Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΣΟΦΟΚΛΗΣ

Ἠλέκτρα (431-471)


ΗΛ. ἀλλ᾽, ὦ φίλη, τούτων μὲν ὧν ἔχεις χεροῖν
τύμβῳ προσάψῃς μηδέν· οὐ γάρ σοι θέμις
οὐδ᾽ ὅσιον ἐχθρᾶς ἀπὸ γυναικὸς ἱστάναι
κτερίσματ᾽ οὐδὲ λουτρὰ προσφέρειν πατρί·
435ἀλλ᾽ ἢ πνοαῖσιν ἢ βαθυσκαφεῖ κόνει
κρύψον νιν, ἔνθα μή ποτ᾽ εἰς εὐνὴν πατρὸς
τούτων πρόσεισι μηδέν· ἀλλ᾽ ὅταν θάνῃ,
κειμήλι᾽ αὐτῇ ταῦτα σῳζέσθω κάτω.
ἀρχὴν δ᾽ ἄν, εἰ μὴ τλημονεστάτη γυνὴ
440πασῶν ἔβλαστε, τάσδε δυσμενεῖς χοὰς
οὐκ ἄν ποθ᾽ ὅν γ᾽ ἔκτεινε τῷδ᾽ ἐπέστεφε.
σκέψαι γὰρ εἴ σοι προσφιλῶς αὐτῇ δοκεῖ
γέρα τάδ᾽ οὑν τάφοισι δέξεσθαι νέκυς
ὑφ᾽ ἧς θανὼν ἄτιμος ὥστε δυσμενὴς
445ἐμασχαλίσθη κἀπὶ λουτροῖσιν κάρᾳ
κηλῖδας ἐξέμαξεν. ἆρα μὴ δοκεῖς
λυτήρι᾽ αὐτῇ ταῦτα τοῦ φόνου φέρειν;
οὐκ ἔστιν. ἀλλὰ ταῦτα μὲν μέθες· σὺ δὲ
τεμοῦσα κρατὸς βοστρύχων ἄκρας φόβας
450κἀμοῦ ταλαίνης, σμικρὰ μὲν τάδ᾽, ἀλλ᾽ ὅμως
ἅχω, δὸς αὐτῷ, τήνδε λιπαρῆ τρίχα
καὶ ζῶμα τοὐμὸν οὐ χλιδαῖς ἠσκημένον.
αἰτοῦ δὲ προσπίτνουσα γῆθεν εὐμενῆ
ἡμῖν ἀρωγὸν αὐτὸν εἰς ἐχθροὺς μολεῖν,
455καὶ παῖδ᾽ Ὀρέστην ἐξ ὑπερτέρας χερὸς
ἐχθροῖσιν αὐτοῦ ζῶντ᾽ ἐπεμβῆναι ποδί,
ὅπως τὸ λοιπὸν αὐτὸν ἀφνεωτέραις
χερσὶ στέφωμεν ἢ τανῦν δωρούμεθα.
οἶμαι μὲν οὖν, οἶμαί τι κἀκείνῳ μέλειν
460πέμψαι τάδ᾽ αὐτῇ δυσπρόσοπτ᾽ ὀνείρατα·
ὅμως δ᾽, ἀδελφή, σοί θ᾽ ὑπούργησον τάδε
ἐμοί τ᾽ ἀρωγά, τῷ τε φιλτάτῳ βροτῶν
πάντων, ἐν Ἅιδου κειμένῳ κοινῷ πατρί.
ΧΟ. πρὸς εὐσέβειαν ἡ κόρη λέγει· σὺ δέ,
465εἰ σωφρονήσεις, ὦ φίλη, δράσεις τάδε.
ΧΡ. δράσω· τὸ γὰρ δίκαιον οὐκ ἔχει λόγον
δυοῖν ἐρίζειν, ἀλλ᾽ ἐπισπεύδειν τὸ δρᾶν.
πειρωμένῃ δὲ τῶνδε τῶν ἔργων ἐμοὶ
σιγὴ παρ᾽ ὑμῶν πρὸς θεῶν ἔστω, φίλαι·
470ὡς εἰ τάδ᾽ ἡ τεκοῦσα πεύσεται, πικρὰν
δοκῶ με πεῖραν τήνδε τολμήσειν ἔτι.


ΗΛΕ. Μα, ω καλή μου, απ᾽ αυτά πὄχεις στα χέρια,
στον τάφο επάνω τίποτα μη βάλεις,
γιατ᾽ είναι κρίμ᾽ ανόσιο για σένα
να πας εντάφια δώρα στον πατέρα
από γυναίκα εχθρά και τις σπονδές της
να του προσφέρεις· μα στους τέσσερις
σκόρπα τα ανέμους, ή παράχωσέ τα
βαθιά βαθιά στη γη, που να μη φτάσει
σταλιά απ᾽ αυτά στη νεκρική του κοίτη·
μα σαν πεθάνει εκείνη, ας περιμένουν
φυλαγμένα στη γη, να τα χαρεί η ίδια.
Και πρώτα, αν μέσα σ᾽ όλες τις γυναίκες
440δεν ήταν η πιο αδιάντροπη, ποτέ της
δε θα έραινε τις μισητές χοές της
σ᾽ εκείνου, που η ίδια εσκότωσε, τον τάφο.
Και σκέψου: με καλή καρδιά νομίζεις
δώρα ο νεκρός πως θα δεχτεί από κείνην,
που αφού τον σκότωσε άτιμα, σα νά ηταν
εχθρός ακρωτηρίασε, κι απάνω
σφούγγιξε στα μαλλιά του τις κηλίδες
του φόνου του, για καθαρμό; Μην τάχα
πίστεψες πως μ᾽ αυτά που πας θα λάβει
του εγκλήματός της άφεση; ποτέ της!
Μα έλα, παράτα τώρ᾽ αυτά και κόψε
άκρες από τις μπούκλες τω μαλλιώ σου,
κι από μέρος της άμοιρης εμένα
450—λίγα, μ᾽ άλλα δεν έχω— δώσ᾽ του αυτή
προσφορά την πλεξίδα μου και τούτη
τη φτωχοδουλεμένη μου τη ζώνη·
και πρόσπεσε και παρακάλεσέ τον
νά βγει απ᾽ τον τάφο πρόθυμος βοηθός μας
ενάντια στους εχθρούς, κι ο γιος του Ορέστης
ζωντανός νικητής και τροπαιούχος
κάτω απ᾽ τα πόδια του να τους πατήσει,
που έτσι και μεις στο μέλλον με πιο πλούσια
χέρια να του στολίζομε τον τάφο.
Πιστεύω, ναι, πιστεύω πως και κείνος
τα όνειρ᾽ αυτά της κακοσημαδιάς της
460να της στείλει θα φρόντισε· μα ωστόσο
δώσε και συ χέρι, αδερφή, και βόηθα
στην εκδίκηση, που ᾽ναι και δική σου
και δική μου και του παμφίλτατού μας
κοινού πατρός, που κείτεται στον Άδη.
ΧΟΡ. Η ευσέβεια την εμπνέει σ᾽ αυτά που η κόρη
σου λέει· και συ αν σκεφθείς σωστά, καλή μας,
θ᾽ ακολουθήσεις βέβαια τη συμβουλή της.
ΧΡΥ. Έτσι θα κάμω· για ένα δίκαιο πράμα
δεν έχει λόγο να φιλονικούνε
δυο μεταξύ τους, αλλ᾽ απεναντίας
να το επισπεύδουν. Μόνο, ενώ, καλές μου,
θα προσπαθώ εγώ τη δουλειά, κοιτάχτε,
για το Θεό, μη βγει μιλιά απ᾽ το στόμα·
470γιατί αν θα μάθει τίποτα η μητέρα,
πικρή θαρρώ θα μού βγει αυτή μου η τόλμη.