Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΠΙΝΔΑΡΟΣ

Νεμεονίκαις (5.1-5.18)


ΝΕΜΕΟΝΙΚΑΙΣ V

ΠΥΘΕΑΙ ‹ΑΙΓΙΝΗΤΗΙ ΑΓΕΝΕΙΩΙ› ΠΑΓΚΡΑΤΙΑΣΤΗΙ


Οὐκ ἀνδριαντοποιός εἰμ᾽, ὥστ᾽ ἐλινύσοντα ἐργά- [στρ. α]
ζεσθαι ἀγάλματ᾽ ἐπ᾽ αὐτᾶς βαθμίδος
ἑσταότ᾽· ἀλλ᾽ ἐπὶ πάσας
ὁλκάδος ἔν τ᾽ ἀκάτῳ, γλυκεῖ᾽ ἀοιδά,
στεῖχ᾽ ἀπ᾽ Αἰγίνας διαγγέλλοισ᾽, ὅτι
Λάμπωνος υἱὸς Πυθέας εὐρυσθενής
5 νίκη Νεμείοις παγκρατίου στέφανον,
οὔπω γένυσι φαίνων τερείνας
ματέρ᾽ οἰνάνθας ὀπώραν,

ἐκ δὲ Κρόνου καὶ Ζηνὸς ἥρωας αἰχματὰς φυτευθέν- [ἀντ. α]
τας καὶ ἀπὸ χρυσεᾶν Νηρηΐδων
Αἰακίδας ἐγέραιρεν
ματρόπολίν τε, φίλαν ξένων ἄρουραν·
τάν ποτ᾽ εὔανδρόν τε καὶ ναυσικλυτάν
10 θέσσαντο, πὰρ βωμὸν πατέρος Ἑλλανίου
στάντες, πίτναν τ᾽ ἐς αἰθέρα χεῖρας ἁμᾶ
Ἐνδαΐδος ἀριγνῶτες υἱοί
καὶ βία Φώκου κρέοντος,

ὁ τᾶς θεοῦ, ὃν Ψαμάθεια τίκτ᾽ ἐπὶ ῥηγμῖνι πόντου. [ἐπῳδ. α]
αἰδέομαι μέγα εἰπεῖν
ἐν δίκᾳ τε μὴ κεκινδυνευμένον,
15 πῶς δὴ λίπον εὐκλέα νᾶσον,
καὶ τίς ἄνδρας ἀλκίμους
δαίμων ἀπ᾽ Οἰνώνας ἔλασεν.
στάσομαι· οὔ τοι ἅπασα κερδίων
φαίνοισα πρόσωπον ἀλάθει᾽ ἀτρεκές·
καὶ τὸ σιγᾶν πολλάκις ἐστὶ σοφώ-
τατον ἀνθρώπῳ νοῆσαι.


ΠΕΜΠΤΟΣ ΝΕΜΕΟΝΙΚΗΣ

(ΠΥΘΕΑ ΑΙΓΙΝΗΤΗ ΠΑΓΚΡΑΤΙΑΣΤΗ ΑΓΕΝΕΙΩ)


Δεν είμ᾽ αδριαντοποιός [στρ. α]
για να δουλεύω αγάλματα, που αργεύουν
στα βάθρα τους απάνω πάντ᾽ ασάλευτα.
Μα εσύ, τραγούδι μου γλυκό, ξεκίνα
με κάθε καράβι και βάρκ᾽ απ᾽ την Αίγινα
να διαλαλήσεις παντού, πως του Λάμπωνα
ο χεροδύναμος γιος, ο Πυθέας,
5του παγκρατίου νίκησε στα Νέμεα το στεφάνι
πριν τ᾽ άωρ᾽ ακόμα τρυφερά του μάγουλα
το χνούδι το πρωτάνθιστο σκιάσει·

και τους κονταρομάχους ήρωες τίμησε, [αντ. α]
που από τον Κρόνο και το Δία κρατούνε
κι απ᾽ τις Νεράϊδες τις χρυσές,
τους Αιακίδες και την πόλη τους,
τη χώρα την αγαπητή στους ξένους·
που έναν καιρό δεήθηκαν,
να γίνει αντρών γενναίων γεννήτρα
και ξακουστή για τα καράβια της,
10ορθοί μπρος στου Ελληνίου πατέρα το βωμό
υψώνοντας τα χέρια στον αιθέρα
οι παντοφήμιστοι της Ενδαΐδας γιοι
κι ο τρανός άρχοντας ο Φώκος, ο αδερφός των,

γιος της θεάς, που απάνω στο κατάγιαλο [επωδ. α]
της θάλασσας τον γέννησε η Ψαμμάθη.
Ντηριούμαι ν᾽ αναθυμηθώ πράξη βαριά
και που τολμήθηκε όχι με το δίκιο:
15Πώς το λαμπρό νησί παράτησαν στερνά
και ποιά μοίρα τούς ξόρισε κακιά
τους ήρωες τους τρανούς απ᾽ την Οινώνη.
Θα σταματήσω· δεν κερδίζει πάντα
το πρόσωπό της η σωστή να δείχτει αλήθεια
κι είν᾽ η σιωπή πολλές φορές η πιο σοφή
απόφαση πὄχει κανείς να πάρει.