Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "δια-βάλλω"

Βρέθηκε 1 λήμμα
δια-βάλλω, μέλ. -βᾰλῶ, παρακ. -βέβληκα· I. 1. πετώ, ρίχνω διαμέσου, μεταφέρω, οδηγώ διαμέσου, διαβιβάζω απέναντι, νέας, σε Ηρόδ. 2. φαινομενικά αμτβ., όπως το Λατ. trajicere, περνώ από πάνω, απέναντι, διαβαίνω, στον ίδ.· επίσης με αιτ., δ. γεφύρας, σε Ευρ.· πέλαγος, σε Θουκ. II. κατηγορώ, συκοφαντώ, δημιουργώ διαμάχη, φιλονικία ανάμεσα, διασύρω, κακολογώ, ἐμὲκαὶ Ἀγάθωνα, σε Πλάτ.Παθ., βρίσκομαι σε αντιπαράθεση με, τινί, στον ίδ. III. 1. δυσφημώ, κακολογώ, συκοφαντώ, σε Ηρόδ. κ.λπ.· διέβαλον τοὺς Ἴωνας ὡς..., τους συκοφάντησαν με το να πουν ότι..., στον ίδ.Παθ., διαβάλλεσθαί τινι, είμαι γεμάτος καχυποψία και μίσος απέναντι σε κάποιον, στον ίδ.· πρός τινα, στον ίδ.· ἔς τινα, σε Θουκ. 2. με αιτ. πράγμ., παρουσιάζω εσφαλμένα κάτι, μιλώ δυσφημιστικά, διαστρέφω, διαστρεβλώνω, σε Ηρόδ., Δημ.· δίνω στον εχθρό πληροφορίες, χωρίς ανακρίβειες ή διάθεση εξαπάτησης, σε Θουκ. IV. εξαπατώ μέσω ψευδούς πληροφόρησης, εξαπατώ κάποιον, τινά, σε Ηρόδ.· ομοίως στη Μέσ., στον ίδ.Παθ., διαβεβλῆσθαι ὡς..., έχει διαδοθεί συκοφαντικά ότι..., σε Πλάτ.