[17] Οι αποδεικτικοί συλλογισμοί πρέπει να είναι πειστικοί. Δεδομένου, τώρα, ότι είναι τέσσερα τα σημεία γύρω από τα οποία εγείρονται αμφισβητήσεις, ο ρήτορας έχει την υποχρέωση να επιτελεί το αποδεικτικό του έργο προσκομίζοντας αποδείξεις που να σχετίζονται με το συγκεκριμένο υπό αμφισβήτηση σημείο. Αν π.χ. διατυπώνεται ο ισχυρισμός ότι κάποιο πράγμα δεν έγινε, στη δίκη ο ρήτορας θα πρέπει να προσκομίσει αποδείξεις κατά κύριο λόγο για το ότι το πράγμα έγινε· αν διατυπώνεται ο ισχυρισμός ότι το πράγμα δεν προκάλεσε βλάβη, ο ρήτορας θα πρέπει να προσκομίσει αποδείξεις για το ότι το πράγμα προκάλεσε βλάβη· επίσης, αν διατυπώνεται ο ισχυρισμός ότι το πράγμα δεν ήταν τόσο σημαντικό ή ότι έγινε δίκαια, το ίδιο όπως αν η αμφισβήτηση αναφέρεται στο αν η συγκεκριμένη πράξη έγινε. Δεν πρέπει, πάντως, να ξεχνούμε ότι στην τελευταία μόνο αυτή περίπτωση αμφισβήτησης ο ένας από τους δύο είναι υποχρεωτικά κακοήθης· γιατί δεν μπορεί, βέβαια, να χρησιμοποιηθεί ως δικαιολογία η άγνοια, όπως θα μπορούσε να γίνει αν η αμφισβήτηση ήταν για τον δίκαιο ή άδικο χαρακτήρα της πράξης. Σ᾽ αυτό, επομένως, μόνο το σημείο ο ρήτορας μπορεί να αφιερώνει όσο χρόνο θέλει, όχι στις άλλες περιπτώσεις. Στους επιδεικτικούς λόγους το μεγαλύτερο μέρος θα πρέπει να αφιερώνεται στην προσπάθεια να δοθεί στις πράξεις μέγεθος με το επιχείρημα ότι είναι όμορφες και ωφέλιμες· γιατί καθεαυτές οι πράξεις πρέπει να είναι πιστευτές· σπάνια, πράγματι, οι ρήτορες παρουσιάζουν αποδείξεις και γι᾽ αυτές: μόνο αν είναι δύσκολα πιστευτές ή αν είναι άλλος ο δημιουργός τους. Στους συμβουλευτικούς λόγους η αμφισβήτηση μπορεί να αναφέρεται ή στο ότι δεν είναι δυνατό να γίνουν αυτά τα πράγματα ή στο ότι είναι μεν δυνατό να γίνουν αυτά που συμβουλεύει ο άλλος, είναι όμως πράγματα άδικα ή ασύμφορα ή ασήμαντα. Πρέπει, επίσης, να κοιτάζει κανείς να δει αν ο αντίπαλός του λέει ψέματα σε κάποιες εκτός θέματος λεπτομέρειες· γιατί αυτό είναι ένα φανερό σημάδι [1418a] ότι ψεύδεται και σε όλα τα υπόλοιπα. Τα παραδείγματα ταιριάζουν περισσότερο στους συμβουλευτικούς λόγους, ενώ τα ενθυμήματα πιο πολύ στους δικανικούς: ο συμβουλευτικός λόγος έχει να κάνει με το μέλλον, και άρα είναι υποχρεωμένος να αντλεί παραδείγματα από το παρελθόν, ενώ ο δικανικός λόγος καταγίνεται με πράγματα που ανταποκρίνονται ή δεν ανταποκρίνονται στην αλήθεια, αυτό όμως είναι κάτι στο οποίο η απόδειξη και η λογική αναγκαιότητα έχουν αποφασιστικότερη σημασία· γιατί το γεγονός μάς οδηγεί λογικά σε ένα υποχρεωτικό συμπέρασμα. Τα ενθυμήματα, πάντως, δεν πρέπει να τα αραδιάζει κανείς το ένα μετά το άλλο, αλλά να τα αναμειγνύει· αλλιώς, ζημιώνουν το ένα το άλλο. Γιατί υπάρχει και στην ποσότητα ένα όριο: Αφού, καλέ μου, είπες τόσα όσα θα ᾽λεγε ένας φρόνιμος άντρας· είπε «τόσα όσα», όχι «τέτοια που». Ούτε πρέπει να ψάχνεις να βρεις ενθυμήματα για τα πάντα· αλλιώς, θα κάνεις αυτό που κάνουν κάποιοι φιλοσοφούντες, που με συλλογιστικές διαδικασίες καταλήγουν σε συμπεράσματα που είναι πιο γνωστά και πιο αληθοφανή από τις προκείμενες, από τις οποίες τα συνάγουν. Και όταν θέλεις να διεγείρεις κάποιο πάθος, μη διατυπώνεις ενθύμημα· γιατί το ενθύμημα ή θα διώξει το πάθος ή θα αποδειχθεί ότι διατυπώθηκε ανώφελα· γιατί οι ταυτόχρονες κινήσεις αντιμάχονται η μια την άλλη και ή ακυρώνει ολότελα η μια την άλλη ή την αποδυναμώνει. Αλλά και όταν θέλεις να δώσεις «ηθικό» χρώμα στον λόγο σου, επίσης δεν πρέπει να ψάχνεις ταυτόχρονα και για κανένα ενθύμημα· γιατί η απόδειξη δεν μπορεί να εκφράσει ούτε χαρακτήρα ούτε επιλογή και προτίμηση. Γνωμικά όμως μπορείς να χρησιμοποιείς και στη διήγηση και στο αποδεικτικό μέρος, γιατί αυτά εκφράζουν τον χαρακτήρα: «Και εγώ του έδωσα, μόλο που ήξερα ότι δεν πρέπει να έχει κανείς εμπιστοσύνη σε κανέναν». Και αν θέλεις να εκφραστείς με πάθος: «Και δεν μετανιώνω, μόλο που αδικήθηκα· γιατί αυτός μπορεί να κέρδισε, εγώ όμως έχω το δίκαιο με το μέρος μου». |