Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "αναλύω"

Βρέθηκαν 11 λήμματα [1 - 11]
ἀνα-λύω, Επικ. ἀλ-λύω· Επικ. γʹ ενικ. παρατ. ἀλλύεσκε [ῡ]· Επικ. θηλ. μτχ. ἀλλύουσα· μέλ. -λύσω· I. 1. χαλαρώνω, λύνω, λέγεται για τον ιστό της Πηνελόπης, σε Ομήρ. Οδ. 2. ελευθερώνω, αποδεσμεύω, απολύω, ἐκ δεσμῶν, στο ίδ. II. 1. μετά τον Όμηρ., ἀν. ὀφθαλμόν, φωνάν, δηλ. αποκαθιστώ τη χρήση της όρασης και της φωνής σε νεκρό, σε Πίνδ. 2. αναλύω, σε Αριστ. 3. τερματίζω κάτι, σε Ξεν.· καταργώ, ακυρώνω, σε Δημ.Μέσ., εξαλείφω λάθη, σε Ξεν., Δημ. III. 1. αμτβ., λύνω τα πρυμνήσια σχοινιά, σηκώνω την άγκυρα, αποπλέω, σε Πολύβ.· μεταφ., λέγεται για θάνατο, σε Κ.Δ. 2. επανέρχομαι, επιστρέφω, στο ίδ.
ἀνα-χωνεύω, μέλ. -σω, αναλύω εκ νέου, ξαναλιώνω, σε Στράβ.
βᾰδίζω (βάδος, βαίνω), μέλ. Αττ. βαδιοῦμαι, αόρ. αʹ ἐβάδισα, παρακ. βεβάδικα, 1. πηγαίνω αργά, περπατώ, Λατ. ambulare, σε Ομηρ. Ύμν., Ξεν.· πηγαίνω, είμαι σε πορεία, λέγεται για εφίππους, σε Ξεν.· πηγαίνω από τη στεριά, από την ξηρά, σε Δημ. με σύστ. αιτ., βάδον, ὁδὸν βαδίζω, σε Αριστοφ. 2. γενικά, ἐπ' οἰκίας βαδίζω, εισέρχομαι σε οικίες, σε Δημ.· προβαίνω σε συζήτηση, αναλύω επιχείρημα, στον ίδ.· λέγεται για πράγματα, αἱ τιμαὶ ἐπ' ἔλαττον ἐβάδιζον, οι τιμές ελαττώνονταν, στον ίδ.
δι-αιρέω, μέλ. -ήσω, αόρ. βʹ -εῖλον, Παθ. αόρ. αʹ -ῃρέθην, διαμερίζω κάτι από κάτι άλλο, χωρίζω στα δύο, διαιρώ, διανέμω σε μέρη, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ.· δ. λαγόν, ανοίγω κόβοντας, στον ίδ.· δ. πυλίδα, ανοίγω κάτι σπάζοντάς το, σε Θουκ.· δ. τὴν ὀροφήν, την κατεδαφίζω, την καταστρέφω, στον ίδ.· δ.τοῦ τείχους, γκρεμίζω μέρος - τμήμα του τείχους, δημιουργώ, προξενώ ρήγμα σε αυτό, στον ίδ.· τὸ διῃρημένον, ρήγμα, στον ίδ. II. 1. διαιρώ, διαχωρίζω, δύο μοίρας Λυδῶν, τους Λυδούς σε δύο μέρη, σε Ηρόδ.· ομοίως, δ.τριχῇ, σε Πλάτ.· εἰς δύο, σε Δημ.Μέσ., διαιρούν για τους εαυτούς τους, ναῦς, σε Θουκ., αλλά επίσης διαμοιράζουν αναμεταξύ, ανάμεσά τους, σε Ησίοδ., Ηρόδ.Παθ., διῃρημένοι κατ' ἀναπαύλας, χωρισμένοι, μοιρασμένοι σε βάρδιες, σε Θουκ. 2. αναλύω στα συστατικά στοιχεία, σε Πλάτ. III. 1. διακρίνω, σε Αριστοφ. 2. ορίζω, αποφασίζω, σε Ηρόδ., Αισχύλ. κ.λπ. 3. λέω κάτι με σαφήνεια, ορίζω, καθορίζω, προσδιορίζω, εξηγώ, ερμηνεύω, σε Ηρόδ., Αττ.
δια-λύω, μέλ. -λύσω [ῡ], παρακ. -λέλῠκα· — Παθ. αόρ. αʹ -ελύθην [ῠ], παρακ. -λέλῠμαι· I. 1. χαλαρώνω το ένα από το άλλο, διαχωρίζω σε κομμάτια, καταστρέφω, σε Ηρόδ.· διαλύω μια συγκέντρωση, στον ίδ., σε Θουκ. κ.λπ.· τὴν σκηνὴν εἰς κοίτην δ., χαλώ, σχολάζω τη γιορτή και πηγαίνω για ύπνο, σε Ξεν.· δ. τὴν στρατιάν, τη διασκορπίζω, σε Θουκ.Παθ., λέγεται για μια σύναξη, συνέλευση, διαλύω, σε Ηρόδ. κ.λπ.· λέγεται για άνθρωπο, πεθαίνω, σε Ξεν. 2. διασπώ, αναλύω στα συστατικά μέρη, σε Πλάτ. 3. τερματίζω μία φιλία, καταπατώ μια ανακωχή, σε Θουκ. κ.λπ.· ομοίως στη Μέσ., διαλύσασθαι ξεινίην, σε Ηρόδ. 4. α) τερματίζω την εχθρότητα, σταματώ τις εχθροπραξίες, συμφιλιώνω, σε Θουκ.· και στη Μέσ., σε Δημ. κ.λπ. β) με αιτ. προσ., συμφιλιώνω, τινὰ πρός τινα, στον ίδ.· οὐ γὰρ ἦν ὁ διαλύσων, σε Θουκ.Παθ. και Μέσ., διαλύεσθαι νείκους, αποτραβιέμαι από μια διαμάχη, δηλ. συμφιλιώνομαι, σε Ευρ., Ξεν. κ.λπ. 5. γενικά, τερματίζω, εξαλείφω, εγκαταλείπω, διαβολήν, σε Θουκ.· ομοίως στη Μέσ., στον ίδ. κ.λπ. 6. επιλύω μια δυσκολία, σε Πλάτ. 7. δ. τιμάς, πληρώνω το συνολικό τίμημα, εξοφλώ, αποπληρώνω ένα χρέος, σε Ηρόδ. κ.λπ.· με αιτ. προσ., τον ξεπληρώνω, τον εξοφλώ, σε Δημ. II. απόλ., εξασθενώ, μειώνω, κάμπτω, χαλαρώνω τις άμυνες, τις αντιστάσεις, ξεσφίγγω, σε Θεόκρ.
δί-ειμι, χρησιμ. ως μέλ. του διέρχομαι, παρατ. διῄειν· 1. πηγαίνω εδώ και εκεί, περιπλανιέμαι, περιφέρομαι, τριγυρνώ, σε Αριστοφ.· λέγεται για φήμη, εξαπλώνομαι, διαδίδομαι, σε Πλούτ. 2. με αιτ., περνώ, διέρχομαι κάτι, διηγούμαι, αφηγούμαι, περιγράφω, συζητώ, αναλύω, σε Πλάτ.
δι-έρχομαι, μέλ. διελεύσομαι (αλλά το δίειμι χρησιμ. ως Αττ. μέλ. και το διῄειν ως παρατ.), αόρ. βʹ διῆλθον, αποθ.: I. 1. διέρχομαι, διαπερνώ, περνώ ανάμεσα, απόλ. ή με γεν., σε Ομήρ. Ιλ., Σοφ.· με αιτ. επίσης, σε Ομήρ. Ιλ., Θουκ. κ.λπ. 2. συμπληρώνω, ολοκληρώνω, τελειώνω, σε Ηρόδ., Πλάτ. κ.λπ. 3. λέγεται για φήμη, βάξις διῆλθ' Ἀχαιούς, σε Σοφ.· απόλ., λόγος διῆλθε, διαδόθηκε, εξαπλώθηκε, σε Θουκ., Ξεν. 4. λέγεται για πόνο, διαπερνώ κάποιον, σε Σοφ.· λέγεται και για το πάθος, στον ίδ.· ἐμὲ διῆλθέ τι, μια σκέψη πέρασε απ' το νου μου, σε Ευρ. 5. αναλύω διεξοδικά, διηγούμαι με λεπτομέρεια, σε Αισχύλ., Θουκ. II. αμτβ., λέγεται για χρόνο, παρέρχομαι, περνώ, διαβαίνω, σε Ηρόδ., Δημ.· ομοίως, σπονδῶν διελθουσῶν, σε Θουκ.· αλλά, διελθὼν ἐς βραχὺν χρόνον, σε Ευρ.
ἐξ-αναλύω, μέλ. -ύσω [ῡ], απελευθερώνω, αποδεσμεύω, με γεν., σε Ομήρ. Ιλ.
κρίνω[ῑ], Επικ. γʹ υποτ. κρίνησι· μέλ. κρῐνῶ, Επικ. κρῐνέω· αόρ. αʹ ἔκρῑνα, παρακ. κέκρῐκαΜέσ., μέλ. κρῐνοῦμαι (με Παθ. σημασία)· αόρ. αʹ ἐκρινάμηνΠαθ., μέλ. κρῐθήσομαι, αόρ. αʹ ἐκρίθην [ῐ], Επικ. ἐκρίνθην, παρακ. κέκρῐμαι, απαρ. κεκρίσθαι· Λατ. cerno, I. ξεχωρίζω, διαχωρίζω, διαμοιράζω, διακρίνω, σε Ομήρ. Ιλ., Ξεν. II. διαλέγω, εκλέγω, επιλέγω, σε Όμηρ., Ηρόδ., Αττ.Μέσ., διαλέγω για τον εαυτό μου, επιλέγω, σε Όμηρ. — Παθ., διαλέγομαι, σε Ομήρ. Ιλ.· μτχ. παρακ. και αορ. αʹ κεκριμένος, κριθείς, εκλεγμένος, διαλεχτός, σε Όμηρ. III. 1. αποφασίζω αγώνα, στον ίδ., Ηρόδ. κ.λπ.· σκολιὰς κρίνειν θέμιστας, εξάγω στρεβλές αποφάσεις, δηλ. κρίνω άδικα, σε Ομήρ. Ιλ.· κρίνουσι βόῃ καὶ οὐ ψήφῳ, αποφάσισαν μέσω φωνών και όχι με ψηφοφορία, σε Θουκ.· αποφασίζω αγώνα για βραβείο, σε Σοφ. κ.λπ.· κρ. τὰς θεάς, κρίνω σχετικά με τον αγώνα τους, δηλ. αποφαίνομαι, αποτιμώ, σε Ευρ.Παθ. και Μέσ., λέγεται για πρόσωπα, αποφασίζω σχετικά με διαγωνισμό, καταλήγω, γνωμοδοτώ, σε Όμηρ. κ.λπ. 2. αποφαίνομαι για, κρίνω, επιδικάζω, κατακυρώνω, κράτος τινί, σε Σοφ. 3. εκτιμώ, υπολογίζω, πρὸς ἐμαυτὸν κρίνων (αὐτόν), κρίνοντάς τον βάσει του εαυτού μου, σε Δημ.Παθ., ἴσον παρ' ἐμοὶ κέκριται, σε Ηρόδ. 4. ερμηνεύω, αναλύω όνειρα, στον ίδ., Αισχύλ. κ.λπ.· ομοίως στη Μέσ., σε Ομήρ. Ιλ. 5. με αιτ. και απαρ., αποφασίζω ή κρίνω ότι, σε Ηρόδ., Αττ. 6. με απαρ. μόνο, αποφασίζω να κάνω κάτι, σε Κ.Δ. IV. 1. αμφισβητώ, σε Σοφ. 2. κατηγορώ, προσάγω σε δίκη, σε Ξεν. κ.λπ.Παθ., προσάγομαι σε δίκη, σε Θουκ. κ.λπ. 3. καταδικάζομαι, κατακρίνομαι, σε Σοφ., Δημ.
λύω, μέλ. λύσω [ῡ]· αόρ. ἔλῡσα, παρακ. λέλῠκαΠαθ., παρακ. λέλῠμαι, υπερσ. ἐλελύμην [ῠ], αόρ. ἐλύθην, Επικ. λύθην [ῠ], μέλ. λῠθήσομαι και λελύσομαι [ῠ]· επίσης, Επικ. Παθ. αόρ. βʹ ἐλύμην ή λύμην [ῠ], γʹ ενικ. λύτο [ῠ] και λῦτο, γʹ πληθ. λύντο· γʹ ευκτ. υπερσ. λελῦτο αντί λελύοιτοΜέσ., μέλ. λύσομαι, αόρ. ἐλυσάμην (σε ενεστ. και παρατ., στους Αττ., κυρίως στους Επικ.· σε μέλ. και αόρ., πάντα · τους άλλους χρόνους ).
Πρώτη σημασία του ρήματος, λύνω· I. 1. λέγεται για πράγματα, χαλαρώνω, λύνω, ξεκουμπώνω (κυρίως για ρούχα και οπλισμό), ζωστῆρα, θώρηκα, σε Ομήρ. Ιλ.· ἀσκὸν λύω, λύνω τον ασκό (που χρησίμευε σαν μπουκάλι), σε Ομήρ. Οδ.· λύω ἡνίαν, χαλαρώνω το χαλινάρι, σε Σοφ.· λύω γράμματα, ανοίγω επιστολή, σε Ευρ.· στόμα λύω, ανοίγω το στόμα, στον ίδ.· λύω ὄφρυν, χαλαρώνω τα φρύδια, στον ίδ., κ.λπ.Μέσ., ἐλύσατο ἱμάντα, ξεκούμπωσε τη ζώνη της, σε Ομήρ. Ιλ.· λύσασθαι τρίχα, ξεδένω τα μαλλιά μου, σε Βίωνα· 2. λέγεται για έμψυχα: α) για άλογα κ.λπ., λύνω, ξεζεύω, σε Όμηρ. — Μέσ., λύεσθαι ἵππους ὑπ' ὄχεσφι, ξεζεύω τα άλογα, σε Ομήρ. Ιλ. β) για ανθρώπους, λύνω, απελευθερώνω από δεσμά ή φυλακή, από δυσκολία ή κίνδυνο, σε Όμηρ., Αττ.Μέσ., ενεργώ έτσι ώστε να λυθεί κάποιος ή απελευθερώνω κάποιον, σε Ησίοδ. γ) για αιχμαλώτους, απελευθερώνω ως αντάλλαγμα παραλαβής λύτρων (ἄποινα), ελευθερώνω, σε Όμηρ.· λύειν τινὰ ἀποίνων, επί πληρωμή λύτρων, σε Ομήρ. Ιλ.Μέσ., ελευθερώνω κάποιον πληρώνοντας λύτρα γι' αυτόν, εξαγοράζω, σε Όμηρ., Αττ. 3. παραχωρώ, παραδίδω, (θρόνον) λῦσον ἄμμιν, σε Πίνδ. II. 1. διαλύω το όλο στα συνθετικά μέρη του, διαλύω, λύω ἀγορήν, διαλύω τη συγκέντρωση, τη συνάθροιση, τη συνέλευση, σε Όμηρ.· επίσης, διαλύω την εμπορική αγορά, σε Ξεν.Παθ., λῦτο ἀγών, σε Ομήρ. Ιλ.· ἐλύθη ἡ στρατιά, σε Ξεν. 2. διαλύω, χαλαρώνω, σπάρτα λέλυνται, δηλ. έχουν σαπίσει, έχουν αποσυντεθεί, σε Ομήρ. Ιλ. 3. χαλαρώνω, δηλ. εξασθενώ, ατονώ (λέγεται για σωματική ισχύ), λῦσέ δὲ γυῖα, κατέστησε άτονα τα γόνατά του, δηλ. τον σκότωσε, στο ίδ.· λύω μένος τινί, στο ίδ.· αλλά, καμάτῳ γούνατ' ἔλυσαν, κατέστησαν τα γόνατά μου αδύνατα από την κούραση, σε Ομήρ. Οδ.· ομοίως, Παθ., λύντο δὲ γυῖα, ως το αποτέλεσμα του θανάτου, του ύπνου, της κόπωσης, του φόβου κ.λπ., σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.· λύντο δὲ γυῖα, σε Όμηρ. κ.λπ. 4. α) καταστρέφω, καταβάλλω, σε Όμηρ.· και γενικά, διαλύω, αποβάλλω, δίνω τέλος, Λατ. dissolvere, στον ίδ., Αττ.· λύω βίον, δηλ. πεθαίνω σε Ευρ. β) καταργώ, ακυρώνω, σε Ηρόδ., κ.λπ.· λύω ψῆφον, ακυρώνω ψήφο, σε Δημ.Παθ., λέλυται πάντα, όλοι οι δεσμοί έχουν λυθεί, όλα είναι συγκεχυμένα, στον ίδ. γ) λύνω πρόβλημα ή δυσκολία, σε Πλάτ. δ) αναιρώ κάποιο λογικό επιχείρημα, σε Αριστ. ε) αναλύω, αποκρυπτογραφώ την πλοκή μιας τραγωδίας, στον ίδ. 5. καταργώ, ακυρώνω νόμο ή συνθήκη, συμφωνία, σε Ηρόδ., Θουκ. III. λύνω, εκπληρώνω, εκτελώ, τὰ μαντεῖα, σε Σοφ. IV. προσφέρω εξιλέωση για κάτι, επανορθώνω κάτι, Λατ. luere, στον ίδ., Ευρ. V. 1. μισθοὺς λύειν, πληρώνω ολόκληρους τους μισθούς, σε Ξεν. 2. τέλη λύειν = λυσιτελεῖν, πληρώνω, κερδίζω, ωφελώ, ἔνθα μὴ τέλη λύει φρονοῦντι, όπου δεν ωφελεί να είναι κάποιος φρόνιμος, σε Σοφ.· επίσης, λύει χωρίς το τέλη, συντάσσεται όπως το λυσιτελεῖ, δηλ. απολ., λύει ἄλγος, σε Ευρ.· φημὶ τοιούτους γάμους λύειν βροτοῖς, στον ίδ.
ὑπο-κρίνομαι[ῑ], μέλ. -κρῐνοῦμαι, Ιων. -έομαι· αόρ. αʹ ὑπεκρῑνάμην· έπειτα επίσης αόρ. αʹ και Παθ. παρακ. με Μέσ. διάθεση, ὑπεκρίθην [ῐ], ὑποκέκρῐμαι· I. 1. αποκρίνομαι, δίνω απάντηση, απαντώ, σε Όμηρ., Ηρόδ. 2. αναλύω, ερμηνεύω, εξηγώ, σε Ομήρ. Οδ., Αριστοφ.· ισοδύν. προς την Αττ. λέξη ἀποκρίνομαι. II. 1. λέγεται για ηθοποιούς, υποκριτές, υποκρίνομαι πάνω στην σκηνή, παίρνω μέρος σε διάλογο πάνω στην σκηνή· απ' όπου, υποδύομαι, παίζω, παριστάνω ένα πρόσωπο, ρόλο, τὴν Ἀντιγόνην ὑποκέκριται, σε Δημ.· ὑποκρίνομαι τὸ βασιλικόν, υποδύομαι το πρόσωπο, τον ρόλο του βασιλιά, σε Αριστ.· ὑποκρίνομαι τραγῳδίαν, κωμῳδίαν, παίρνω μέρος σε τραγωδία, κωμωδία, στον ίδ.· απόλ., υποδύομαι έναν ρόλο, είμαι υποκριτής, ηθοποιός, στον ίδ. 2. παριστάνω δραματικά, απ' όπου, υπερβάλλω, μεγαλοποιώ, διογκώνω, παραφουσκώνω, τα παραλέω, σε Δημ. 3. μεταφ., παίζω έναν ρόλο, προσποιούμαι, υποκρίνομαι, με απαρ., στον ίδ.