Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ

Ρητορική (1410b-1411b)

[X] Ἐπεὶ δὲ διώρισται περὶ τούτων, πόθεν λέγεται τὰ ἀστεῖα καὶ τὰ εὐδοκιμοῦντα λεκτέον. ποιεῖν μὲν οὖν ἐστὶν τοῦ εὐφυοῦς ἢ τοῦ γεγυμνασμένου, δεῖξαι δὲ τῆς μεθόδου ταύτης. εἴπωμεν οὖν καὶ διαριθμησώμεθα· ἀρχὴ δ᾽ ἔστω ἡμῖν αὕτη. τὸ γὰρ μανθάνειν ῥᾳδίως ἡδὺ φύσει πᾶσιν ἐστί, τὰ δὲ ὀνόματα σημαίνει τι, ὥστε ὅσα τῶν ὀνομάτων ποιεῖ ἡμῖν μάθησιν, ἥδιστα. αἱ μὲν οὖν γλῶτται ἀγνῶτες, τὰ δὲ κύρια ἴσμεν· ἡ δὲ μεταφορὰ ποιεῖ τοῦτο μάλιστα· ὅταν γὰρ εἴπῃ τὸ γῆρας καλάμην, ἐποίησεν μάθησιν καὶ γνῶσιν διὰ τοῦ γένους· ἄμφω γὰρ ἀπηνθηκότα. ποιοῦσιν μὲν οὖν καὶ αἱ τῶν ποιητῶν εἰκόνες τὸ αὐτό· διόπερ ἂν εὖ, ἀστεῖον φαίνεται. ἔστιν γὰρ ἡ εἰκών, καθάπερ εἴρηται πρότερον, μεταφορὰ διαφέρουσα προθέσει· διὸ ἧττον ἡδύ, ὅτι μακροτέρως· καὶ οὐ λέγει ὡς τοῦτο ἐκεῖνο· οὐκοῦν οὐδὲ ζητεῖ τοῦτο ἡ ψυχή. ἀνάγκη δὴ καὶ λέξιν καὶ ἐνθυμήματα ταῦτ᾽ εἶναι ἀστεῖα ὅσα ποιεῖ ἡμῖν μάθησιν ταχεῖαν· διὸ οὔτε τὰ ἐπιπόλαια τῶν ἐνθυμημάτων εὐδοκιμεῖ (ἐπιπόλαια γὰρ λέγομεν τὰ παντὶ δῆλα, καὶ ἃ μηδὲν δεῖ ζητῆσαι), οὔτε ὅσα εἰρημένα ἀγνοοῦμεν, ἀλλ᾽ ὅσων ἢ ἅμα λεγομένων ἡ γνῶσις γίνεται, καὶ εἰ μὴ πρότερον ὑπῆρχεν, ἢ μικρὸν ὑστερίζει ἡ διάνοια· γίγνεται γὰρ οἷον μάθησις, ἐκείνων δὲ οὐδετέρου. κατὰ μὲν οὖν τὴν διάνοιαν τοῦ λεγομένου τὰ τοιαῦτα εὐδοκιμεῖ τῶν ἐνθυμημάτων, κατὰ δὲ τὴν λέξιν τῷ μὲν σχήματι, ἐὰν ἀντικειμένως λέγηται, οἷον «καὶ τὴν τοῖς ἄλλοις κοινὴν εἰρήνην νομιζόντων τοῖς αὑτῶν ἰδίοις πόλεμον»· ἀντίκειται πόλεμος εἰρήνῃ· τοῖς δ᾽ ὀνόμασιν, ἐὰν ἔχῃ μεταφοράν, καὶ ταύτην μήτ᾽ ἀλλοτρίαν, χαλεπὸν γὰρ συνιδεῖν, μήτ᾽ ἐπιπόλαιον, οὐδὲν γὰρ ποιεῖ πάσχειν. ἔτι εἰ πρὸ ὀμμάτων ποιεῖ· ὁρᾶν γὰρ δεῖ [τὰ] πραττόμενα μᾶλλον ἢ μέλλοντα. δεῖ ἄρα τούτων στοχάζεσθαι τριῶν, μεταφορᾶς ἀντιθέσεως ἐνεργείας.
[1411a] Τῶν δὲ μεταφορῶν τεττάρων οὐσῶν εὐδοκιμοῦσι μάλιστα αἱ κατ᾽ ἀναλογίαν, ὥσπερ Περικλῆς ἔφη τὴν νεότητα τὴν ἀπολομένην ἐν τῷ πολέμῳ οὕτως ἠφανίσθαι ἐκ τῆς πόλεως ὥσπερ εἴ τις τὸ ἔαρ ἐκ τοῦ ἐνιαυτοῦ ἐξέλοι. καὶ Λεπτίνης περὶ Λακεδαιμονίων, οὐκ ἂν περιιδεῖν τὴν Ἑλλάδα ἑτερόφθαλμον γενομένην. καὶ Κηφισόδοτος, σπουδάζοντος Χάρητος εὐθύνας δοῦναι περὶ τὸν Ὀλυνθιακὸν πόλεμον, ἠγανάκτει, φάσκων εἰς πνῖγμα τὸν δῆμον ἄγχοντα τὰς εὐθύνας πειρᾶσθαι δοῦναι. καὶ παρακαλῶν ποτὲ τοὺς Ἀθηναίους εἰς Εὔβοιαν ἐπισιτισαμένους ἔφη δεῖν ἐξιέναι τὸ Μιλτιάδου ψήφισμα. καὶ Ἰφικράτης σπεισαμένων Ἀθηναίων πρὸς Ἐπίδαυρον καὶ τὴν παραλίαν ἠγανάκτει, φάσκων αὐτοὺς τὰ ἐφόδια τοῦ πολέμου παρῃρῆσθαι. καὶ Πειθόλαος τὴν πάραλον ῥόπαλον τοῦ δήμου, Σηστὸν δὲ τηλίαν τοῦ Πειραιέως. καὶ Περικλῆς τὴν Αἴγιναν ἀφελεῖν ἐκέλευσε, τὴν λήμην τοῦ Πειραιέως. καὶ Μοιροκλῆς οὐθὲν ἔφη πονηρότερος εἶναι, ὀνομάσας τινὰ τῶν ἐπιεικῶν· ἐκεῖνον μὲν γὰρ ἐπιτρίτων τόκων πονηρεύεσθαι, αὐτὸς δὲ ἐπιδεκάτων. καὶ τὸ Ἀναξανδρίδου ἰαμβεῖον ὑπὲρ τῶν θυγατέρων πρὸς τὸν γάμον ἐγχρονιζουσῶν «ὑπερήμεροί μοι τῶν γάμων αἱ παρθένοι». καὶ τὸ Πολυεύκτου εἰς ἀποπληκτικόν τινα Σπεύσιππον, τὸ μὴ δύνασθαι ἡσυχίαν ἄγειν ὑπὸ τῆς τύχης ἐν πεντεσυρίγγῳ νόσῳ δεδεμένον. καὶ Κηφισόδοτος τὰς τριήρεις ἐκάλει μύλωνας ποικίλους, ὁ Κύων δὲ τὰ καπηλεῖα τὰ Ἀττικὰ φιδίτια· Αἰσίων δέ, ὅτι εἰς Σικελίαν τὴν πόλιν ἐξέχεαν· τοῦτο γὰρ μεταφορὰ καὶ πρὸ ὀμμάτων. καὶ «ὥστε βοῆσαι τὴν Ἑλλάδα», καὶ τοῦτο τρόπον τινὰ μεταφορὰ καὶ πρὸ ὀμμάτων. καὶ ὥσπερ Κηφισόδοτος εὐλαβεῖσθαι ἐκέλευεν μὴ πολλὰς ποιήσωσιν τὰς συνδρομάς [ἐκκλησίας]. καὶ Ἰσοκράτης πρὸς τοὺς συντρέχοντας ἐν ταῖς πανηγύρεσιν. καὶ οἷον ἐν τῷ ἐπιταφίῳ, διότι ἄξιον ἦν ἐπὶ τῷ τάφῳ τῷ τῶν ἐν Σαλαμῖνι τελευτησάντων κείρασθαι τὴν Ἑλλάδα ὡς συγκαταθαπτομένης τῇ ἀρετῇ αὐτῶν τῆς ἐλευθερίας· εἰ μὲν γὰρ εἶπεν ὅτι ἄξιον δακρῦσαι συγκαταθαπτομένης τῆς ἀρετῆς, μεταφορὰ καὶ πρὸ ὀμμάτων, τὸ δὲ «τῇ ἀρετῇ [1411b] τῆς ἐλευθερίας» ἀντίθεσίν τινα ἔχει. καὶ ὡς Ἰφικράτης εἶπεν «ἡ γὰρ ὁδός μοι τῶν λόγων διὰ μέσων τῶν Χάρητι πεπραγμένων ἐστίν» μεταφορὰ κατ᾽ ἀναλογίαν, καὶ τὸ διὰ μέσου πρὸ ὀμμάτων ποιεῖ. καὶ τὸ φάναι παρακαλεῖν τοὺς κινδύνους τοῖς κινδύνοις βοηθήσοντας, πρὸ ὀμμάτων μεταφορά. καὶ Λυκολέων ὑπὲρ Χαβρίου «οὐδὲ τὴν ἱκετηρίαν αἰσχυνθέντες αὐτοῦ, τὴν εἰκόνα τὴν χαλκῆν»· μεταφορὰ γὰρ ἐν τῷ παρόντι, ἀλλ᾽ οὐκ ἀεί, ἀλλὰ πρὸ ὀμμάτων· κινδυνεύοντος γὰρ αὐτοῦ ἱκετεύει ἡ εἰκών, τὸ «ἔμψυχον δὴ ἄψυχον», τὸ ὑπόμνημα τῶν τῆς πόλεως ἔργων. καὶ «πάντα τρόπον μικρὸν φρονεῖν μελετῶντες»· τὸ γὰρ μελετᾶν αὔξειν τι ἐστίν. καὶ ὅτι «τὸν νοῦν ὁ θεὸς φῶς ἀνῆψεν ἐν τῇ ψυχῇ»· ἄμφω γὰρ δηλοῖ τι. «οὐ γὰρ διαλυόμεθα τοὺς πολέμους ἀλλ᾽ ἀναβαλλόμεθα»· ἄμφω γάρ ἐστιν μέλλοντα, καὶ ἡ ἀναβολὴ καὶ ἡ τοιαύτη εἰρήνη. καὶ τὸ τὰς συνθήκας φάναι τρόπαιον εἶναι πολὺ κάλλιον τῶν ἐν τοῖς πολέμοις γινομένων· τὰ μὲν γὰρ ὑπὲρ μικρῶν καὶ μιᾶς τύχης, αὗται δ᾽ ὑπὲρ παντὸς τοῦ πολέμου· ἄμφω γὰρ νίκης σημεῖα. καὶ ὅτι αἱ πόλεις τῷ ψόγῳ τῶν ἀνθρώπων μεγάλας εὐθύνας διδόασιν· ἡ γὰρ εὔθυνα βλάβη τις δικαία ἐστίν.

[10] Τώρα που ξεκαθαρίσαμε αυτά τα πράγματα, είναι πια η ώρα να πούμε από πού πηγάζουν όλες αυτές οι ευφυείς, οι χαριτωμένες και ιδιαίτερα αγαπητές στον κόσμο εκφράσεις. Το να διατυπώνει λοιπόν κανείς τέτοιου είδους εκφράσεις είναι θέμα φυσικού ταλέντου και άσκησης, το να δείξει όμως περί τίνος ακριβώς πρόκειται, είναι έργο της επιστημονικής μας αυτής έρευνας. Ας μιλήσουμε λοιπόν για το θέμα αυτό απαριθμώντας τις επιμέρους περιπτώσεις τους, και ας γίνει αφετηρία για τον λόγο μας το εξής: Το να πετυχαίνουμε να κερδίζουμε γνώσεις εύκολα, είναι κάτι που, εκ φύσεως, μας ευχαριστεί όλους· οι λέξεις, πάλι, έχουν μια συγκεκριμένη η καθεμιά τους σημασία· συμπέρασμα: όσες λέξεις μάς χαρίζουν γνώση, μας είναι εξαιρετικά ευχάριστες. Οι παράξενες και ασυνήθιστες λέξεις μάς είναι κάτι το άγνωστο, ενώ τις κοινές, τις συνηθισμένες λέξεις τις γνωρίζουμε ήδη. Καταντάει λοιπόν να είναι η μεταφορά το μόνο που πετυχαίνει αυτό το πράγμα με τον καλύτερο τρόπο: όταν ο ποιητής ονομάζει τα γηρατειά «καλαμιά» μας βοηθάει να καταλάβουμε και μας μεταδίδει γνώση με τη βοήθεια της έννοιας γένους· και στις δύο, πράγματι, περιπτώσεις υπάρχει απώλεια της άνθησης. Το ίδιο, φυσικά, κάνουν και οι παρομοιώσεις των ποιητών· γι᾽ αυτό και, αν είναι πετυχημένες, δείχνουν κομψότητα και χάρη. Πραγματικά, η παρομοίωση, όπως το είπαμε και πρωτύτερα, είναι μια μεταφορά που διαφέρει από εκείνην μόνο στον τρόπο με τον οποίο γίνεται η παρουσίαση· αυτός είναι και ο λόγος που είναι λιγότερο ευχάριστη, γιατί είναι μακρότερη ως διατύπωση και δεν λέει ότι αυτό είναι εκείνο — δεν λέει, επομένως, αυτό που αναζητεί η ψυχή του ακροατή. Αναγκαστικά λοιπόν κομψότητα και χάρη έχουν οι εκφράσεις και τα ενθυμήματα που μας βοηθούν να κατανοούμε και να αποκτούμε καινούργια γνώση γρήγορα. Αυτός είναι ο λόγος που ούτε τα επιφανειακά ενθυμήματα είναι ιδιαιτέρως προσφιλή στον κόσμο (επιφανειακά λέω αυτά που το περιεχόμενό τους είναι ολοφάνερο σε όλους και δεν χρειάζονται καθόλου να γίνουν αντικείμενο διαλογισμών) ούτε εκείνα που, όταν ειπωθούν, είναι ακατάληπτα, αλλά μόνο εκείνα που ή γίνονται κατανοητά τη στιγμή που λέγονται (ακόμη και αν δεν υπήρχε πιο πριν σχετική γνώση στην ψυχή των ακροατών) ή το νόημα τους γίνεται κατανοητό με λίγη καθυστέρηση. Ο λόγος είναι ότι στις δύο τελευταίες περιπτώσεις προκύπτει, κατά κάποιο τρόπο, καινούργια γνώση, όχι όμως και στις δύο προηγούμενες περιπτώσεις: ούτε στη μία ούτε στην άλλη.
Από την άποψη λοιπόν του νοηματικού περιεχομένου της έκφρασης αυτά τα ενθυμήματα είναι τα ιδιαιτέρως προσφιλή στον κόσμο. Από την άποψη, τώρα, του ύφους πετυχημένα είναι α) από την πλευρά της μορφής όσα λέγονται αντιθετικά, π.χ. «(διαβάλλεσαι) από αυτούς που την ειρήνη, ένα κοινό για όλους τους άλλους αγαθό, τη θεωρούν εχθρό για τα προσωπικά τους συμφέροντα» (ο πόλεμος αντιτίθεται στην ειρήνη), β) από την πλευρά των λέξεων, αν περιέχουν μεταφορά, μια μεταφορά όμως που ούτε μακρινή και παράξενη να είναι (γιατί τότε είναι δύσκολο να την κατανοήσει κανείς) ούτε επιφανειακή (γιατί τότε δεν ασκεί καμιά επίδραση στον ακροατή). Επίσης αν φέρνουν το πράγμα ζωντανό μπροστά στα μάτια του ακροατή: πρέπει δηλαδή ο ακροατής να βλέπει τα πράγματα μάλλον σαν να γίνονται τώρα παρά σαν κάτι το μελλοντικό. Πρέπει λοιπόν να έχουμε συνεχώς στο νου μας αυτά τα τρία: τη μεταφορά, την αντίθεση, τη ζωντάνια.
[1411a] Από τα τέσσερα είδη μεταφοράς που υπάρχουν ιδιαιτέρως προσφιλείς στον κόσμο είναι οι μεταφορές που βασίζονται στην αναλογία, όπως όταν είπε ο Περικλής ότι η νεολαία που χάθηκε στον πόλεμο αφανίστηκε από την πόλη όπως αν αφαιρούσε κανείς από τη χρονιά την άνοιξη. Και ο Λεπτίνης, μιλώντας για τους Λακεδαιμονίους, είπε στους Αθηναίους ότι δεν μπορεί να τους επιτρέψει να αδιαφορήσουν και έτσι να δουν την Ελλάδα να μένει με το ένα μόνο από τα δυο της μάτια. Και ο Κηφισόδοτος, αγανακτισμένος που ο Χάρης βιαζόταν να λογοδοτήσει ενσχέσει με τον Ολυνθιακό πόλεμο, είπε γι᾽ αυτόν ότι έψαχνε να βρει τρόπο να λογοδοτήσει σφίγγοντας μέχρι πνιξίματος τον λαιμό του λαού. Σε έναν προτρεπτικό του, επίσης, λόγο προς τους Αθηναίους τούς είπε να εκστρατεύσουν στην Εύβοια παίρνοντας μαζί τους ως εφόδια το ψήφισμα του Μιλτιάδη. Και ο Ιφικράτης, αγανακτισμένος που οι Αθηναίοι έκαναν ειρήνη με την Επίδαυρο και με την παραλιακή περιοχή, τους είπε ότι οι ίδιοι στέρησαν τον εαυτό τους από τα απαραίτητα για τον πόλεμο εφόδια. Έτσι και ο Πειθόλαος ονόμαζε την Πάραλο «ρόπαλο του λαού» και τη Σηστό «σκάφη ζυμώματος του Πειραιά». Έτσι και ο Περικλής ζήτησε επιτακτικά από τους Αθηναίους να βγάλουν από τη μέση την Αίγινα, την «τσίμπλα του Πειραιά». Και ο Μοιροκλής είπε πως δεν είναι καθόλου χειρότερος από τον... (και είπε το όνομα ενός «αξιοσέβαστου» πολίτη) γιατί εκείνος ήταν παλιάνθρωπος 33,33%, ενώ ο ίδιος μόνο 10%. Έτσι και ο ιαμβικός στίχος του Αναξανδρίδη για τις κόρες του που αργούσαν να παντρευτούν:
Μου έμειναν εκπρόθεσμες στον γάμο τους οι κόρες.
Και αυτό, επίσης, που είπε ο Πολύευκτος για κάποιον παράλυτο Σπεύσιππο, πως «δεν μπορούσε να μένει ήσυχος, κι ας τον κρατούσε δεμένο η τύχη με πεντασύριγγη αρρώστια». Και ο Κηφισόδοτος ονόμαζε τις τριήρεις πολύχρωμους μύλους, ενώ (ο Διογένης) ο Κυνικός ονόμαζε τις ταβέρνες «φιδίτια της Αθήνας». Ο Αισίωνας, πάλι, είπε ότι οι Αθηναίοι άδειασαν την πόλη τους στη Σικελία (μεταφορά και, μαζί, παρουσίαση του πράγματος ολοζώντανου μπροστά στα μάτια του ακροατή)· όπως και η φράση του «ώστε να φωνάξει δυνατά όλη η Ελλάδα»: και αυτό είναι, κατά κάποιον τρόπο, μεταφορά και, μαζί, παρουσίαση του πράγματος ολοζώντανου μπροστά στα μάτια του ακροατή. Έτσι, επίσης, ο Κηφισόδοτος ζητούσε από τους πολίτες να προσέξουν να μη τρέχουν τόσο συχνά σε συγκεντρώσεις οχλαγωγίας. Το ίδιο και ο Ισοκράτης, μιλώντας γι᾽ αυτούς που τρέχουν ομαδικά στις γιορταστικές συγκεντρώσεις. Έτσι και στον επιτάφιο λόγο, ότι «το σωστό θα ήταν, πάνω στον τάφο αυτών που σκοτώθηκαν στη Σαλαμίνα, η Ελλάδα, σε ένδειξη πένθους, να κόψει τα μαλλιά της, αφού εκεί μαζί με την παλικαριά εκείνων θαβόταν και η ελευθερία της»: αν είχε πει πως «το σωστό θα ήταν η Ελλάδα να κλάψει που μαζί μ᾽ εκείνους θαβόταν και η παλικαριά τους», θα είχαμε μεταφορά και παρουσίαση του πράγματος ολοζώντανου μπροστά στα μάτια του ακροατή· στην έκφραση όμως «μαζί με την παλικαριά τους [1411b] και η ελευθερία της» περιέχεται ένα είδος αντίθεσης. Επίσης, όταν ο Ιφικράτης είπε «ο δρόμος των λόγων μου περνάει μέσα από τις πράξεις του Χάρητος», αυτό είναι μια μεταφορά βασισμένη στην αναλογία, και αυτό το «μέσα από» είναι κάτι που παρουσιάζει το πράγμα ολοζώντανο μπροστά στα μάτια του ακροατή. Το να λέμε επίσης «να καλούμε τους κινδύνους να μας σώσουν από τους κινδύνους» είναι μια μεταφορά που παρουσιάζει το πράγμα ολοζώντανο μπροστά στα μάτια. Ένα άλλο παράδειγμα είναι η φράση που είπε ο Λυκολέων για να υπερασπιστεί τον Χαβρία: «δεν σεβαστήκατε ούτε τη θερμή παράκληση — αλήθεια, τί άλλο είναι εκείνο εκεί το μπρούντζινο άγαλμα;» Φυσικά, ήταν μια μεταφορά για τη συγκεκριμένη περίσταση, μια μεταφορά δηλαδή που δεν βρίσκει εφαρμογή πάντοτε (που παρουσιάζει, πάντως, το πράγμα ολοζώντανο μπροστά στα μάτια): το άγαλμα παρουσιάζεται να παίζει τον ρόλο του ικέτη μόνο κατά τη στιγμή που αυτός βρισκόταν σε κίνδυνο· το άψυχο επομένως ως έμψυχο, η υπενθύμιση των έργων της πόλης. Μεταφορική είναι, επίσης, η έκφραση: «ασκώντας με κάθε τρόπο τον εαυτό τους στο να έχουν ταπεινό φρόνημα»· γιατί «ασκούμαι σε κάτι» θα πει «προσπαθώ κάτι να το αυξήσω». Το ίδιο και η έκφραση: «Ο θεός άναψε τον νου σαν ένα φως μες στην ψυχή»· γιατί και τα δύο αυτά κάνουν κατιτί να είναι ορατό και φανερό. Επίσης: «Γιατί εμείς δεν δίνουμε ένα τέλος στους πολέμους, αλλά τους αναβάλλουμε»· γιατί και τα δύο αυτά, η αναβολή και αυτού του είδους η ειρήνη, έχουν την έννοια της μετάθεσης στο μέλλον. Το ίδιο και το να πεις ότι «οι συμφωνίες για ειρήνη είναι ένα τρόπαιο πολύ πιο όμορφο από αυτά που κερδίζονται στον πόλεμο· γιατί αυτά εγείρονται για μικρά κέρδη και για ό,τι προκύπτει από μία εύνοια της τύχης, ενώ εκείνες σχετίζονται με το τέλος ενός ολόκληρου πολέμου»: και τα δύο δηλώνουν νίκη. Τέλος, επίσης, το να πεις ότι «οι πόλεις λογοδοτούν σε μεγάλο βαθμό στον ψόγο των ανθρώπων»· γιατί η λογοδοσία είναι ένα είδος τιμωρίας, που επιβάλλεται δίκαια.