Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "δίω"

Βρέθηκε 1 λήμμα
δίω[ῐ], μόνο σε ενεστ. και Επικ. παρατ. δίον (αντί δέδια κ.λπ., βλ. δείδω),· I. 1. δραπετεύω, απομακρύνομαι, φεύγω μακριά, όπως το δίεμαι, σε Ομήρ. Ιλ. 2. είμαι φοβισμένος, δίε ποιμένι λαῶν μήτι πάθῃ, στο ίδ. II. 1. μτβ. στη Μέσ., υποτ. δίωμαι, δίηται, δίωνται, ευκτ. δίοιητο, απαρ. δίεσθαι, αποδιώχνω, εκφοβίζω, κυνηγώ, τρέπω σε φυγή, σε Όμηρ., Αισχύλ.· απλά, οδηγώ άλογα, σε Ομήρ. Ιλ. 2. κυνηγώ, καταδιώκω, ἐπί τινα, σε Αισχύλ.· δ. λάχος, επιδιώκω ένα αξίωμα, στον ίδ.