Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "φείδομαι"

Βρέθηκε 1 λήμμα
φείδομαι, ποιητ. γʹ πληθ. παρατ. φείδοντο· μέλ. φείσομαι, Επικ. πεφῐδήσομαι, αόρ. αʹ ἐφεισάμην, Επικ. γʹ ενικ. φείσατο· Επικ. αναδιπλ. αόρ. βʹ πεφῐδόμην, ευκτ. πεφῐδοίμην, απαρ. πεφιδέσθαι· αποθ., κάνω οικονομία, Λατ. parcere. I.φείδομαι ανθρώπων και πραγμάτων στον πόλεμο, δηλ. δεν τους καταστρέφω, με γεν., σε Όμηρ., Αττ.· απόλ., λυπάμαι, ευσπλαχνίζομαι, είμαι ελεήμων, σε Θουκ. II. 1. κάνω οικονομία στη χρήση, συγκρατούμαι στη χρήση, χρησιμοποιώ με φειδώ, ἵππων φειδόμενος δηλ. φροντίζω γι' αυτούς, σε Ομήρ. Ιλ.· μὴ φείδεο σίτου, σε Ησίοδ.· φείδεο τῶν νεῶν, σε Ηρόδ.· τί φειδόμεσθα τῶν λίθων; γιατί αποφεύγουμε να τις χρησιμοποιούμε; σε Αριστοφ.· φείδ. μήτε χρημάτων μήτε πόνων, σε Πλάτ. 2. απόλ., είμαι φειδωλός, είμαι οικονομικός, ζω οικονομικά, σε Θέογν.· οἱ γεωργοῦντες καὶ φειδόμενος, σε Δημ.· η μτχ. αυτή χρησιμ. ως επίθ. = φειδωλός, σε Αριστοφ.· επίρρ. φειδομένως, με φειδώ, σε Κ.Δ., Πλούτ. III. απομακρύνομαι από, τοῦ κινδύνου, σε Ξεν.· φείδου μηδὲν ὧνπερ ἐννοεῖς, μην οπισθοχωρήσεις καθόλου από αυτά που έχεις στο μυαλό, σε Σοφ.· επίσης με απαρ., σταματώ ή παύω να κάνω, απέχω από το να κάνω, σε Ευρ.