Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "δημαγ%"

Βρέθηκαν 4 λήμματα [1 - 4]
δημᾰγωγέω, μέλ. -ήσω, 1. οδηγώ, χειραγωγώ το λαό, με αρνητική σημασία, σε Αριστοφ. 2. με αιτ. προσ., κερδίζω την εύνοια κάποιου με τεχνάσματα, σε Ξεν.
δημᾰγωγία, , διακυβέρνηση, καθοδήγηση λαού, σε Αριστοφ.
δημᾰγωγικός, , -όν, ικανός για δημαγωγία ή επιτήδειος όπως ο δημαγωγός, σε Αριστοφ.
δημ-ᾰγωγός, , δημοφιλής αρχηγός, καθοδηγητής, λέγεται για τον Περικλή, σε Ισοκρ.· κυρίως με αρνητική σημασία, αυτός που άγει τον όχλο, τη μάζα, δημαγωγός, δημοκόπος, όπως ο Κλέων, σε Θουκ., Ξεν.