Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "σέλας"

Βρέθηκαν 2 λήμματα [1 - 2]
σέλας, τό, γεν. σέλαος, δοτ. σέλαϊ, συνηρ. σέλᾳ· πληθ. σέλᾱ· λαμπρή πύρινη φλόγα, λάμψη, φως, σέλας πυρός, σε Ομήρ. Ιλ.· μόνο του, στο ίδ.· κεραυνός, αστροπελέκι, στο ίδ., σε Ηρόδ. κ.λπ.· πυρσός, λαμπάδα, σε Ομηρ. Ύμν.· αστραποβόλημα από οργισμένη ματιά, σε Αισχύλ.· μεταφ., ἔρωτος σέλας, σε Θεόκρ.
σελασ-φόρος, -ον (φέρω), αυτός που φέρνει φως, φωτοδότης, σε Αισχύλ.· λέγεται για την Άρτεμη, σε Παυσ.