Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΠΙΝΔΑΡΟΣ

Νεμεονίκαις (7.22-7.42)


ἐπεὶ ψεύδεσί οἱ ποτανᾷ ‹τε› μαχανᾷ [στρ. β]
σεμνὸν ἔπεστί τι· σοφία
δὲ κλέπτει παράγοισα μύθοις. τυφλὸν δ᾽ ἔχει
ἦτορ ὅμιλος ἀνδρῶν ὁ πλεῖστος. εἰ γὰρ ἦν
25 τὰν ἀλάθειαν ἰδέμεν, οὔ κεν ὅπλων χολωθείς
ὁ καρτερὸς Αἴας ἔπαξε διὰ φρενῶν
λευρὸν ξίφος· ὃν κράτιστον Ἀχιλέος ἄτερ μάχᾳ
ξανθῷ Μενέλᾳ δάμαρτα κομίσαι θοαῖς
ἂν ναυσὶ πόρευσαν εὐθυπνόου Ζεφύροιο πομπαί

30 πρὸς Ἴλου πόλιν. ἀλλὰ κοινὸν γὰρ ἔρχεται [ἀντ. β]
κῦμ᾽ Ἀίδα, πέσε δ᾽ ἀδόκη-
τον ἐν καὶ δοκέοντα· τιμὰ δὲ γίνεται
ὧν θεὸς ἁβρὸν αὔξει λόγον τεθνακότων.
βοαθοῶν τοι παρὰ μέγαν ὀμφαλὸν εὐρυκόλπου
μόλον χθονός. ἐν Πυθίοισι δὲ δαπέδοις
κεῖται Πριάμου πόλιν Νεοπτόλεμος ἐπεὶ πράθεν,
τᾷ καὶ Δαναοὶ πόνησαν· ὁ δ᾽ ἀποπλέων
Σκύρου μὲν ἅμαρτε, πλαγχθέντες δ᾽ εἰς Ἐφύραν ἵκοντο.

Μολοσσίᾳ δ᾽ ἐμβασίλευεν ὀλίγον [ἐπῳδ. β]
χρόνον· ἀτὰρ γένος αἰεὶ φέρει
40 τοῦτό οἱ γέρας. ᾤχετο δὲ πρὸς θεόν,
κτέατ᾽ ἄγων Τροΐαθεν ἀκροθινίων·
ἵνα κρεῶν νιν ὕπερ μάχας
ἔλασεν ἀντιτυχόντ᾽ ἀνὴρ μαχαίρᾳ.


Γιατί με τα ψέματα και με τις τέχνες [στρ. β]
της φτερωτής φαντασίας εκείνος το πήρε
το κάποιο ξέχωρο πὄχει ντυθεί μεγαλείο·
με παραμύθια η σοφία ξεπλανά, παρασέρνοντας
το σωρό των ανθρώπων το πιότερο
πὄχει το νου τον τυφλό· γιατ᾽ αν ήταν σε θέση
25την καθαρή την αλήθεια να βλέπει,
δε θα ᾽μπηγε μες στα πλευρά του σπαθί κοφτερό,
χολωμένος για τα όπλα, ο γενναίος ο Αίας·
που αντρειότερο απ᾽ όλους εχτός του Αχιλλέα,
δεν προβόδησαν του πρύμου Ζεφύρου οι πνοές
μες σε καράβια γοργά προς του Ίλου την πόλη,
για να πάρουνε πίσω με πόλεμο
του ξανθού Μενελάου τη γυναίκα.

30Όμως έρχεται του Άδη το κύμα [αντ. β]
για όλους όμοια και πήρ᾽ από κάτω
και τον ανεπάντεχο κι όποιος το πρόσμενε·
μα η τιμή ᾽ναι για κείνους
που λαμπρό τ᾽ όνομά των αυξαίνει ο θεός
όταν έχουν πεθάνει στη λάτρα του.
Έτσ᾽ ήρθε στης γης της πλατύστηθης
το μεγάλ᾽ Ομφαλό και στο έδαφος είναι θαμμένος
της Πυθώς ο Νεοπτόλεμος,
35αφού πήρε του Πριάμου την πόλη,
που γι᾽ αυτήν τόσα τράβηξαν οι Ελληνες·
γιατί γυρνώντας εκείθε, απ᾽ τη Σκύρο ξενέρισε
κι αφού πλανηθήκαν στη θάλασσα
στην Εφύρα ξεπέσανε τέλος.

Στη Μολοσσία βασίλευσε λίγον καιρό [επωδ. β]
—μα η γενιά του για πάντα
40το αξίωμα κράτησε αυτό—
κι έφυγε προς το θεό των Δελφών, να του πάει
προφαντές προσφορές απ᾽ της Τροίας τα λάφυρα
όπου, σε άμαχη που του έτυχ᾽ εκεί
για της θυσίας τα κρέατα,
με το μαχαίρι του κάποιος τον τρύπησε.