Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "λῡσῐτελέω"

Βρέθηκε 1 λήμμα
λῡσῐτελέω, μέλ. λυσιτελήσω, = λύω τέλη (βλ. λύω V)· I. πληρώνω το οφειλόμενο, αποζημιώνω και έπειτα «πληρώνω», δηλ. παρέχω ωφέλεια, κέρδος, με δοτ., λυσιτελεῖ τί τινι, σε Αριστοφ., Πλάτ.· απρόσ., λυσιτελεῖ μοι, με ωφελεί, είναι καλύτερο για μένα· τεθνάναι λυσιτελεῖ ἢ ζῆν, είναι καλύτερο να πεθάνει κάποιος παρά να ζει, σε Ανδοκ.· λυσιτελεῖ μοι ὥσπερ ἔχω ἔχειν, είναι προσφορότερο, καλύτερο για μένα να είμαι όπως είμαι, σε Πλάτ. II. ουδ. μτχ., ως ουσ., τὸ λυσιτελοῦν, ωφέλεια, κέρδος, πλεονέκτημα, στον ίδ., Δημ.· τὰ λυσιτελοῦντα, σε Θουκ.