Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "τριηραρχέω"

Βρέθηκε 1 λήμμα
τριηραρχέω, μέλ. τριηραρχήσω, παρακ. τετριηράρχηκα· I. είμαι τριήραρχος, κυβερνώ τριήρη, σε Ηρόδ., Θουκ.· με γεν., τριηραρχέω νηός, σε Ηρόδ. II. στην Αθήνα, είμαι τριήραρχος, δηλ. εξοπλίζω τριήρη στην υπηρεσία του δημοσίου, σε Αριστοφ.· Παθ., τριηραρχοῦσιν οἱ πλούσιοι, ὁ δὲ δῆμος τριηραρχεῖται, σε Ξεν.