Εξώφυλλο

Αριάδνη

Μορφές και Θέματα της Αρχαίας Ελληνικής Μυθολογίας

της Δήμητρας Μήττα

ΔΕΣΜΟΙ

Ο Απόλλωνας τιμωρός των Αχαιών

 

Ευχήθη [ο Χρύσης] και ως τον άκουσεν ο Φοίβος ο Απόλλων,

κατέβη από τες κορυφές του Ολύμπου θυμωμένος,

με τόξον και μ' ολόκλειστην φᾳρέτραν εις τους ώμους.

Εβρόντησαν επάνω του τα βέλη ως εκινήθη

ο χολωμένος και ώμοιαζε την νύκτα, ως προχωρούσε.

Των πλοίων κάθισε άντικρυ και απόλυσε το βέλος

και αχός εβγήκε τρομερός απ' τ' ασημένιο τόξο·

και αφού τους σκύλους έπληξε και τα μουλάρια πρώτα,

εις τους ανθρώπους έριχνε τα πικροφόρ' ακόντια

αδιάκοπα· και των νεκρών παντού πυρές εκαίαν.

Τα θεία βέλη στον στρατόν πετούσαν εννιά μέρες,

(Όμ. Ιλ. Α, 43-53, μετ. Ι. Πολυλάς)

 

Ο Απόλλων πολεμιστής

 

«Το ύψος του [αγάλματος] δεν ξέρω αν το μέτρησε και το βρήκε κανείς. Όμως αν το υπολογίσει κανείς, φαίνεται να είναι και τριάντα πήχεις. Είναι παλιό και άτεχνο έργο και όχι του Βαθυκλέους. Αν εξαιρέσεις το πρόσωπο, τα χέρια και τα πόδια του, το άγαλμα έχει το σχήμα χάλκινης κολόνας. Στο κεφάλι φέρει κράνος και στα χέρια λόγχη και τόξο.» (Παυσανίας 3, 19)

 

Η επίγνωση των ορίων

 

Και ο Φοίβος τότε ομίλησεν αυτού στον Αχιλλέα:

«Πηλείδη, τι με κυνηγάς με τα γοργά σου πόδια

με τον αθάνατον θεόν εσύ θνητός και ακόμη

πού ΄μαι θεός δεν ένιωσες, και ακράτητα μανίζεις·

των Τρώων, όπου σκόρπισες, ο αγώνας δεν σε μέλει,

και αφού συ ξέμεινες εδώ, στην πόλιν εκλεισθήκαν˙

με δεν φονεύεις ότι εμέ ο θάνατος δεν πιάνει».

 

Ο Απόλλων τιμωρός των Θηβαίων

 

Πόλις γάρ, ὥσπερ καὐτὸς εἰσορᾷς, ἄγαν

ἤδη σαλεύει, κἀνακουφίσαι κάρα

βυθῶν ἔτ᾽ οὐχ οἵα τε φοινίου σάλου,

φθίνουσα μὲν κάλυξιν ἐγκάρποις χθονός,

φθίνουσα δ᾽ ἀγέλαις βουνόμοις τόκοισί τε

ἀγόνοις γυναικῶν· ἐν δ᾽ ὁ πυρφόρος θεὸς

σκήψας ἐλαύνει, λοιμὸς ἔχθιστος, πόλιν,

ὑφ᾽ οὗ κενοῦται δῶμα Καδμεῖον, μέλας δ᾽ Ἅιδης

στεναγμοῖς καὶ γόοις πλουτίζεται.

 

Η πόλη, το βλέπεις και μόνος σου,

είναι πολύς καιρός που παραπαίει.

Βουλιάζει μες τη δίνη των αιμάτων

και δεν μπορεί την κεφαλή της

να σηκώσει απ' τον θολό βυθό

να πάρει λίγη ανάσα.

Προτού να δέσουν οι καρποί

στους κάλυκες σαπίζουν·

κοπαδιαστά ψοφούν τα βόδια στη βοσκή·

των γυναικών οι μήτρες μαραθήκαν.

Ο θεός ο πυρφόρος περνά

και τα πάντα σαρώνει·

ο φοβερός λοιμός ερήμωσε

την πόλη των Καδμείων·

ο μαύρος Αδης πλούτισε

με βογκητά και στεναγμούς.

(Σοφ., Οιδ.Τ. 22-30, μετ. Τ. Ρούσσος)

 

Η γέννηση του Απόλλωνα

 

Κι ως πήγαινε η λοχεύτρια Ειλείθυια προς τη Δήλο,

τότε κι ο τοκετός έσφιξε τη Λητώ κι ήθελε να γεννήσει.

Αγκάλιασε τον φοίνικα και στήριξε τα γόνατα

στο τρυφερό λιβάδι, και η γη από κάτω της μειδίασε·

και σαν αυτός ήρθε στο φως, όλες μαζί αλαλάξαν οι θεές.

Τότε λοιπόν ω φωτοδότη Φοίβε σ᾽ έλουσαν οι θεές

με πεντακάθαρο νερό

αγνά και άμωμα και σε ύφασμα λευκό σε σπαργανώσαν

λεπτοΰφαντο καινούργιο· και σε χρυσή φασκιά σε τύλιξαν.

Ούτε και θήλασε η μητέρα του τον χρυσότοξο Απόλλωνα,

αλλά η Θέμις νέκταρ κι αμβροσία θεόγευστη

πρόσφερε με τ᾽ αθάνατά της χέρια· τότε χάρηκε η Λητώ

που τεκνοποίησε ρωμαλέο και τοξοφόρο γιο.

(Ομηρικός Ύμνος εις Απόλλωνα, 115-126, μετ. Δ.Π. Παπαδίτσας - Ε. Λαδιά)

 

Η ίδρυση του μαντείου των Δελφών

 

Από κει γρήγορα έφυγες για την οροσειρά οργισμένος,

κι ήρθες στην Κρίσα κάτω από τον χιονισμένο Παρνασσό

που στρέφεται στον Ζέφυρο η δασοπλαγιά του κι από πάνω

βραχόπετρα κρεμνιέται, ενώ από κάτω απλώνεται βαθουλωτή χαράδρα

τραχειά· εδώ αποφάσισε ο άναξ Φοίβος Απόλλων

ναό να φτιάξει λατρευτό και είπε αυτά τα λόγια·

Λοιπόν εδώ φρονώ περικαλλή ναό να ιδρύσω

νάναι χρηστήριο στους ανθρώπους που για χάρη μου εσαεί

εδώ εκατόμβες θα προσφέρουν τελεσφόρες,

όσοι στην πλούσια κατοικούνε Πελοπόννησο,

και όσοι στην Ευρώπη και στα περίβρεχτα νησιά,

χρησμό ζητώντας· και σ᾽ αυτούς όλους εγώ αλάνθαστα

θα τους χρησμοδοτώ μέσα στον πλούσιο ναό.

Αυτά σαν είπε έθεσε τα θεμέλια ο Φοίβος Απόλλων

πλατιά και σ᾽ έκταση πολύ μακριά· κι έπειτα πάνω τους

πέτρινο τοποθέτησε κατώφλι ο Τροφώνιος κι ο Αγαμήδης

οι γιοι του Εργίνου, οι προσφιλείς στους αθανάτους θεούς.

Και τότε γένη ανθρώπων αναρίθμητα χτίσανε το ναό

με λίθους λαξευτούς για νάναι πάντα αξιοΰμνητος.

Κι ήταν σιμά καλλίρροη κρήνη όπου την δράκαινα

σκότωσε ο άναξ γιος του Δία με το πανίσχυρό του τόξο

το άγριο μεγάλο χοντρό τέρας, που πολλά κακά

στους ανθρώπους προξέναγε πάνω στη γη, πολλά σ᾽ αυτούς

πολλά και στα λιγνόποδα τα πρόβατα, γιατί ήταν συμφορά αιμοσταγής.

(Ομηρικός Ύμνος εις Απόλλωνα, 281-304, μετ. Δ.Π. Παπαδίτσας - Ε. Λαδιά)

 

Η Λητώ παρακαλά την άγονη Δήλο

 

Δήλο, αν θέλεις να γίνεις τόπος γέννας του γιου μου,

του Φοίβου του Απόλλωνα, και λαμπρό να του στήσεις

ναό· κανείς δε σ' αγγίζει, κακό δε θα σου κάνει·

δε θα βγάζεις σοδειά, φυτά άπειρα δε θα βγάζεις.

Αν όμως του μακριρίχτη Φοίβου ναό διαθέτεις,

όλοι οι θνητοί θα κουβαλούν πολλών βοδιών θυσίες,

θα συγκεντρώνονται εδώ, θα έχεις πάντα κνίσα

απ' τα παχιά τα κρέατα· θα 'σαι προστατευμένη

από ξένα χέρια, καθώς άγονο χώμα έχεις.

(Ομηρικός Ύμνος εις Απόλλωνα, 51-60, μετ. Θ. Γ. Μαυρόπουλος)

 

Η δράκαινα των Δελφών και ο Τυφώνας

 

Κι ήταν σιμά καλλίρροη κρήνη όπου την δράκαινα

σκότωσε ο άναξ γιος του Δία με το πανίσχυρό του τόξο

το άγριο μεγάλο χοντρό τέρας, που πολλά κακά

στους ανθρώπους προξέναγε πάνω στη γη, πολλά σ᾽ αυτούς

πολλά και στα λιγνόποδα τα πρόβατα, γιατί ήταν συμφορά αιμοσταγής.

(Ομηρικός Ύμνος εις Απόλλωνα 300-304, μετ. Δ.Π. Παπαδίτσας - Ε. Λαδιά)

 

Και κοντά η βρύση η καλλίρροη όπου τη δράκαινα σκότωσε

ο βασιλιάς, του Δία γιος με το πανίσχυρό του τόξο,

τέρας μεγάλο άγριο χοντροθρεμμένο, που πολλά δεινά

έκανε στους ανθρώπους πάνω στη γη, πολλά σ' αυτούς,

πολλά και στα λυγερόποδα τ' αρνιά, και ήταν για κείνους κακό ματοβαμμένο.

Κάποτε που δέχτηκε από τη χρυσόθρονη Ήρα τον φοβερό κι επικίνδυνο Τυφώνα,

τον μεγάλωσε σαν συμφορά για τους θνητούς,

αυτόν που η Ήρα κάποτε τον γέννησε θυμωμένη με τον πατέρα Δία,

όταν ο Κρονίδης γέννησε την ένδοξη Αθηνά

απ' το κεφάλι του· εκείνη, η σεβαστή Ήρα, ευθύς οργίστη

και είπε στη σύναξη των αθανάτων:

[…] τώρα εγώ θα μηχανευτώ πώς θα γεννηθεί

ο δικός μου γιος ξεχωριστός μες στους αθανάτους,

χωρίς να ντροπιάσω ούτε το ιερό κρεβάτι σου ή το δικό μου

και δίχως να πλαγιάσω μαζί σου, αλλά από σένα

όντας μακριά, θα 'μαι με τους αθάνατους θεούς.

Έτσι είπε και θυμωμένη έφυγε μακριά από τους θεούς.

Αμέσως μετά προσευχήθηκε η βοϊδομάτα Ήρα η σεβαστή,

κι απλώνοντας τα χέρια άγγιξε τη γη και λόγια είπε:

Ακούστε με, η γη και ο πλατύς ουρανός από πάνω,

οι Τιτάνες και οι θεοί που κατοικείτε κάτω από τη γη

στον μεγάλο Τάρταρο, απ' όπου έρχονται άνθρωποι και θεοί·

εσείς τώρα ακούστε με όλοι, και δώστε μου παιδί

χωρίς τον Δία, μα όχι κατώτερο σε δύναμη από εκείνον·

να είναι ανώτερός του όσο και ο μεγαλομάτης Δίας απ' τον Κρόνο.

Έτσι μίλησε και χτύπησε τη γη με το γερό της χέρι·

και σείστηκε η γη η ζωοδότρα κι εκείνη το είδε

και χάρηκε η ψυχή της, πιστεύοντας πως θα ευοδωθεί η ευχή της.

Και από τότε ίσαμε να συμπληρωθεί ο χρόνος,

ούτε στην κλίνη του βαθύσκεφτου Δία ποτέ ανέβηκε

ούτε σε θρόνο ολοσκάλιστο, όπως παλιά, κάθισε δίπλα του

σκέψεις να κάνει συνετές·

αλλά σε ναούς κατάμεστους παραμένοντας

η βοϊδομάτα Ήρα η σεβαστή ευφραινόταν με τις θυσίες.

Και σαν τελείωσαν οι μήνες και οι μέρες

και του έτους που κύλησε έφτασε πάλι η κατάλληλη εποχή,

γέννησε εκείνη ούτε με τους θεούς όμοιον ούτε με τους θνητούς

τον φοβερό κι επικίνδυνο Τυφώνα, συμφορά των θνητών.

Τον πήρε αμέσως η βοϊδομάτα Ήρα η σεβαστή

και τον έδωσε μετά, φέρνοντας κακό στο κακό· κι η δράκαινα τον δέχτηκε·

αυτός πολλές συμφορές έφερε στα σπουδαία γένη των ανθρώπων.

Όποιος την αντίκριζε του έφερνε τη μέρα του θανάτου του,

ώσπου την τόξευσε ο μακροβόλος βασιλιάς Απόλλωνας με βέλος

ισχυρό· κι εκείνη σπαράζοντας με φριχτούς πόνους

έπεσε στη γη βαριαναστενάζοντας κουλουριασμένη.

Ανείπωτη και τρομερή η ολολυγή, την ώρα που εκείνη στο δάσος

πέρα δώθε συνέχεια στριφογύριζε, και άφησε την πνοή

τη φονική κι εξέπνευσε, ενώ καυχήθηκε ο Φοίβος Απόλλων:

Εδώ τώρα να σήπεσαι στη γη τη ζωοδότρα

κι ούτε για τους ζωντανούς θνητούς κακή πληγή

να είσαι άλλο, αυτούς που τρώνε τον καρπό της πολυδότρας γης

κι εδώ πέρα προσφέρουνε σωστές εκατόμβες,

και τον οδυνηρό σου θάνατο τίποτα, ούτε ο Τυφώνας

ούτε η κακόφημη Χίμαιρα θ' αποτρέψει, μα εδώ

θα σε σαπίσει η μαύρη γη και οι αχτίδες του Υπερίωνα.

Έτσι είπε με καυχησιά, κι εκείνης τα μάτια σκοτάδι κάλυψε.

Και την έλιωσε εκεί το ιερό μένος του Ήλιου·

γι' αυτό τώρα Πυθώ τη λένε, κι αυτόν τον βασιλιά

με το επώνυμο Πύθιο τον φωνάζουν, επειδή εκεί

στον χώρο αυτό η αιχμηρή φλόγα του Ήλιου σάπισε το τέρας.

(Ομηρικός Ύμνος Στον Απόλλωνα, στ. 300-310, 325-374, μετ. ομ. Κάκτου)

 

Το χάσμα των Δελφών

 

Υπάρχει ένα χάσμα σ' αυτό το μέρος που είναι τώρα το λεγόμενο άδυτο του ιερού και, καθώς έβοσκαν εκεί αίγες -γιατί οι Δελφοί ήταν ακόμα ένα τόπος ακατοίκητος- όποια αίγα πλησίαζε στο χάσμα και κοιτούσε προς αυτό σκιρτούσε με έναν τρόπο θαυμαστό και συνήθιζε να βγάζει μια φωνή εντελώς διαφορετική από τη συνήθη. Ο βοσκός παραξενεύτηκε με αυτό το παράδοξο γεγονός και, καθώς πλησίασε στο χάσμα και κοίταζε να δει πώς γίνεται αυτό, έπαθε και αυτός το ίδιο με τις αίγες. Γιατί κι εκείνες άρχισαν να κάνουν σαν θεόληπτες και ο βοσκός επίσης άρχισε να προλέγει τα μέλλοντα. Κατόπι, και καθώς η φήμη διαδόθηκε στους ντόπιους γι' αυτό που πάθαιναν όσοι πλησίαζαν το χάσμα, άρχισαν να επισκέπτονται το μέρος αυτό πολλοί άνθρωποι και εξαιτίας του παράδοξου χαρακτήρα του πλησίαζαν να δοκιμάσουν, κι όλοι καταλαμβάνονταν από θεία έμπνευση. Γι' αυτούς τους λόγους το μαντείο θεωρήθηκε κάτι θαυμαστό και οι άνθρωποι πίστεψαν ότι είναι το χρηστήριο της Γης. Και για αρκετό καιρό, όσοι ήθελαν να πάρουν χρησμό, πλησίαζαν το χάσμα και έδιναν προφητικές απαντήσεις ο ένας στον άλλον. Αργότερα όμως, καθώς πολλοί στην έξαψη του ενθουσιασμού πηδούσαν μέσα στο χάσμα και χάνονταν, οι κάτοικοι της περιοχής έκριναν καλό, για να μην κινδυνεύει κανείς, να εγκαταστήσουν μια γυναίκα ως μοναδική προφήτισσα και από αυτήν να παίρνουν τους χρησμούς. Γι' αυτή τη γυναίκα κατασκευάστηκε ένα μηχάνημα, πάνω στο οποίο μπορούσε να ανεβεί με ασφάλεια και να εμπνέεται και να δίνει χρησμούς σε όσους ήθελαν. Και αυτό το μηχάνημα είχε τρεις βάσεις, και γι' αυτό ονομάστηκε τρίποδας, και μάλιστα όλοι οι χάλκινοι τρίποδες, που από τότε μέχρι σήμερα κατασκευάζονται, φτιάχνονται κατ' απομίμηση αυτού του μηχανήματος. Με ποιον τρόπο λοιπόν ανακαλύφθηκε το μαντείο και για ποιους λόγους κατασκευάστηκε ο τρίποδας νομίζω ότι ειπώθηκαν αρκετά. (Διόδ. Σ. 16.26)

 

Η υπόδειξη ενός τόπου από ένα ζώο είτε για την ίδρυση μιας πόλης είτε για να φανερωθεί η σημασία του είναι συχνό φαινόμενο, κυρίως στους ιδρυτικούς μύθους. Για παράδειγμα, ο Κάρανος, ιδρυτής των Αιγών της Μακεδονίας, είχε πάρει χρησμό από το μαντείο των Δελφών να εγκαταλείψει το Άργος και την Ελλάδα με τις ωραίες γυναίκες και να πάει προς τις πηγές του Αλιάκμονα -και εκεί που θα πρωτοδείς / αίγες να βόσκουν, εκεί πρέπει / να κατοικήσεις, ευτυχισμένος κι εσύ και οι απόγονοί σου. Πρβ. και την ίδρυση του Ιλίου (Απολλόδ. 3.142 κ.ε.), της Αινείας (Κόνων FgrHist 26 F 1, 26), του Βουθρωτού (Τεύκρος FgrHist 274 F 1), της Θήβας (Ελλάνικος, FgrHist 4 F 51. Ευρ., Φοίν. 638-675. Ευρ., Βάκχ. 1330 κ.ε. Απολλόδ. 3, 1-5 και 3, 21-26 και 3, 39 κ.ε. Υγ. 72 και 178).

 

Ο Ηρόδοτος για τους Γαράμαντες

 

[4.183.1] Κι ύστερ᾽ από δρόμο άλλων δέκα ημερών από τα Αύγιλα, άλλος λόφος από αλάτι και νερό και πολλές φοινικιές που δίνουν καρπό, παρόμοια με τους άλλους λόφους· εκεί ζουν άνθρωποι που τ᾽ όνομά τους είναι Γαράμαντες, έθνος εξαιρετικά μεγάλο, που κουβαλούν χώμα και το στρώνουν πάνω στο αλάτι κι έτσι σπέρνουν. [4.183.2] Από τη χώρα τους ως τους Λωτοφάγους η πιο σύντομη απόσταση είναι δρόμος τριάντα ημερών. Στη χώρα τους είναι που ζουν τα βόδια που βόσκουν προχωρώντας προς τα πίσω, για τον εξής λόγο· έχουν τα κέρατά τους κυρτωμένα προς τα μπρος· [4.183.3] κι έτσι βόσκουν προχωρώντας προς τα πίσω, αφού δεν μπορούν να προχωρήσουν προς τα μπρος, γιατί τα κέρατά τους καρφώνονται στη γη. Διαφορά άλλη από τ᾽ άλλα βόδια δεν έχουν, παρά μονάχα σ᾽ αυτό και στο δέρμα τους, που είναι πιο παχύ και πιο ανθεκτικό. [4.183.4] Κι οι Γαράμαντες αυτοί βγαίνουν και κυνηγούν τους τρωγλοδύτες Αιθίοπες με άρματα που τα σέρνουν τέσσερα άλογα. Γιατί οι τρωγλοδύτες Αιθίοπες είναι πιο γοργοπόδαροι απ᾽ όλους τους λαούς, απ᾽ αυτούς για τους οποίους μας έρχονται πληροφορίες. Και τρέφονται οι τρωγλοδύτες με φίδια και σαύρες κι άλλα παρόμοια ερπετά· η γλώσσα που μιλούν δε μοιάζει με καμιά άλλη, είναι κάτι σαν τα τσιρίσματα που βγάζουν οι νυχτερίδες.

 

Ο Ηρόδοτος αγνοεί τελείως τη σύνδεση των Γαραμάντων με την Κρήτη, θα πρέπει, επομένως, να τη θεωρήσουμε μεταγενέστερη του ιστορικού μυθολογική προσθήκη.

 

Ο Μίλητος, το παιδί του Απόλλωνα και της Ακακαλλίδας

 

Ἀπόλλωνος καὶ Ἀκακαλλίδος τῆς Μίνω θυγατρὸς ἐγένετο παῖς ἐν Κρήτῃ Μίλητος. τοῦτον ἡ Ἀκακαλλίς, δείσασα Μίνω, ἐξέβαλλεν εἰς τὴν ὕλην, καὶ αὐτὸν ἐπιφοιτῶντες λύκοι βουλῇ Ἀπόλλωνος ἐφύλαττον καὶ ὤρεγον παρὰ μέρος γάλα. ἔπειτα δὲ βουκόλοι περιτυχόντες ἀνείλοντο καὶ ἔτρεφον ἐν τοῖς οἰκείοις. ἐπεὶ δὲ ὁ παῖς ηὔξετο καὶ ἐγένετο καλὸς καὶ δραστήριος καὶ ὁ Μίνως κατὰ πόθον ἐνεχείρει βιάζεσθαι, τότε νυκτὸς ὁ Μίλητος ἐμβὰς εἰς ἄκατον βουλῇ Σαρπηδόνος εἰς Καρίαν ἀποδιδράσκει καὶ πόλιν ἐνταυθοῖ κτίσας Μίλητον ἔγημεν Εἰδοθέην τὴν Εὐρύτου θυγατέρα τοῦ βασιλέως τῶν Καρῶν. καὶ ἐγένοντο δίδυμοι παῖδας αὐτῇ Καῦνος [καὶ Βυβλίς], ἀφ᾽ οὗ πόλις ἐστὶν ἔτι νῦν ἐν Καρίᾳ Καῦνος, καὶ Βυβλίς. (Αντωνίνος Λιβεράλις, Μεταμορφώσεων συναγωγή 30.1.1-30.2.8)

 

Η ίδρυση του μαντείου του Απόλλωνα στην Κλάρο

 

Οι Κολοφώνιοι πιστεύουν ότι το ιερό και το μαντείο στην Κλάρο ιδρύθηκαν στα πολύ παλιά χρόνια. Ισχυρίζονται ότι, όταν ακόμη είχαν έρθει στη χώρα οι Κάρες, οι πρώτοι Έλληνες που έφτασαν εκεί ήταν Κρήτες με αρχηγό τον Ράκιο που τον ακολουθούσε και άλλο μεγάλο πλήθος. Αυτοί κατέλαβαν τα παραθαλάσσια και είχαν ισχυρό στόλο. Αλλά το μεγαλύτερο μέρος της χώρας εξακολουθούσαν να το κατέχουν οι Κάρες. Όταν ο Θέρσανδρος, ο γιος του Πολυνείκη, και οι Αργείοι κατέλαβαν τη Θήβα, μεταξύ των άλλων αιχμαλώτων που έφεραν στον Απόλλωνα στους Δελφούς ήταν και η Μαντώ. Τον Τειρεσία τον βρήκε ο θάνατος κατά την πορεία στην Αλιαρτία. Και όταν ο θεός τους έστειλε μακριά να ιδρύσουν αποικία, διαπεραιώθηκαν με τα πλοία στην Ασία, αλλά όταν ήρθαν στην Κλάρο, οι Κρήτες τους επιτέθηκαν με όπλα και τους οδήγησαν στον Ράκιο. Αυτός, μαθαίνοντας από τη Μαντώ ποιοι είναι και γιατί είχαν έρθει, πήρε για γυναίκα του τη Μαντώ και τους επέτρεψε να εγκατασταθούν στη χώρα του και να συγκατοικήσουν. (Παυσ. 7.3.1.1 -7.3.2.8)

 

Απόλλων και Κόροιβος

 

Μετά τον σκοτωμό της [Ποινής από τον Κόροιβο] έπεσε [στο Άργος] δεύτερη συμφορά, μια λοιμώδης νόσος που δεν τους άφηνε. Ο Κόροιβος τότε πήγε με τη θέλησή του στους Δελφούς για να τιμωρηθεί εκείνος από τον θεό για τον φόνο της Ποινής. Και η Πυθία απαγόρευσε στον Κόροιβο να επιστρέψει στο Άργος και τον διέταξε, αφού σηκώσει έναν τρίποδα από το ιερό, να τον πάρει μαζί του, και στο μέρος όπου θα έπεφτε ο τρίποδας, εκεί να εγκατασταθεί και να κτίσει ναό προς τιμή του Απόλλωνα. Χωρίς να το καταλάβει ο τρίποδας γλίστρησε από τα χέρια του στα Γεράνεια όρη. Και εκεί έκτισε τη μικρή πόλη Τριποδίσκοι. Υπάρχει και τάφος του Κόροιβου στην αγορά των Μεγάρων. Για την Ψαμάθη έχουν γραφεί ελεγεία και για τον ίδιο τον Κόροιβο, και μάλιστα υπάρχει ανάγλυφο γι' αυτόν τον ίδιο που τον εικονίζει να σκοτώνει την Ποινή. Έχω τη γνώμη ότι αυτά τα είδα σαν τα πιο παλιά πέτρινα αγάλματα που είχαν ποτέ κατασκευαστεί από τους Έλληνες. (Παυσ. 1.44.7)

 

Ο Απόλλων στον Όλυμπο

 

Τον Απόλλωνα φέρνω στο νου και δεν ξεχνώ, το μακροβόλο,

που κι οι θεοί τον τρέμουνε σαν φτάνει σ ̓ ανάκτορο του Δία,

κι όλοι ευθύς σηκώνονται από τα έδρανα καθώς σιμώνει

και τ' αστραφτερά τόξα του τεντώνει.

Μόνο η Λητώ στον φιλοκέραυνο πλάι το Δία μένει.

Τη χορδή χαλαρώνει και την φαρέτρα σφαλεί.

Με τα χέρια της απ' τους ρωμαλέους ώμους το τόξο κατεβάζει

και το κρεμά στου πατρικού κίονα πάσσαλο χρυσό

και σε θρονί τον οδηγεί.

Κι ο πατέρας καλωσορίζοντας τον αγαπημένο γιο

νέκταρ του δίνει σε κύπελλο χρυσό.

Τότε καθίζουν ολόγυρα κι οι άλλοι θεοί.

Και χαίρεται η σεβαστή Λητώ που 'καμε γιο τοξοφόρο και ισχυρό.

(Ομηρικός Ύμνος στον Απόλλωνα, 1-13· μετ. Γ. Τριτσιμπίδας)

 

Καλλίμαχος, Ύμνος στον Απόλλωνα

 

Του Απόλλωνα πώς σείστηκε το δάφνινο κλωνάρι

κι όλο το ανάκτορο! Μακριά του κάθε αμαρτωλός.

Και να, τις θύρες με τ' ωραίο του πόδι χτυπάει ο Φοίβος.

Δε βλέπεις; Έσκυψε γλυκά ο φοίνικας της Δήλου

ξαφνικά, κι ο κύκνος στον αέρα γλυκοτραγουδεί.

Μόνοι σας τραβηχτείτε σύρτες απ' τις πύλες,

κλειδιά γυρίστε μόνα σας· μακριά ο θεός δεν είναι

και για τραγούδι και χορό οι νέοι ας ετοιμαστούνε.

Στον καθένα ο Απόλλωνας δεν φανερώνεται· μόνο στον καλό!

Όποιος τον δει λογίζεται άξιος, κι ανάξιος όποιος δεν τον δει.

Θα σε δούμε, ω Εκάεργε, ανάξιοι δεν είμαστε.

Μήτε κιθάρα σιωπηλή, μήτε ποδάρια αθόρυβα

να ᾽χουνε τώρα τα παιδιά που ο Φοίβος ξαναγύρισε,

αν θέλουνε να παντρευτούν και τα μαλλιά να κόψουν

κι αν σε αρχαία θεμέλια το τείχος να σηκώσουν.

Θαυμάζω τα παιδιά που σιωπηλή δεν έχουνε τη λύρα.

Σωπάστε όσοι για τον Απόλλωνα τραγούδι ακούτε.

Σωπαίνει δα κι ο πόντος όταν οι αοιδοί δοξολογούν

την κιθάρα ή το τόξο του Λυκωρέα Φοίβου.

Ούτε η μητέρα του Αχιλλέα, η Θέτιδα, θρηνεί

όταν «χαίρε παιήονα, χαίρε παιήονα» ακούσει.

Ακόμα παύει να πονά και η πέτρα η δακρύβρεχτη,

εκείνο το υγρό λιθάρι το στημένο στη Φρυγία,

μαρμάρινη γυναίκα μ' ανοιχτό το θλιβερό της στόμα.

Χαίρε, χαίρε να λέτε. Κακό, με τους μακάριους θεούς να ερίζεις.

Όποιος μακάριους μάχεται, το βασιλιά μου μάχεται.

Κι όποιος το βασιλιά μου, μάχεται και τον Απόλλωνα.

Το χορό, ο Απόλλωνας, που τραγουδάει προς τέρψη του

θα τον τιμήσει γιατί δύναται, αφού δεξιά στέκει του Δία.

Ούτε ο χορός μπορεί το Φοίβο ν' ανυμνήσει σε μια μέρα,

γιατί 'ναι πολυύμνητος. Το Φοίβο ποιος δεν θα υμνούσε μ' ευχαρίστηση;

Χρυσή του Απόλλωνα η ντυμασιά, η πόρπη,

η λύρα, το Λύκτιο τόξο και η φαρέτρα.

Μα και τα πέδιλα χρυσά· πολύχρυσος ο Απόλλωνας

και τόσον ευκατάστατος. Μάρτυρας η Πυθώνα.

Πάντοτε ωραίος, πάντοτε νέος, ποτέ στου Φοίβου

τις τρυφερές τις παρειές δεν βγήκε χνούδι.

Και οι πλόκαμοι της κόμης του στάζουν στη γης μοσχοβολάτο λάδι.

Ποτέ δεν στάζουν λίπος τα μαλλιά του Απόλλωνα·

πανάκεια στάζουνε και σ' όποια πόλη

πέσουνε οι σταξιές, χαρίζουν σ' όλα ανοσία.

Κανείς δεν ξέρει τόσες τέχνες όσες ο Απόλλωνας.

Ο ίδιος έλαχε να 'ναι τοξότης κι αοιδός

-στο Φοίβον επιτρέπεται και τόξο και τραγούδι-.

Εκείνου είναι οι μάντισσες, κι από το Φοίβο

έμαθαν οι γιατροί στο θάνατον αναβολή να φέρνουν.

Το Φοίβο ονομάζουνε και Νόμιον από τότε

που έτρεφε στην Αμφρυσσό ζευγαρωμένους ίππους,

έρωτας ως τον έκαιγε για το παιδί τον Άδμητο.

Τώρα στα βοσκοτόπια πια τα βόδια θ' αβγατίσουνε, και οι γίδες

δεν θα στερούνται τα μικρά τους· αρκεί ο Απόλλωνας

τα βοσκοτόπια τους να εποπτεύει. Ούτε δίχως γάλα

κι ούτε στείρες θ' απομείνουνε οι προβατίνες,

κι όλες τ' αρνιά τους θα θηλάζουν.

Κι όποια γεννήσει ένα, θα δευτερώσει σύντομα.

Και με του Φοίβου το παράδειγμα πόλεις χαράξαν

οι άνθρωποι. Γιατί ο Φοίβος χαίρεται όταν πόλεις

χτίζονται, κι ο ίδιος είναι τα θεμέλια που βάνει.

Τετράχρονος, τα πρώτα ο Φοίβος έβαλε θεμέλια

στην όμορφη Ορτυγία, κοντά στη λίμνη την κυκλόμορφη.

Η Άρτεμη η αγροτική, γιδιών κοπάδια που όλο πηλαλούσαν,

από την Κύνθο του 'φερε, κι έχτιζε ο Απόλλωνας βωμό.

Δίσταζε στην αρχή να μπήξει κέρατα, όμως στο τέλος το βωμό τον έφκιαξε

με κέρατα, και γύρω σήκωσε τοίχους κεράτινους.

Εδώ τα πρώτα έμαθε θεμέλια να βάζει ο Φοίβος.

Ο Φοίβος και την εύφορη δική μου πόλη υπόδειξε στο Βάττο,

κι ένα κοράκι οδηγούσε το λαό για να μπει στη Λιβύη,

επιδέξιο, και τείχη ορκίστηκε να δώσει

στους βασιλιάδες μας. Πάντα κρατάει τους όρκους του ο Απόλλωνας.

Απόλλωνα, πολλοί σ' αποκαλούν Βοηδρόμιο

μα Κλάριο και πολλοί. Όμως μεγάλο τ' όνομά σου πάντοτε!

Εγώ σε κράζω Κάρνειο. Κι αυτό πατροπαράδοτο σ' εμένα.

Η Σπάρτη, Κάρνειε, το πρώτον ήταν έδαφός σου

το δεύτερον η Θήρα και το τρίτο η πολιτεία της Κυρήνης.

Από τη Σπάρτη εσένα, η έκτη του Οιδίποδα γενιά

σ' οδήγησε τη Θήρα για να ιδρύσεις. Και απ' τη Θήρα

ο ισχυρός Αριστοτέλης σ' έφερε κοντά στη γη της Ασβυστίδας.

Κι εκεί πανέμορφον ανάκτορο σου 'χτισε, μα και στην πόλη

γιορτή ετήσια θέσπισεν, όπου πολλοί

για ύστατη φορά, ω άνακτα, να πέφτουν χάμω ταύροι.

Χαίρε με τις πολλές τις προσευχές Καρνείε, οι βωμοί σου

άνθη γεμίζουνε την άνοιξη, απ' όσα οι Ώρες

φέρνουνε πλουμιστά όταν θα πνεύσει ο Ζέφυρος,

και γλυκούς κρόκους γεμάτοι το χειμώνα.

Και καίει για σένα πάντα φλόγα άσβηστη

και ποτέ δε μένει γύρω από τα χθεσινά κάρβουνα τέφρα.

Και χάρηκε πολύ ο Φοίβος, όταν της Ενυώς ζωσμένους

άντρες είδε να χορεύουν με ξανθές Λίβυσσες,

της εορτής των Καρνείων όταν ήρθε η ώρα.

Κι ακόμα δε μπορούσανε της Κύρης την πηγή να πλησιάσουν

οι Δωριείς, που στα πολλά πυκνόφυτα φαράγγια κατοικούν της Άζιλης.

Κι ο βασιλιάς τούς είδε και τους έδειξε στη νύμφη

ως στέκονταν ορθός επάνω στην πολύκορφη Μυρτούσα, όπου τον λέοντα

η κόρη του Υψέα σκότωσε, που έτρωγε του Ευρύπυλου τα βόδια.

Πιο θεϊκό χορό από εκείνον ο Απόλλωνας δεν είδε κι άλλον.

Κι ούτε σε πόλη τόσες χάρισεν ωφέλειες όσες στην Κυρήνη,

θυμάμενος την πρωτινή αρπαγή της. Κι ούτε και τούτοι,

οι Βαττιάδες, τίμησαν άλλο θεό περσότερο απ' το Φοίβο.

Χαίρε, χαίρε παιήονα ακούμε, και για τούτο

των Δελφών ο λαός το εφύμνιον ετούτο βρήκε,

καθώς τη μακριά ριξιά τούς έδειχνες των χρυσών σου τόξων.

Κι ως πήγαινες για την Πυθώ, σ' απάντησε δαιμόνιο θηρίο,

φοβερός όφις. Και τον σκότωσες, το ένα πάνω στ' άλλο

τα βέλη γοργορίχνοντας, και ο λαός αλάλαξε:

«Χαίρε, χαίρε παιήονα, ρίξε το βέλος, κι αφόταν η μητέρα σου σε γέννησε

συμπαραστάτη μας». Και από τότες έτσι τραγουδά.

Ο Φθόνος στου Απόλλωνα τ' αυτιά είπε κρυφά:

«Δε συμπαθώ τον ποιητή που δεν υμνεί τόσα πολλά όσα κι ο πόντος».

Το Φθόνον ο Απόλλωνας έσπρωξε με το πόδι, κι είπε:

«Του Ασσύριου ποταμού είναι μέγα το ρεύμα, μα το πιο πολύ

βρωμιές της γης και συρφετό τραβά από ακαθαρσίες στα νερά του.

Για τη Δηώ όμως οι μέλισσες δε φέρνουνε νερό απ' όπου να 'ναι,

αλλά λίγες σταγόνες που αναβλύζουν καθαρές και άχραντες

από ιερή πηγή - νεράκι πεντακάθαρο».

Χαίρε άνακτα, κι ας μένει εκεί κι ο Μώμος,

όπου κι ο Φθόνος διάλεξε να κατοικήσει.

(Μετ. Θ. Παπαθανασόπουλος)

 

Ο Απόλλωνας μιλά στη Νύμφη Τελφούσα

 

Τελφούσα,

σ ̓ αυτόν τον τόπο λέω εγώ λαμπρό ναό να φτιάξω

χρηστήριο ανθρώπων να γενεί,

για χάρη μου παντοτινά χρησμό ζητώντας

τελεσφόρες να προσφέρουν εκατόμβες

όσοι την πλούσια Πελοπόννησο οικούν

και άσοι την Ευρώπη ή τα περίβρεχτα νησιά.

Κι εγώ την αλάνθαστη βουλή σ ̓ όλους θα μαρτυρώ

χρησμοδοτώντας μέσα στον πλούσιο ναό.

Έτσι είπε και θεμέλια έβαλε ὁ Φοίβος ὁ Απόλλων

φαρδιά, μακρά κι ατελείωτα.

(Ομηρικός ύμνος 247 κ.ε., πρβ. και 294 κ.ε.)