Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ἀφ-οράω"

Βρέθηκε 1 λήμμα
ἀφ-οράω, Ιων. -έω, μέλ. ἀπ-όψομαι, αόρ. βʹ ἀπ-εῖδον, παρακ. ἀφ-εόρᾱκα· I. 1. βλέπω πιο μακριά από όλους τους άλλους, έχω πλήρη θέα, κοιτάζω, τι ή πρός τι, σε Θουκ. 2. κοιτάζω από θέσεως, ἀπὸ δενδρέου, σε Ηρόδ. II. αποστρέφω το βλέμμα μου, έχω γυρίσει την πλάτη, σε Ξεν.