Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "αίτιος"

Βρέθηκε 1 λήμμα
αἴτιος, , -ον, σπανιότερα -ος, -ον (αἰτέω), I. 1. αξιοκατάκριτος, αξιόμεμπτος, ένοχος για κάτι, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.· συγκρ. αἰτιώτερος, περισσότερο ένοχος, σε Θουκ.· υπερθ. τοὺς αἰτιωτάτους, τους πιο ενόχους από όλους, τους κατεξοχήν ενόχους, σε Ηρόδ.· τινος, για κάτι, στον ίδ. 2. ως ουσ., αἴτιος, , κατηγορούμενος, υπόδικος, Λατ. reus, σε Αισχύλ. κ.λπ.· οἱ αἴτιοι τοῦ πατρός, αυτοί που διέπραξαν το κακό εναντίον του πατέρα μου, στον ίδ.· με γεν. πράγμ., οἱ αἴτιοι τοῦ φόνου, οι ένοχοι για φόνο, στον ίδ. II. 1. υπαίτιος, πηγή, αρχή κάποιου πράγματος, ο υπεύθυνος για κάτι, με γεν. πράγμ., σε Ηρόδ. κ.λπ.· με απαρ., σε Σοφ.· υπερθ., αἰτιώτατος ναυμαχῆσαι, ο κατεξοχήν υπεύθυνος για τη διεξαγωγή ναυμαχίας, σε Θουκ. 2. αἴτιον, τό, λόγος, σε Πλάτ. κ.λπ.