Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "προσ-ήκω"

Βρέθηκε 1 λήμμα
προσ-ήκω, Δωρ. ποθ-ήκω, μέλ. -ξω, I. έχω φτάσει σε κάποιο μέρος, έχω έρθει, είμαι κοντά, πρόχειρος, είμαι παρών, σε Τραγ.· προσήκω ἐπὶ τὸν ποταμόν, φτάνω στον ποταμό, σε Ξεν. II. 1. μεταφ., ανήκω σε, εἰ τῷ ξένῳ προσήκει Λαΐῳ τι συγγενές, εάν ο ξένος έχει κάποια συγγένεια με τον Λάιο, σε Σοφ.· τῷ γὰρ προσήκει τόδε; ποιον αφορά; στον ίδ.· ομοίως, οὐδὲν πρὸς τὸ Πέρσας προσήκω τὸ πάθος, σε Ηρόδ.· λέγεται για πρόσωπα, ανήκω σε, σχετίζομαι με, τινί, σε Ευρ.· προσήκω γένει, σε Αριστοφ.· με απαρ., οὐ προσήκομεν κολάζειν τοῖσδε, δεν ανήκουμε σ' αυτούς για να μας τιμωρήσουν, δηλ. δεν είναι στο χέρι τους να μας τιμωρήσουν, σε Ευρ. 2. α) απρόσ., ανήκει, αφορά, τίοὖν προσήκει ἐμοὶ Κορινθίων; τι έχω να κάνω εγώ με τους Κορίνθιους; σε Αριστοφ. κ.λπ. β) με δοτ. προσ. και απαρ., ανήκει σε, είναι αρμόδιο, οἷς προσῆκε πενθῆσαι, σε Αισχύλ.· οὔ σοι προσήκει προσφωνεῖν, σε Σοφ.· επίσης με αιτ. προσ., οὔ σε προσήκει λέγειν, δεν είναι καλό να μη μιλήσεις, σε Αισχύλ. III. σε μτχ., 1. αυτός που ανήκει σε κάποιον, αἰτία οὐδέν μοι προσήκουσα, σε Δημ.· τὸ προσῆκον ἑκάστῳ ἀποδιδόναι, Λατ. suum cuique reddere, σε Πλάτ.· απόλ., τὴν προσήκουσαν σωτηρίαν, η προσωπική ασφάλεια κάποιου, σε Θουκ.· τὰ μὴ προσήκοντα = ἀλλότρια, στον ίδ. 2. αρμόζων, κατάλληλος, αρμόδιος, πρόσφορος, στον ίδ.· τὰ προσήκοντα, ό,τι είναι κατάλληλο, ό,τι ταιριάζει, τα καθήκοντα κάποιου, σε Ξεν.· τὸ προσῆκον, καταλληλότητα, συνταίριασμα, ἐκτὸς τοῦ προσήκοντος, σε Ευρ.· μᾶλλον τοῦ προσήκοντος, παρὰ τῷ προσήκοντι, σε Πλάτ. 3. α) λέγεται για πρόσωπα, συγγενής, συγγενικός, τοῖσι Κυψελίδαισι οὐδὲν ἦν προσήκων, σε Ηρόδ.· προσήκων βασιλεῖ, σε Ξεν.· και ως ουσ., οἱ προσήκοντές τινος, οι συγγενείς κάποιου, σε Θουκ.· ή οἱ προσήκοντες μόνο του, σε Ηρόδ.· απ' όπου, αἱ προσήκουσαι ἀρεταί, οι κληροδοτημένες καλές φήμες, σε Θουκ. β) οὐδὲν προσήκων, αυτός που δεν έχει καμία σχέση με την υπόθεση, σε Πλάτ.· με απαρ., οὐδὲν προσήκων ἐν γόοις παραστατεῖν, δεν αρμόζει να βοηθά κάποιον στη θλίψη του, σε Αισχύλ. 4. απόλ. στο ουδ., οὐ προσῆκον, αν και δεν ταιριάζει καθόλου ή μιας και δεν ταιριάζει, σε Θουκ., Πλάτ.