LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "μετα-γιγνώσκω"
- μετα-γιγνώσκω, Ιων. και μεταγεν. -γῑνώσκω, μέλ. -γνώσομαι, αόρ. βʹ μετέγνων· 1. αλλάζω απόψεις, μετανοιώνω, σε Ηρόδ., Αττ. 2. με αιτ. πράγμ., αλλάζω απόψεις σχετικά με ένα ζήτημα, μετανιώνω για κάτι, μετέγνων τὰπρόσθ' εἰρημένα, σε Ευρ.· μεταγιγνώσκω τὰ προδεδογμένα, μεταβάλλω ή ανακαλώ μια προηγούμενη απόφαση, σε Θουκ. 3. με απαρ., μεταβάλλω τη γνώμη μου ώστε να πράξω κάτι διαφορετικό, στον ίδ.· μεταγιγνώσκω ὡς..., αλλάζω την άποψή μου και σκέφτομαι ότι..., σε Ξεν.

