Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "Ἕλλην"

Βρέθηκαν 133 λήμματα [1 - 20]
ἀγών[ᾰ], -ῶνος, (ἄγομαι), I. 1. αριθμός συγκεντρωμένων ανθρώπων, συνάθροιση, συνέλευση, όπως το ἀγορά· ἵζανεν εὐρὺν ἀγῶνα, λῦτο δ' ἀγών, ἐν ἀγῶνι νεῶν, σε Όμηρ.· ειδικότερα, συνάθροιση για παρακολούθηση αθλημάτων ή αγώνων, στον ίδ. κ.λπ. 2. τόπος όπου διεξάγεται αγώνας, παλαίστρα, κονίστρα, στίβος, στον ίδ. κ.λπ.· βήτηνἐς μέσον ἀγῶνα, σε Ομήρ. Ιλ. II. 1. συνάθροιση των Ελλήνων στους μεγάλους τους εθνικούς αγώνες· ὁ ἐν Ὀλυμπίῃ ἀγών, σε Ηρόδ.· ὁ Ὀλυμπικὸς ἀγών, σε Αριστοφ. 2. άμιλλα για έπαθλο - βραβείο σε αγώνες· ἀγὼν ἱππικός, γυμνικός, σε Ηρόδ. κ.λπ.· ἀγὼν τῶν ἀνδρῶν, αγώνας στον οποίο ο χορός αποτελούνταν από άνδρες, αντίθ. προς τὸν ἀγῶνα τῶν παίδων, σε Δημ. κ.λπ.· απ' όπου· ἀγῶνα ἄγειν, καθιστάναι, τιθέναι, προστιθέναι, ποιεῖν, τελώ, διεξάγω ή προτείνω έναν αγώνα· ἀγῶνα ή ἐν ἀγῶνι νικᾶν, είμαι νικητής σ' έναν αγώνα. III. 1. γενικά, κάθε είδος αγώνα, σε πόλεμο, δίκη ή κίνδυνο, δυσκολία· πολλοὺς ἀγῶνας ἐξιών, λέγεται για τον Ηρακλή, σε Σοφ.· ἀγὼν προκέεται, με απαρ., είναι δύσκολο ή επικίνδυνο να κάνει κάποιος κάτι, σε Ηρόδ.· επίσης, ἀγὼν περὶ τῆς ψυχῆς, περὶ μεγίστων, αγώνας, προσπάθεια ζωής και θανάτου, αγώνας για τα ύψιστα συμφέροντα κάποιου, σε Ευρ. 2. μάχη, ενέργεια στη μάχη, σε Θουκ. 3. αγώνας σε δικαστήριο, δίκη, σε Πλάτ. κ.λπ. 4. μεταφ., οὐ λόγων ἔθ' ἁγών, τώρα δεν είναι πλέον καιρός για λόγια κ.λπ., σε Ευρ.· οὐχ ἕδρας ἀγών, δεν είναι καιρός να κάθεται κάποιος ακίνητος, αδρανής, σε ησυχία, στον ίδ.
Ἀδώνια, τά, ο θρήνος για τον Άδωνι που τελούνταν ετησίως από Ελληνίδες έγγαμες ηλικιωμένες γυναίκες· απ' όπου Ἀδωνιάζουσαι, αἱ (όπως αν προερχόταν από το Ἀδωνιάζω· εορτάζω, τελώ τα Αδώνια), επιγραφή του 15ου ειδυλλίου του Θεόκρ.
ἀελπτέω (ἄελπτος), δεν έχω ελπίδα· μόνο στη μτχ., ἀελπτέοντες σόον εἶναι, σε Ομήρ. Ιλ.· ἀελπτέοντες τοὺς Ἕλληνας ὑπερβαλέεσθαι, σε Ηρόδ.
ἀ-κερσε-κόμης, -ου, (κείρω, κόμη), αυτός που έχει ακούρευτα, μακριά μαλλιά (οι Έλληνες έφηβοι διατηρούσαν τα μαλλιά τους μακριά μέχρι την ανδρική ηλικία), επίθ. του Φοίβου, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.· πρβλ. ἀκειρεκόμης.
ἁλής[ᾱ], -ές (εἴλω, πρβλ. ἀολλής), Ιων. λέξη ισοδύν. με την Αττ. ἀθρόας, συγκεντρωμένος, συναθροισμένος, πυκνός, γεμάτος κόσμο, συσσωρευμένος μεμιάς, Λατ. confertus, σε Ησίοδ., Ηρόδ.· είτε στον πληθ., ὡς ἁλέες εἴησαν οἱ Ἕλληνες, είτε με περιληπτικά ουσιαστικά, ἁλὴς γενομένη πᾶσα ἡ Ἑλλάς, στον ίδ.
ἀμφ-ήρης, -ές (βλ. -ήρης), καλά προσαρμοσμένος και από τις δύο πλευρές, ἀμφῆρες δόρυ, λέγεται για το διπλό πηδάλιο που χρησιμοποιούνταν στα ελληνικά πλοία, (βλ. πηδάλιον), σε Ευρ.
ἀμφί-λᾰλος, -ον, αυτός που έχει διπλή ομιλία (ελληνική και θρακική), σε Αριστοφ.
ἄν[ᾰ], Επικ. και Λυρ. κε ή κεν, Δωρ. κα (), ως υποθετικό μόριο στην Αττ. δεν συντάσσεται με οριστ. ενεστ. ή παρακ., ούτε με προστ. οποιουδήποτε χρόνου. Στην πράξη τρεις χρήσεις του ἄν πρέπει να διακριθούν: α) μαζί με συνδέσμους και αναφορικά. β) στην απόδοση των υποθετικών λόγων. γ) στις επαναληπτικές προτάσεις.
Α.
ΜΑΖΙ ΜΕ ΣΥΝΔΕΣΜΟΥΣ ΚΑΙ ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ: I. τέτοιες λέξεις κανονικά ακολουθ. από υποτ., όπως τα ἐάν (= εἰ ἄν), ἤν, ἄν, ἐπεάν (= ἐπεὶ ἄν), ἐπήν· ὃς ἄν quicunque, πρὶν ἄν κ.λπ.· ἐπειδάν, ὅταν, ὁπόταν· η πρόταση γενικά έχει μέλλοντα στην απόδοση, εἰδέ κεν ὣς ἔρξῃς, γνώσῃ, αν κατά τύχη εσύ πράξεις έτσι, εσύ θα γνωρίζεις, σε Ομήρ. Ιλ. II. στους Επικ. μερικές φορές με ευκτ., ὥς κε δοίη ᾧ κ' ἐθέλοι, ώστε να τη δώσει σε οποιονδήποτε ήθελε, σε Ομήρ. Οδ.· σε τέτοιες περιπτώσεις το κε ή το ἄν δεν επηρεάζουν το ρήμα. III. στους Επικ. μερικές φορές εἰ και οριστ., οἵ κέ με τιμήσουσι, σε Ομήρ. Ιλ. IV. στα μεταγεν. ελληνικά το ἐάν κ.λπ. παίρνουν οριστική, ἐὰν οἴδαμεν, σε Κ.Δ. Β. ΜΑΖΙ ΜΕ ΤΟ ΡΗΜΑ ΣΤΗΝ ΑΠΟΔΟΣΗ: δηλώνοντας ότι η υπόθεση εξαρτάται από κάποια κατάσταση· ἦλθεν, ήρθε, ἦλθεν ἄν, θα είχε έρθει, ἔλθοι, μπορεί να έρθει, ἔλθοι ἄν, θα ερχόταν· I. με οριστ., 1. με παρατ. και αόρ. η πρόταση δηλώνει μη εκπλήρωση μιας κατάστασης, και η απόδοση εκφράζει αυτό που θα ήταν ή θα μπορούσε να ήταν, αν ο όρος είχε εκπληρωθεί. Ο παρατ. με ἄν αναφέρεται σε συνεχόμενη πράξη σε παροντικό ή παρελθοντικό χρόνο, ενώ ο αόρ. γενικά για πράξη στο παρελθόν· οὐκ ἂν νήσων ἐκράτει, εἰ μὴ ναυτικόν εἶχεν, δεν θα είχε την κυριαρχία των νησιών, αν δεν είχε στόλο, σε Θουκ.· εἰ ταύτην ἔσχε τὴν γνώμην, οὐδὲν ἂν ἔπραξεν, αν είχε σχηματίσει αυτή τη γνώμη, δε θα είχε επιτύχει τίποτα, σε Δημ.· η πρόταση συχνά εννοείται, οὐ γὰρ ἦν ὅτι ἂν ἐποιεῖτε, γιατί δεν υπήρχε τίποτα που μπορούσες να είχες κάνει (δηλ. αν είχες προσπαθήσει), στον ίδ.· απ' όπου η οριστ. με το ἄν αντιπροσωπεύει δυνητική χροιά· ἦλθε τοῦτο τοὔνειδος τάχ' ἄν, αυτή η μομφή πιθανόν να είχε έρθει, σε Σοφ. 2. στους Επικ. με οριστ. μέλ. ώστε να μετατρέψει το απλό μέλ· καί κέ τις ὧδ' ἐρέει, και κάποιος τάχα θα μιλήσει έτσι, σε Ομήρ. Ιλ. II. με υποτ. στους Επικ. όπως στην οριστ. μέλ., εἰ δέ κε μὴ δώῃσιν, ἐγώ δέ κεν αὐτὸς ἕλωμαι, δηλ. θα την πάρω μόνος μου, στο ίδ. III. με ευκτ., 1. μετά από πρόταση σε ευκτ. με το εἰ ή κάποια αναφορική λέξη, εἴ μοί τι πίθοι, τό κεν πολὺ κέρδιον εἴη, αν θα μου ήταν υπάκουος θα ήταν πολύ καλύτερα, στο ίδ.· μερικές φορές με οριστ. στην πρόταση, καί νύ κεν ἔνθ' ἀπόλοιτο, εἰ μὴ νόησε, θα είχε χαθεί, αν αυτή δεν καταλάβαινε, στο ίδ.· μερικές φορές ο χρόνος στην πρόταση είναι ενεστ. ή μέλ. και η ευκτ. με το ἄνστην απόδοση, μέλ. φρούριον εἰ ποιήσονται, βλάπτοιεν ἄν, αν τυχόν θα χτίσουν φρούριο, μπορεί να βλάψουν, σε Θουκ. 2. η πρόταση συχνά εννοείται· τόνδ' οὔ κε δύ' ἀνέρε ἀχλίσσειαν, δύο άνδρες δε θα μπορύσαν να σηκώσουν την πέτρα (δηλ. αν το επιχειρούσαν), σε Ομήρ. Ιλ.· απ' όπου η ευκτ. με το ἄν αποκτά δυνητική σημασία, βουλόμην ἄν, θα ήθελα, Λατ. velim (αλλά ἐβουλόμην ἄν, θα επιθυμούσα, αν ήταν για οποιαδήποτε ωφέλεια, vellem). 3. η ευκτ. με ἄν αποκτά τη δύναμη ήπιας προσταγής ή παράκλησης, χωροῖς ἂν εἴσω, μπορείς να προχωρήσεις, σε Σοφ.· κλύοις ἂν ἤδη, άκουσέ με τώρα, στον ίδ. IV.με απαρ. και μτχ.· το απαρ. ενεστ. ή μτχ. αντιπροσωπεύει την οριστ. παρατ., φησὶν αὐτοὺς ἐλευθέρους ἂν εἶναι, εἰ τοῦτο ἔπραξαν, λέει ότι τώρα θα ήταν ελεύθεροι, αν είχαν κάνει αυτό, σε Δημ.· ἀδυνάτων ἂν ὄντων (ὑμῶν) ἐπιβοηθεῖν, όταν θα γινόσαστε ανίκανοι να βοηθήσετε, σε Θουκ.· ή αντικαθιστά την ευκτ. ενεστ. φησὶν αὐτοὺς ἐλευθέρους ἂν εἶναι, εἰ τοῦτο πράξειαν, λέει πως στο εξής θα ήταν ελεύθεροι, αν έκαναν αυτό, σε Ξεν.· το απαρ. ή μτχ. αορ. αντικαθιστά την οριστ. ή εύκτ. αορ., οὐκ ἂν ἡγεῖσθ' αὐτὸν κἂν ἐπιδραμεῖν, δεν το νομίζεις, ακόμα και αν είχε τρέξει προς τα εκεί; σε Δημ.· οὐδ' ἂν κρατῆσαι αὐτοὺς τῆς γῆς ἡγοῦμαι, νομίζω πως δεν θα ήταν καν αφέντες της γης, σε Θουκ.· οὔτε ὄντα οὔτε ἂν γενόμενα, δηλ. πράγματα που δεν είναι και δε θα συμβούν ποτέ, στον ίδ.· ομοίως απαρ. ή παρακ.υπερσ.), πάντα ταῦθ' ὑπὸ τῶν βαρβάρων ἂν ἑαλωκέναι (φήσειεν ἄν), θα έλεγε ότι όλα αυτά θα είχαν καταστραφεί από τους βαρβάρους, σε Δημ. Γ. ΣΤΙΣ ΕΠΑΝΑΛΗΠΤΙΚΕΣ ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ: με οριστ. παρατ. και αορ., για να εκφράσει όρο εκπληρωμένο οποτεδήποτε προκύπτει η συνθήκη· εἶτα πῦρ ἂν οὐ παρῆν, έπειτα δεν θα υπήρχε καθόλου φωτιά αναμμένη, δηλ. δεν υπήρξε ποτέ, σε Σοφ.· διηρώτων ἂν αὐτοὺς τί λέγοιεν, σε Πλάτ. Δ. ΓΕΝΙΚΕΣ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ: I. θέση του ἄν: 1. Το ἄν μπορεί να χωρίζεται από τα απαρ. του από ρήματα όπως το οἴομαι, δοκέω, ώστε να παρουσιάζεται ότι ανήκει στην οριστ. ενεστ.· καὶ νῦν ἡδέως ἄν μοι δοκῶ κοινωνῆσαι, νομίζω πως θα έπρεπε, σε Ξεν.· στην παράδοξη περίπτωση του οὐκ οἶδ' ἄν εἰ, το ἄν ανήκει όχι στο οἶδα, αλλά στο ρήμα που ακολουθεί, οὐκ οἶδ' ἂν εἰ πείσαιμι = οὐκ οἶδα εἰ πείσαιμι ἄν, σε Ευρ. 2. Το ἄν δεν ξεκινά ποτέ πρόταση. II. επανάληψη του ἄν: στην απόδοση το ἄν μπορεί να επαναλαμβάνεται με το ίδιο ρήμα, ὥστ' ἄν, εἰ σθένος λάβοιμι, δηλώσαιμ' ἄν, σε Σοφ.
ἀνάστᾰσις, γεν. -εως, Ιων. -ιος, · I. Ενεργ. (ἀνίστημι), 1. έγερση από τους νεκρούς, σε Αισχύλ. 2. παρώθηση των ανθρώπων να σηκωθούν και να αφήσουν τον τόπο στον οποίο βρίσκονται, μετακίνηση όπως στους ικέτες, σε Θουκ.· ἀν. τῆς Ἰωνίας, η μετακίνηση όλων των Ελλήνων από την Ιωνία, σε Ηρόδ.· λεηλασία, καταστροφή, όλεθρος, σε Αισχύλ., σε Ευρ. 3. παλινόρθωση, αποκατάσταση, τειχῶν, σε Δημ. II. 1. (ἀνίστᾰμαι), ανέγερση ή σήκωμα ως ένδειξη σεβασμού, σε Πλάτ. 2. σήκωμα και μετακίνηση, αναχώρηση, σε Θουκ. 3. έγερση, ἐξ ὕπνου, σε Σοφ. 4. η ανάσταση από τους νεκρούς, η Ανάσταση του Χριστού, σε Κ.Δ.
ἀνθολογία, , συλλογή λουλουδιών, σε Λουκ.· οι Ἀνθολογίαι ήταν συλλογές μικρών ελληνικών ποιημάτων και επιγραμμάτων από διαφόρους συνθέτες, τις οποίες ο εκδότης είχε συλλέξει ως ανθοδέσμη.
ἀν-οίγνῡμι και ἀν-οίγω, Επικ. ἀνα-οίγω, σε Ομήρ. Ιλ.· παρατ. ἀνέῳγον, Επικ. επίσης ἀν-ῷγον, σπανίως ἤνοιγον, Ιων. και Επικ. ἀνα-οίγεσκον· μέλ. ἀν-οίξω, αόρ. αʹ ἀν-έῳξα ή ἤνοιξα, Ιων. ἄνοιξα, ποιητ. ἀνῷξα, παρακ. ἀν-έῳχα ή -έῳγαΠαθ. ἀνοίγνυμαι, μέλ. ἀν-εῴξομαι, παρακ. ἀν-έῳγμαι, -ῷγμαι· γʹ ενικ. υπερσ. ἀν-εῷκτο, αόρ. αʹ ἀν-εῴχθην, υποτ. ἀν-οιχθῶ, ευκτ. ἀν-οιχθείην, ἀν-οιχθείς· αόρ. βʹ ἠνοίγην· στα μεταγεν. ελλην. συναντώνται ανώμαλοι τύποι ἠνέῳξα, ἠνέῳγμαι, ἠνεῴχθην· I. 1. ανοίγω πόρτες κ.λπ.· ἀναοίγεσκον κληῖδα, προσπάθησαν να βάλουν πίσω το μοχλό ώστε να ανοίξουν την πόρτα, σε Ομήρ. Ιλ.· πύλας θύραν ἀν., σε Αισχύλ., Αριστοφ. 2. λύνω, ανοίγω, φανερώνω, πῶμ' ἀνέῳγε, αφαίρεσε το κάλυμμα και το άνοιξε, σε Ομήρ. Ιλ.· μεταφ., ἀνοίξαντι κλῇδα φρενῶν, σε Ευρ.· ἀν. οἶνον, ανοίγω κρασί, σε Θεόκρ. 3. αφήνω ανοιχτό, ξεσκεπάζω, αποκαλύπτω, ξετυλίγω, σε Σοφ. 4. ως ναυτικός όρος, απόλ., ανοίγομαι στη θάλασσα, φεύγω από την ξηρά, σε Ξεν. II. Παθ., είμαι ανοιχτός, στέκομαι ανοιχτός, για πόρτες, σε Ηρόδ., Πλάτ.· κόλποι δι'ἀλλήλων ἀνοιγόμενοι, ανοίγοντας ο ένας μέσα στον άλλο, σε Πλούτ.
ἀπομαγδᾰλία ή -ιά, (ἀπομάσσω), ψίχα ή εσωτερικό μέρος από καρβέλι ψωμί, πάνω στην οποία οι αρχαίοι Έλληνες σφούγγιζαν τα χέρια τους κατά τη διάρκεια του δείπνου και κατόπιν το πετούσαν ως τροφή στα σκυλιά· το φαγητό του σκύλου, σε Αριστοφ.
Ἀργεῖος, , -ον, αυτός που ανήκει ή προέρχεται, κατάγεται από το Άργος, Αργείος· το Ἀργεῖοι, στον Όμηρ., όπως το Ἀχαιοί, λέγεται συνολικά για τους Έλληνες· ἡ Ἀργεία (ενν. γῆ), η Αργολίδα, σε Θουκ.
Ἄργος, -εος, τό, όνομα διαφόρων ελληνικών πόλεων, από τις οποίες γνωστότερη είναι αυτή της Πελοποννήσου, την οποία ο Όμηρ. αποκαλεί Ἄργος Ἀχαιϊκόν, για να τη διακρίνει από το Ἄργος Πελασγικόν. Με το πρώτο όνομα ο Όμηρ. εννοεί ολόκληρη την Αργολίδα (ή και την Πελοπόννησο), με το δεύτερο ολόκληρη τη Θεσσαλία.
ἀριστερός, , -όν, 1. αυτός που βρίσκεται προς τα αριστερά, Λατ. sinister, προς, ἐπ' ἀριστερά, δηλ. προς τα αριστερά, σε Ομήρ. Ιλ.· ἐπ' ἀριστερὰ χειρός, στο αριστερό χέρι, σε Ομήρ. Οδ.· ἐξ ἀριστερῆς χειρός, από το αριστερό χέρι, σε Ομήρ. Οδ.· ή απλά, ἐξἀριστερᾶς, σε Σοφ.· ἐς ἀριστερήν, ἐν ἀριστερῇ, σε Ηρόδ. 2. μεταφ., αυτός που προμηνύει κακό, δυσοίωνος, γιατί στον αρχαίο Έλληνα οιωνοσκόπο, που κοιτούσε προς το βορρά, οι κακοί οιωνοί έρχονταν από αριστερά, σε Ομήρ. Οδ. (αμφίβ. προέλ.).
Ἀχαιός, , -όν, ο Αχαιός, Λατ. Achivus, σε Όμηρ.· Ἀχαιοί, οἱ, οι Αχαιοί ή οι Έλληνες γενικά, στον ίδ.· Ἀχαΐα, , η Αχαΐα στην Πελοπόννησο, σε Θουκ.
βαρβᾰρίζω (βάρβαρος), μέλ. Αττ. -ῐῶ, I. συμπεριφέρομαι ως βάρβαρος, μιμούμαι κάποιον βάρβαρο στην ομιλία, σε Ηρόδ.· μιλώ «σπαστά» ελληνικά, μιλώ ασυνάρτητα, σε Πλάτ. II. συμμερίζομαι τα ήθη των βαρβάρων, δηλ. των Περσών, σε Ξεν.
βαρβᾰρικός, , -όν, βάρβαρος, αλλοδαπός, όμοιος με ξένο, αντίθ. προς το Ἑλληνικός, σε Σιμων.· τὸ βαρβαρικόν = οἱ βάρβαροι, σε Θουκ.· ιδίως, λέγεται για τους Πέρσες, σε Ξεν.· επίρρ., ἐβόα καὶ βαρβαρικῶς καὶ Ἑλληνικῶς, δηλ. και στις δύο γλώσσες, και στα Περσικά και στα Ελληνικά, στον ίδ.
βάρβᾰρος, -ον, I. βαρβαρικός, δηλ. ο μη ελληνικός, ξένος, αλλοδαπός· λέξη γνωστή στον Όμηρ., όπως φαίνεται από τη λέξη βαρβαρόφωνος στην Ομήρ. Ιλ.· ως ουσ., βάρβαροι, οἱ, αρχικά όλοι οι μη Έλληνες, ιδίως οι Μήδοι και οι Πέρσες, σε Ηρόδ., Αττ.· ομοίως αποκαλούσαν οι Εβραίοι την υπόλοιπη ανθρωπότητα Gentiles, Εθνικούς. Από την εποχή του Αυγούστου πάντως, το όνομα αποδίδεται από τους Ρωμαίους σε όλες τις φυλές που δεν είχαν ελληνική ή ρωμαϊκή παιδεία. II. Μετά τους Περσικούς πολέμους, η λέξη έλαβε τη σημασία του ξένου, του αλλοδαπού· ἀμαθὴς καὶ βάρβαρος, σε Αριστοφ.· βαρβαρώτατος, στον ίδ., Θουκ. (αμφίβ. προέλ.).
Δᾰναοί, οἱ, οι Δαναοί, υπήκοοι του Δαναοῦ, βασιλιά του Άργους, σε Ομήρ. Ιλ.· λέγεται για τους Έλληνες γενικά· Δαναΐδαι, -ῶν, οἱ, γιοι ή απόγονοι του Δαναού, σε Ευρ.· Δαναΐδες, αἱ, οι κόρες του.