Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "πυρρ-οπίπης[ῑ]"

Βρέθηκε 1 λήμμα
πυρρ-οπίπης[ῑ], -ου, (ὀπιπτεύω), αυτός που γλυκοκοιτάζει ξανθόμαλλα νεαρά αγόρια, παιδεραστής, λογοπαίγνιο στη λέξη πῡρο-πίπης, αυτός που «γλυκοκοιτάζει» το σιτάρι (δηλ. τη σίτηση στο Πρυτανείο), σε Αριστοφ.