφωνία, σε Ηρόδ., Ξεν.