Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ

Ρητορική (1414b-1416a)

[XIV] Τὸ μὲν οὖν προοίμιόν ἐστιν ἀρχὴ λόγου, ὅπερ ἐν ποιήσει πρόλογος καὶ ἐν αὐλήσει προαύλιον· πάντα γὰρ ἀρχαὶ ταῦτ᾽ εἰσί, καὶ οἷον ὁδοποίησις τῷ ἐπιόντι. τὸ μὲν οὖν προαύλιον ὅμοιον τῷ τῶν ἐπιδεικτικῶν προοιμίῳ· καὶ γὰρ οἱ αὐληταί, ὅ τι ἂν εὖ ἔχωσιν αὐλῆσαι, τοῦτο προαυλήσαντες συνῆψαν τῷ ἐνδοσίμῳ, καὶ ἐν τοῖς ἐπιδεικτικοῖς λόγοις δεῖ οὕτως γράφειν, ὅ τι [γὰρ] ἂν βούληται εὐθὺ εἰπόντα ἐνδοῦναι καὶ συνάψαι, ὅπερ πάντες ποιοῦσιν. παράδειγμα τὸ τῆς Ἰσοκράτους Ἑλένης προοίμιον· οὐθὲν γὰρ κοινὸν ὑπάρχει τοῖς ἐριστικοῖς καὶ Ἑλένῃ. ἅμα δὲ καὶ ἐὰν ἐκτοπίσῃ, ἁρμόττει, καὶ μὴ ὅλον τὸν λόγον ὁμοειδῆ εἶναι. λέγεται δὲ τὰ τῶν ἐπιδεικτικῶν προοίμια ἐξ ἐπαίνου ἢ ψόγου (οἷον Γοργίας μὲν ἐν τῷ Ὀλυμπικῷ λόγῳ «ὑπὸ πολλῶν ἄξιοι θαυμάζεσθαι, ὦ ἄνδρες Ἕλληνες»· ἐπαινεῖ γὰρ τοὺς τὰς πανηγύρεις συνάγοντας· Ἰσοκράτης δὲ ψέγει ὅτι τὰς μὲν τῶν σωμάτων ἀρετὰς δωρεαῖς ἐτίμησαν, τοῖς δ᾽ εὖ φρονοῦσιν οὐθὲν ἆθλον ἐποίησαν), καὶ ἀπὸ συμβουλῆς (οἷον ὅτι δεῖ τοὺς ἀγαθοὺς τιμᾶν, διὸ καὶ αὐτὸς Ἀριστείδην ἐπαινεῖ, ἢ τοὺς τοιούτους οἳ μήτε εὐδοκιμοῦσιν μήτε φαῦλοι, ἀλλ᾽ ὅσοι ἀγαθοὶ ὄντες ἄδηλοι, ὥσπερ Ἀλέξανδρος ὁ Πριάμου· οὗτος γὰρ συμβουλεύει)· ἔτι δ᾽ ἐκ τῶν [1415a] δικανικῶν προοιμίων· τοῦτο δ᾽ ἐστὶν ἐκ τῶν πρὸς τὸν ἀκροατήν, εἰ περὶ παραδόξου λόγος ἢ περὶ χαλεποῦ ἢ περὶ τεθρυλημένου πολλοῖς, ὥστε συγγνώμην ἔχειν, οἷον Χοιρίλος
νῦν δ᾽ ὅτε πάντα δέδασται.
Τὰ μὲν οὖν τῶν ἐπιδεικτικῶν λόγων προοίμια ἐκ τούτων, ἐξ ἐπαίνου, ἐκ ψόγου, ἐκ προτροπῆς, ἐξ ἀποτροπῆς, ἐκ τῶν πρὸς τὸν ἀκροατήν· δεῖ δὲ ἢ ξένα ἢ οἰκεῖα εἶναι τὰ ἐνδόσιμα τῷ λόγῳ. τὰ δὲ τοῦ δικανικοῦ προοίμια δεῖ λαβεῖν ὅτι ταὐτὸ δύναται ὅπερ τῶν δραμάτων οἱ πρόλογοι καὶ τῶν ἐπῶν τὰ προοίμια (τὰ μὲν γὰρ τῶν διθυράμβων ὅμοια τοῖς ἐπιδεικτικοῖς· «διὰ σὲ καὶ τεὰ δῶρα εἴτε σκῦλα»). ἐν δὲ προλόγοις καὶ ἔπεσι δεῖγμά ἐστιν τοῦ λόγου, ἵνα προειδῶσι περὶ οὗ [ᾖ] ὁ λόγος καὶ μὴ κρέμηται ἡ διάνοια· τὸ γὰρ ἀόριστον πλανᾷ· ὁ δοὺς οὖν ὥσπερ εἰς τὴν χεῖρα τὴν ἀρχὴν ποιεῖ ἐχόμενον ἀκολουθεῖν τῷ λόγῳ. διὰ τοῦτο
«μῆνιν ἄειδε, θεά». «ἄνδρα μοι ἔννεπε, μοῦσα».
«ἥγεό μοι λόγον ἄλλον, ὅπως Ἀσίας ἀπὸ γαίης
ἦλθεν ἐς Εὐρώπην πόλεμος μέγας».
καὶ οἱ τραγικοὶ δηλοῦσι περὶ ‹οὗ› τὸ δρᾶμα, κἂν μὴ εὐθὺς ὥσπερ Εὐριπίδης ἐν τῷ προλόγῳ, ἀλλά πού γε, ὥσπερ καὶ Σοφοκλῆς
«ἐμοὶ πατὴρ ἦν Πόλυβος».
καὶ ἡ κωμῳδία ὡσαύτως. τὸ μὲν οὖν ἀναγκαιότατον ἔργον τοῦ προοιμίου καὶ ἴδιον τοῦτο, δηλῶσαι τί ἐστιν τὸ τέλος οὗ ἕνεκα ὁ λόγος (διόπερ ἂν δῆλον ᾖ καὶ μικρὸν τὸ πρᾶγμα, οὐ χρηστέον προοιμίῳ)· τὰ δὲ ἄλλα εἴδη οἷς χρῶνται, ἰατρεύματα καὶ κοινά. λέγεται δὲ ταῦτα ἔκ τε τοῦ λέγοντος καὶ τοῦ ἀκροατοῦ καὶ τοῦ πράγματος καὶ τοῦ ἐναντίου περὶ αὐτοῦ μὲν καὶ τοῦ ἀντιδίκου οἷά περ διαβολὴν λῦσαι καὶ ποιῆσαι· ἔστιν δὲ οὐχ ὁμοίως· ἀπολογουμένῳ μὲν γὰρ πρῶτον τὰ πρὸς διαβολήν, κατηγοροῦντι δ᾽ ἐν τῷ ἐπιλόγῳ· δι᾽ ὃ δέ, οὐκ ἄδηλον· τὸν μὲν γὰρ ἀπολογούμενον, ὅταν μέλλῃ εἰσάξειν αὑτόν, ἀναγκαῖον ἀνελεῖν τὰ κωλύοντα, ὥστε λυτέον πρῶτον τὴν διαβολήν· τῷ δὲ διαβάλλοντι ἐν τῷ ἐπιλόγῳ διαβλητέον, ἵνα μνημονεύσωσι μᾶλλον. τὰ δὲ πρὸς τὸν ἀκροατὴν ἔκ τε τοῦ εὔνουν ποιῆσαι καὶ ἐκ τοῦ ὀργίσαι, καὶ ἐνίοτε τὸ προσεκτικὸν ἢ τοὐναντίον· οὐ γὰρ ἀεὶ συμφέρει ποιεῖν προσεκτικόν, διὸ πολλοὶ εἰς γέλωτα πειρῶνται προάγειν. εἰς δὲ εὐμάθειαν ἅπαντα ἀνάξει, ἐάν τις βούληται, καὶ τὸ ἐπιεικῆ φαίνεσθαι· προσέχουσι γὰρ [1415b] μᾶλλον τούτοις. προσεκτικοὶ δὲ τοῖς μεγάλοις, τοῖς ἰδίοις, τοῖς θαυμαστοῖς, τοῖς ἡδέσιν· διὸ δεῖ ἐμποιεῖν ὡς περὶ τοιούτων ὁ λόγος· ἐὰν δὲ μὴ προσεκτικούς, ὅτι μικρόν, ὅτι οὐδὲν πρὸς ἐκείνους, ὅτι λυπηρόν. δεῖ δὲ μὴ λανθάνειν ὅτι πάντα ἔξω τοῦ λόγου τὰ τοιαῦτα· πρὸς φαῦλον γὰρ ἀκροατὴν καὶ τὰ ἔξω τοῦ πράγματος ἀκούοντα· ἐπεὶ ἂν μὴ τοιοῦτος ᾖ, οὐθὲν δεῖ προοιμίου, ἀλλ᾽ ἢ ὅσον τὸ πρᾶγμα εἰπεῖν κεφαλαιωδῶς, ἵνα ἔχῃ ὥσπερ σῶμα κεφαλήν. ἔτι τὸ προσεκτικοὺς ποιεῖν πάντων τῶν μερῶν κοινόν, ἐὰν δέῃ· πανταχοῦ γὰρ ἀνιᾶσι μᾶλλον ἢ ἀρχόμενοι· διὸ γελοῖον ἐν ἀρχῇ τάττειν, ὅτε μάλιστα πάντες προσέχοντες ἀκροῶνται· ὥστε ὅπου ἂν ᾖ καιρός, λεκτέον «καί μοι προσέχετε τὸν νοῦν· οὐθὲν γὰρ μᾶλλον ἐμὸν ἢ ὑμέτερον», καὶ «ἐρῶ γὰρ ὑμῖν οἷον οὐδεπώποτε ἀκηκόατε δεινὸν ἢ οὕτω θαυμαστόν». τοῦτο δ᾽ ἐστίν, ὥσπερ ἔφη Πρόδικος, ὅτε νυστάζοιεν οἱ ἀκροαταί, παρεμβάλλειν ‹τι› τῆς πεντηκονταδράχμου αὐτοῖς. ὅτι δὲ πρὸς τὸν ἀκροατὴν οὐχ ᾗπερ [ὁ] ἀκροατής, δῆλον· πάντες γὰρ ἢ διαβάλλουσιν ἢ φόβους ἀπολύονται ἐν τοῖς προοιμίοις·
ἄναξ, ἐρῶ μὲν οὐχ ὅπως σπουδῆς ὕπο,
τί φροιμιάζῃ;,
καὶ οἱ πονηρὸν τὸ πρᾶγμα ἔχοντες ἢ δοκοῦντες· πανταχοῦ γὰρ βέλτιον διατρίβειν ἢ ἐν τῷ πράγματι, διὸ οἱ δοῦλοι οὐ τὰ ἐρωτώμενα λέγουσιν ἀλλὰ τὰ κύκλῳ, καὶ προοιμιάζονται. πόθεν δ᾽ εὔνους δεῖ ποιεῖν, εἴρηται, καὶ τῶν ἄλλων ἕκαστον τῶν τοιούτων. ἐπεὶ δ᾽ εὖ λέγεται
δός μ᾽ ἐς Φαίηκας φίλον ἐλθεῖν ἠδ᾽ ἐλεεινόν,
τούτων δεῖ δύο στοχάζεσθαι. ἐν δὲ τοῖς ἐπιδεικτικοῖς οἴεσθαι δεῖ ποιεῖν συνεπαινεῖσθαι τὸν ἀκροατήν, ἢ αὐτὸν ἢ γένος ἢ ἐπιτηδεύματ᾽ αὐτοῦ ἢ ἄλλως γέ πως· ὃ γὰρ λέγει Σωκράτης ἐν τῷ ἐπιταφίῳ, ἀληθές, ὅτι οὐ χαλεπὸν Ἀθηναίους ἐν Ἀθηναίοις ἐπαινεῖν, ἀλλ᾽ ἐν Λακεδαιμονίοις.
Τὰ δὲ τοῦ δημηγορικοῦ ἐκ τῶν τοῦ δικανικοῦ λόγου ἐστίν, φύσει δὲ ἥκιστα ἔχει· καὶ γὰρ καὶ περὶ οὗ ἴσασιν, καὶ οὐδὲν δεῖται τὸ πρᾶγμα προοιμίου, ἀλλ᾽ ἢ δι᾽ αὐτὸν ἢ τοὺς ἀντιλέγοντας, ἢ ἐὰν μὴ ἡλίκον βούλει ὑπολαμβάνωσιν, ἀλλ᾽ ἢ μεῖζον ἢ ἔλαττον, διὸ ἢ διαβάλλειν ἢ ἀπολύεσθαι ἀνάγκη, καὶ ἢ αὐξῆσαι ἢ μειῶσαι. τούτων δὲ ἕνεκα προοιμίου δεῖται, ἢ κόσμου χάριν, ὡς αὐτοκάβδαλα [1416a] φαίνεται ἐὰν μὴ ἔχῃ. τοιοῦτον γὰρ τὸ Γοργίου ἐγκώμιον εἰς Ἠλείους· οὐδὲν γὰρ προεξαγκωνίσας οὐδὲ προανακινήσας εὐθὺς ἄρχεται «Ἦλις, πόλις εὐδαίμων».

[14] Το προοίμιο λοιπόν είναι η αρχή του ρητορικού λόγου, ό,τι είναι ο πρόλογος στη (δραματική) ποίηση και το προαύλιο στην αύληση: όλα αυτά είναι αρχές, κάτι σαν άνοιγμα δρόμου προς ό,τι θα ακολουθήσει. Το προαύλιο λοιπόν μοιάζει με το προοίμιο των επιδεικτικών λόγων· πραγματικά οι αυλητές, αφού πρώτα παίξουν ένα κομμάτι που ξέρουν να το παίζουν καλά, το συνάπτουν τονικά με την αρχή του κομματιού που πρόκειται να εκτελέσουν· με τον ίδιο αυτό τρόπο πρέπει να γράφει κανείς και τους επιδεικτικούς του λόγους: αφού πρώτα πει κάτι —οτιδήποτε— που του αρέσει, να περνάει αμέσως στο προοίμιο και να κάνει τη σύνδεση με το θέμα του. Αυτό δεν κάνουν και όλοι οι ρήτορες; Παράδειγμα το προοίμιο της Ελένης του Ισοκράτη· τίποτε, πράγματι, το κοινό δεν υπάρχει ανάμεσα στους Εριστικούς και στο θέμα της Ελένης. Την ίδια στιγμή, ακόμη και αν ο ρήτορας απομακρυνθεί από το θέμα του, το πράγμα είναι ταιριαστό, παρά να είναι όλος ο λόγος ομοιόμορφος.
Τα προοίμια των επιδεικτικών λόγων αντλούν το περιεχόμενό τους από έπαινο ή ψόγο (παράδειγμα: ο Γοργίας στον Ολυμπικό λόγο του με τα λόγια «Αξίζετε, ω Έλληνες, τον θαυμασμό πολλών», επαινεί αυτούς που φροντίζουν για την πραγματοποίηση των λαϊκών γιορταστικών συγκεντρώσεων, ενώ ο Ισοκράτης διατυπώνει τον ψόγο ότι, ενώ τίμησαν με δωρεές τις σωματικές αρετές, δεν όρισαν κανένα βραβείο γι᾽ αυτούς που διακρίνονται για τα πνευματικά τους χαρίσματα) ή από συμβουλή (π.χ. ότι πρέπει να τιμάει κανείς τους καλούς ανθρώπους· γι᾽ αυτό και αυτός επαινεί τον Αριστείδη· ή ότι πρέπει να τιμούμε τους ανθρώπους που μπορεί να μην έχουν καμιά ξεχωριστή φήμη, δεν είναι όμως και τιποτένιοι· ανθρώπους που, ενώ είναι καλοί, ο κόσμος δεν τους ξέρει· τέτοια ήταν, επί παραδείγματι, η περίπτωση του Αλέξανδρου, του γιο του Πρίαμου: στις περιπτώσεις αυτές ο ρήτορας δίνει κάποια συμβουλή. Μπορούν επίσης οι επιδεικτικοί ρήτορες να αρχίζουν [1415a] όπως αρχίζουν και οι δικανικοί ρήτορες, να απευθύνονται δηλαδή στους ακροατές, όταν ο λόγος είναι για κάτι το παράξενο, για κάτι το δύσκολο ή για κάτι το πολυσυζητημένο, με στόχο να φανούν οι ακροατές επιεικείς απέναντί τους, κάτι σαν αυτό που κάνει ο Χοιρίλος στον στίχο του
Τώρα που έχουν πια όλα μοιραστεί.
Τα προοίμια λοιπόν των επιδεικτικών λόγων αντλούνται από αυτές τις πηγές: από τον έπαινο, από τον ψόγο, από την προτροπή, από την αποτροπή, από τις εκκλήσεις στους ακροατές. Και, βέβαια, τα εισαγωγικά αυτά κομμάτια υποχρεωτικά θα είναι ή άσχετα ή σχετικά με το θέμα του λόγου. Όσο για τα προοίμια στον δικανικό λόγο, πρέπει να δεχτούμε ότι αυτά λειτουργούν με τον ίδιο ακριβώς τρόπο που λειτουργούν οι πρόλογοι στα δράματα και τα προοίμια στα έπη (γιατί τα προοίμια των διθυράμβων μοιάζουν με τα προοίμια των επιδεικτικών λόγων: «για σένα, για τα δώρα σου ή και τα λάφυρά σου». Στους (δικανικούς), πάντως, λόγους και στα έπη πρόκειται για μια πρόγευση από το θέμα, ώστε οι ακροατές να γνωρίζουν από πριν περί τίνος ο λόγος, και ο νους τους να μη μένει μετέωρος· γιατί το αόριστο παραπλανάει. Δίνοντας λοιπόν —για να το πούμε έτσι— την αρχή στο χέρι του ακροατή τον βοηθούμε να κρατηθεί γερά από αυτήν και έτσι να παρακολουθήσει τον λόγο. Εξού και τα προοίμια:
Τραγουδά μου, θεά, τη μάνητα...
Μίλα μου, Μούσα, για τον άντρα...
Γίνε μου τώρα οδηγός για έναν λόγο αλλιώτικο, για το πώς ήρθε
ένας μεγάλος πόλεμος απ᾽ την Ασία στην Ευρώπη.
Έτσι και οι τραγικοί ποιητές κάνουν φανερό ποιό είναι το θέμα του δράματός τους — αν όχι από την αρχή, όπως ο Ευριπίδης, πάντως σε κάποιο σημείο του προλόγου, όπως κάνει και ο Σοφοκλής:
πατέρας μου ήταν ο Πόλυβος.
Το ίδιο και στην κωμωδία. Η ουσιαστικότερη λοιπόν λειτουργία του προοιμίου, το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό του, είναι αυτό: να δηλώσει προς τα πού θα κατευθυνθεί ο λόγος (γι᾽ αυτό και, αν το πράγμα είναι φανερό από μόνο του και το θέμα δεν είναι ιδιαίτερα σημαντικό, το προοίμιο δεν χρειάζεται καθόλου). Όλες οι άλλες μορφές προοιμίου που χρησιμοποιούν οι ρήτορες δεν είναι παρά θεραπευτικά μέσα και ταιριάζουν σε όλα τα είδη λόγου. Αυτά έχουν να κάνουν με τον ομιλητή, με τον ακροατή, με το θέμα, με τον αντίδικο: με τον ομιλητή και με τον αντίδικό του όσα σχετίζονται με κάποια κατηγορία, είτε για να την αποκρούσει είτε για να τη διατυπώσει — φυσικά δεν είναι το ίδιο: αν ο ομιλητής είναι κατηγορούμενος και υπερασπίζεται τον εαυτό του, πρέπει να αρχίσει με την απόκρουση της κατηγορίας, ενώ αν είναι κατήγορος, πρέπει να διατυπώσει την κατηγορία στον επίλογό του. Ο λόγος είναι φανερός: αυτός που υπερασπίζεται τον εαυτό του, είναι ανάγκη, προκειμένου να παρουσιάσει τον εαυτό του στο δικαστήριο, να βγάλει από τη μέση όλα τα εμπόδια, και άρα είναι υποχρεωμένος κιόλας από την αρχή να αναιρέσει την κατηγορία· αυτός όμως που θέλει να διατυπώσει μια κατηγορία πρέπει να τη διατυπώσει στο τέλος, για να τη θυμάται ο ακροατής καλύτερα. Με τον ακροατή, πάλι, έχουν να κάνουν όσα αποβλέπουν στο να προκαλέσουν την εύνοιά του ή να διεγείρουν τα πάθη του, καμιά φορά και στο να τραβήξουν την προσοχή του ή να κάνουν το αντίθετο — δεν συμφέρει, βλέπεις, να κάνει κανείς πάντοτε τον ακροατή του προσεκτικό· αυτός είναι και ο λόγος που πολλοί ρήτορες προσπαθούν να κάνουν τους ακροατές τους να γελάσουν. Προκειμένου, τώρα, να βοηθήσει τον ακροατή του να αντιληφθεί σωστά το πράγμα, ο ρήτορας, αν πράγματι το θέλει, θα χρησιμοποιήσει όλα τα μέσα, μεταξύ άλλων και το να φαίνεται καλός άνθρωπος· γιατί σ᾽ αυτούς τους ανθρώπους χαρίζουν όλοι [1415b] πιο πολύ την προσοχή τους. Την προσοχή τους οι άνθρωποι τη χαρίζουν σε ό,τι είναι μεγάλο, σε ό,τι τους ενδιαφέρει προσωπικά, σε ό,τι είναι άξιο θαυμασμού, σε ό,τι είναι ευχάριστο. Γι᾽ αυτό και πρέπει ο ρήτορας να δημιουργεί στους ακροατές του την εντύπωση ότι ο λόγος του είναι για τέτοια πράγματα· αν όμως δεν θέλει να έχει την προσοχή των ακροατών του, πρέπει να τους δημιουργεί την εντύπωση ότι το θέμα είναι ασήμαντο, ότι δεν τους αφορά καθόλου, ότι είναι δυσάρεστο. Δεν πρέπει, πάντως, να ξεχνούμε ότι όλα αυτά δεν έχουν καμιά απολύτως σχέση με τον ίδιο τον λόγο: στην πραγματικότητα απευθύνονται σε κατώτερης ποιότητας ακροατή, σε ακροατή που έχει την τάση να ακούει πράγματα εκτός θέματος· γιατί, αν ο ακροατής δεν είναι τέτοιας λογής, δεν υπάρχει καμιά ανάγκη για προοίμιο παρά μόνο ίσα ίσα για να λεχθεί με δυο λόγια το θέμα, ώστε, σαν το σώμα, να έχει και ο λόγος κεφαλή. Έπειτα, αν υπάρχει ανάγκη να κάνουμε προσεκτικούς τους ακροατές μας, αυτό είναι κάτι που σχετίζεται με όλα τα μέρη του ρητορικού λόγου, αφού η ανία των ακροατών κάνει την εμφάνισή της σε όλα τα μέρη του λόγου, πιο πολύ από ό,τι στην αρχή του· γι᾽ αυτό και είναι αστείο την ανάγκη αυτή να την τοποθετούμε στην αρχή, τότε που όλοι ακούν με τη μεγαλύτερη προσοχή. Κατά συνέπεια, παντού όπου το απαιτεί η περίσταση, ο ρήτορας πρέπει να λέει: «Παρακαλώ, προσέξτε αυτό που θα σας πω· γιατί δεν είναι κάτι που ενδιαφέρει εμένα περισσότερο από ό,τι εσάς» ή «Παρακαλώ, προσέξτε αυτό που θα σας πω· γιατί τόσο παράξενο πράγμα σαν αυτό που θα σας πω δεν ακούσατε ποτέ σας» ή «τόσο αξιοθαύμαστο». Είναι κάτι σαν εκείνο που έλεγε ότι έκανε ο Πρόδικος: κάθε φορά που νύσταζαν οι ακροατές του, αυτός παρενέβαλλε στον λόγο του κάτι από το μάθημα που κόστιζε πενήντα δραχμές. Είναι, πάντως, φανερό ότι αυτά δεν απευθύνονται στον ακροατή ως ακροατή· γιατί όλοι οι ρήτορες, στα προοίμιά τους, ή επιρρίπτουν κάποια κατηγορία στον αντίδικό τους ή προσπαθούν να απαλλάξουν τον εαυτό τους από τους δικούς τους φόβους:
Αφέντη μου, δε θα σου πω πως απ᾽ την πολλή τη βιάση...
Τί θέλεις να μου πεις μ᾽ αυτό σου το προοίμιο;
Έτσι κάνουν και αυτοί που έχουν, ή φαίνονται πως έχουν, να χειριστούν μια άσχημη υπόθεση: είναι καλύτερο γι᾽ αυτούς να χρονοτριβούν οπουδήποτε αλλού παρά στην ίδια την υπόθεση — έτσι δεν κάνουν και οι δούλοι, που, αντί να απαντούν στις ερωτήσεις που τους κάνουν, γυρίζουν γύρω γύρω και τρων τον χρόνο με διάφορα προοίμια;
Για το πώς κερδίζεται η εύνοια των ακροατών έχουμε ήδη κάνει συγκεκριμένο λόγο, όπως και για όλα τα άλλα αυτού του είδους. Και καθώς σωστά λέγεται
κάνε στους Φαίακες να ᾽ρθω αγαπητός κι αξιολύπητος,
πρέπει κανείς να στοχεύει σ᾽ αυτά τα δύο.
Στους επιδεικτικούς λόγους ο ρήτορας πρέπει να κάνει τον ακροατή να πιστεύει ότι ο έπαινος είναι και γι᾽ αυτόν: ή για τον ίδιο προσωπικά ή για τη γενιά του ή για τον τρόπο με τον οποίο συμπεριφέρεται ή για όποιον άλλο λόγο· γιατί αυτό που λέει ο Σωκράτης στον επιτάφιο λόγο του είναι αλήθεια, ότι το δύσκολο δεν είναι να επαινείς τους Αθηναίους μπροστά στους Αθηναίους, αλλά μπροστά στους Λακεδαιμονίους.
Τα προοίμια των συμβουλευτικών λόγων συγκροτούνται από το υλικό που χρησιμοποιείται στα προοίμια των δικανικών λόγων· μόνο που στους συμβουλευτικούς λόγους η χρήση προοιμίων είναι, φυσικά, ελάχιστη. Πραγματικά: α) οι ακροατές ξέρουν περί τίνος είναι η συζήτηση, β) το θέμα δεν χρειάζεται καθόλου προοίμιο, εκτός και αν είναι χρήσιμο ή για τον ίδιο τον ομιλητή ή για τους αντιπάλους του, ή αν οι ακροατές δεν νομίζουν ότι το θέμα έχει τη σημασία που θέλει γι᾽ αυτό ο ρήτορας, αλλά μεγαλύτερη ή μικρότερη, οπότε προκύπτει η ανάγκη ή να προσάψει ή να αποκρούσει κάποια κατηγορία, και ή να μεγαλώσει ή να μειώσει τη σημασία του θέματος. Για όλα όμως αυτά χρειάζεται προοίμιο· ή απλώς για διακοσμητικούς λόγους· [1416a] γιατί αν ο λόγος δεν έχει προοίμιο, δίνει την εντύπωση ότι δουλεύτηκε πρόχειρα. Τέτοιο είναι το εγκώμιο του Γοργία για τους Ηλείους· δίχως, πράγματι, καμιά προετοιμασία, δίχως καμιά προηγούμενη κίνηση ο ρήτορας αρχίζει κατευθείαν: «Ήλιδα, πόλη ευτυχισμένη!».