Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "κατα-κομίζω"

Βρέθηκε 1 λήμμα
κατα-κομίζω, μέλ. Αττ. -ιῶ, 1. φέρνω προς τα κάτω, ιδίως, από τα μεσόγεια στην παραλία, σε Θουκ. 2. κ. ναῦν, την οδηγώ στο λιμάνι, σε Δημ. 3. μεταφ., οδηγώ σε καταφύγιο, στον ίδ.