Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "δια-δύνω[ῡ]"

Βρέθηκε 1 λήμμα
δια-δύνω[ῡ] ή -δύω, συνηθέστερα ως αποθ. διαδύομαι, μέλ. -δύσομαι, αόρ. βʹ διέδυν· 1. ξεγλιστρώ μέσω τρύπας ή ανοίγματος, σε Θουκ., Ξεν.· απόλ., ξεγλιστρώ μέσα από, αποφεύγω, σε Ηρόδ., Αριστοφ. 2. με αιτ., διαφεύγω, υπεκφεύγω, σε Δημ.