Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "παρακελεύομαι"

Βρέθηκε 1 λήμμα
παρακελεύομαι, αποθ., I. διατάζω κάποιον να κάνει κάτι, συμβουλεύω, παραγγέλλω, τί τινι, σε Ηρόδ., Θουκ. κ.λπ.· παρακελεύομαι ταῦτα, δίνω αυτή τη συμβουλή, σε Πλάτ.· επίσης, παρακελεύομαί τινι, με απαρ., στον ίδ., Ξεν. II. παρακινώ, τοιαῦτα παρακελευσάμενος, έχοντας δώσει αυτές τις διαταγές, σε Θουκ.· απόλ., ενθαρρύνομαι ο ένας τον άλλο με φωνές, σε Ηρόδ. III. παρακεκέλευστο με Παθ. σημασία, διαταγές που έχουν δοθεί, στον ίδ.