Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "επι-τελέω"

Βρέθηκε 1 λήμμα
ἐπι-τελέω, μέλ. -έσω, I. εκτελώ, αποπερατώνω, εκπληρώνω, πληρώνω, σε Ηρόδ., Θουκ.· ιδίως, λέγεται για την εκπλήρωση χρησμών, οραμάτων, ευχών, όρκων ή υποσχέσεων, στον ίδ. II. εκτελώ θρησκευτικό καθήκον, σε Ηρόδ. III. αποπληρώνω, καταβάλλω, στον ίδ.· μεταφ., στη Μέσ., ἐπιτελεῖσθαι τὰ τοῦ γήρως, να πληρώνω, να υφίσταμαι τα βάρη των γηρατειών, σε Ξεν.· ἐπ. θάνατον, είμαι υποχρεωμένος να πληρώσω το χρέος του θανάτου, στον ίδ.