Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ἀ-κίνδῡνος"

Βρέθηκε 1 λήμμα
ἀ-κίνδῡνος, -ον, I. ακίνδυνος, ασφαλής, σε Ευρ., Θουκ. κ.λπ. II. επίρρ. -νως, σε Ευρ. κ.λπ.· συγκρ. ἀκινδυνότερον, με λιγότερο κίνδυνο, σε Πλάτ.· υπερθ. ἀκινδυνότατα, τά, απόλυτα ελεύθερα από τον κίνδυνο, σε Ξεν.