Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΠΙΝΔΑΡΟΣ

Νεμεονίκαις (10.1-10.18)


ΝΕΜΕΟΝΙΚΑΙΣ X

‹ΘΕΑΙΩΙ ΑΡΓΕΙΩΙ ΠΑΛΑΙΣΤΗΙ›


Δαναοῦ πόλιν ἀγλαοθρό- [στρ. α]
νων τε πεντήκοντα κορᾶν, Χάριτες,
Ἄργος Ἥρας δῶμα θεοπρεπὲς ὑμνεῖ-
τε· φλέγεται δ᾽ ἀρεταῖς
μυρίαις ἔργων θρασέων ἕνεκεν.
μακρὰ μὲν τὰ Περσέος ἀμφὶ Μεδοίσας Γοργόνος,
5 πολλὰ δ᾽ Αἰγύπτῳ καταοίκισεν ἄστη
ταῖς Ἐπάφου παλάμαις·
οὐδ᾽ Ὑπερμήστρα παρεπλάγχθη, μονό-
ψαφον ἐν κολεῷ κατασχοῖσα ξίφος.

Διομήδεα δ᾽ ἄμβροτον ξαν- [ἀντ. α]
θά ποτε Γλαυκῶπις ἔθηκε θεόν·
γαῖα δ᾽ ἐν Θήβαις ὑπέδεκτο κεραυνω-
θεῖσα Διὸς βέλεσιν
μάντιν Οἰκλείδαν, πολέμοιο νέφος·
10 καὶ γυναιξὶν καλλικόμοισιν ἀριστεύει πάλαι·
Ζεὺς ἐπ᾽ Ἀλκμήναν Δανάαν τε μολὼν τοῦ-
τον κατέφανε λόγον·
πατρὶ δ᾽ Ἀδράστοιο Λυγκεῖ τε φρενῶν
καρπὸν εὐθείᾳ συνάρμοξεν δίκᾳ·

θρέψε δ᾽ αἰχμὰν Ἀμφιτρύωνος. ὁ δ᾽ ὄλβῳ φέρτατος [ἐπῳδ. α]
ἵκετ᾽ ἐς κείνου γενεάν, ἐπεὶ ἐν χαλκέοις ὅπλοις
15 Τηλεβόας ἔναρεν· τῷ ὄψιν ἐειδόμενος
ἀθανάτων βασιλεὺς αὐλὰν ἐσῆλθεν,
σπέρμ᾽ ἀδείμαντον φέρων Ἡρακλέος· οὗ κατ᾽ Ὄλυμπον
ἄλοχος Ἥβα τελείᾳ παρὰ ματέρι βαίνοισ᾽
ἔστι, καλλίστα θεῶν.


ΔΕΚΑΤΟΣ ΝΕΜΕΟΝΙΚΗΣ

(ΘΕΑΙΩΙ ΑΡΓΕΙΩΙ ΠΑΛΑΙΣΤΗΙ)


Του Δαναού και των πενήντα λαμπροθρόνων του [στρ. α]
θυγατέρων την πόλη υμνείτε, Χάριτες,
το Άργος, τη θεόπρεπη της Ήρας έδρα,
που φλέγεται με δόξες άμετρες
για τα παντότολμά του τα έργα.
Δε θα ᾽χε τελειωμό να λες
για τον Περσέα με τη Γοργόνα Μέδουσα,
5για τις πολιτείες που θεμέλιωσε
στην Αίγυπτο με του Έπαφου το χέρι
και για την Υπερμνήστρα, που δεν παρασύρθηκε
στο κρίμα, μόνο κράτησε
μονόψηφο στη θήκη του μαχαίρι.

Το Διομήδη έναν καιρό η ξανθιά [αντ. α]
η Γλαυκομάτα αθάνατο έκαμε θεό.
Κι η γη στη Θήβα, με τα βέλη του Διός
κεραυνωμένη, δέχτηκε το μάντη Οϊκλείδη,
πού ηταν πόλεμου αστραποσύγνεφο·
10κι αν πεις για τις πανώριες του γυναίκες,
από τα χρόνια τα παλιά
έχει στον κόσμο τα πρωτειά·
και μαρτυριά στου λόγου την αλήθεια δίνει
αυτός ο Δίας, που κατέβηκε απ᾽ τον ουρανό
για τη Δανάη και την Αλκμήνη,
κι ακόμα στον πατέρα του Άδραστου
και στο Λυγκέα συνάρμοσε της γνώσης τον καρπό
με την ίσια μαζί δικαιοσύνη.

Έθρεψε το Άργος του Αμφιτρύωνα την αιχμή [επωδ. α]
κι ο παμμακάριστος θεός
στη γενεά του αξίωσε να μπει·
αφού, ζωσμένος στα χαλκά του τ᾽ άρματα,
15ξολόθρεψε τους Τηλεβόες εκείνος,
παίρνοντας τη μορφή του ο βασιλιάς
των αθανάτων μπήκε στην αυλή του,
κομίζοντας εκεί
το ατρέμιστο το σπέρμα του Ηρακλή·
πὄχει γυναίκα τώρ᾽ αυτός στον Όλυμπο
την πιο ᾽μορφη από τις θεές, την Ήβη,
που πλάι με τη μητέρα της,
του τέλειου γάμου τη θεά, βαδίζει.