Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΣΟΦΟΚΛΗΣ

Ἠλέκτρα (516-555)


ΕΠΕΙΣΟΔΙΟΝ ΔΕΥΤΕΡΟΝ


ΚΛΥΤΑΙΜΗΣΤΡΑ
ἀνειμένη μέν, ὡς ἔοικας, αὖ στρέφῃ.
οὐ γὰρ πάρεστ᾽ Αἴγισθος, ὅς σ᾽ ἐπεῖχ᾽ ἀεὶ
μή τοι θυραίαν γ᾽ οὖσαν αἰσχύνειν φίλους·
νῦν δ᾽ ὡς ἄπεστ᾽ ἐκεῖνος, οὐδὲν ἐντρέπῃ
520ἐμοῦ γε· καίτοι πολλὰ πρὸς πολλούς με δὴ
ἐξεῖπας ὡς θρασεῖα καὶ πέρα δίκης
ἄρχω, καθυβρίζουσα καὶ σὲ καὶ τὰ σά.
ἐγὼ δ᾽ ὕβριν μὲν οὐκ ἔχω, κακῶς δέ σε
λέγω κακῶς κλύουσα πρὸς σέθεν θαμά.
525πατὴρ γάρ, οὐδὲν ἄλλο, σοὶ πρόσχημ᾽ ἀεί,
ὡς ἐξ ἐμοῦ τέθνηκεν. ἐξ ἐμοῦ· καλῶς
ἔξοιδα· τῶνδ᾽ ἄρνησις οὐκ ἔνεστί μοι.
ἡ γὰρ Δίκη νιν εἷλεν, οὐκ ἐγὼ μόνη,
ᾗ χρῆν σ᾽ ἀρήγειν, εἰ φρονοῦσ᾽ ἐτύγχανες.
530ἐπεὶ πατὴρ σὸς οὗτος, ὃν θρηνεῖς ἀεί,
τὴν σὴν ὅμαιμον μοῦνος Ἑλλήνων ἔτλη
θῦσαι θεοῖσιν, οὐκ ἴσον καμὼν ἐμοὶ
λύπης, ὅτ᾽ ἔσπειρ᾽, ὥσπερ ἡ τίκτουσ᾽ ἐγώ.
εἶεν· δίδαξον δή με ‹τοῦτο›, τοῦ χάριν
535ἔθυσεν αὐτήν. πότερον Ἀργείων ἐρεῖς;
ἀλλ᾽ οὐ μετῆν αὐτοῖσι τήν γ᾽ ἐμὴν κτανεῖν.
ἀλλ᾽ ἀντ᾽ ἀδελφοῦ δῆτα Μενέλεω κτανὼν
τἄμ᾽ οὐκ ἔμελλε τῶνδέ μοι δώσειν δίκην;
πότερον ἐκείνῳ παῖδες οὐκ ἦσαν διπλοῖ,
540οὓς τῆσδε μᾶλλον εἰκὸς ἦν θνῄσκειν, πατρὸς
καὶ μητρὸς ὄντας, ἧς ὁ πλοῦς ὅδ᾽ ἦν χάριν;
ἢ τῶν ἐμῶν Ἅιδης τιν᾽ ἵμερον τέκνων
ἢ τῶν ἐκείνης ἔσχε δαίσασθαι πλέον;
ἢ τῷ πανώλει πατρὶ τῶν μὲν ἐξ ἐμοῦ
545παίδων πόθος παρεῖτο, Μενέλεω δ᾽ ἐνῆν;
οὐ ταῦτ᾽ ἀβούλου καὶ κακοῦ γνώμην πατρός;
δοκῶ μέν, εἰ καὶ σῆς δίχα γνώμης λέγω.
φαίη δ᾽ ἂν ἡ θανοῦσά γ᾽, εἰ φωνὴν λάβοι.
ἐγὼ μὲν οὖν οὐκ εἰμὶ τοῖς πεπραγμένοις
550δύσθυμος· εἰ δὲ σοὶ δοκῶ φρονεῖν κακῶς,
γνώμην δικαίαν σχοῦσα τοὺς πέλας ψέγε.
ΗΛ. ἐρεῖς μὲν οὐχὶ νῦν γέ μ᾽ ὡς ἄρξασά τι
λυπηρὸν εἶτα σοῦ τάδ᾽ ἐξήκουσ᾽ ὕπο·
ἀλλ᾽ ἢν ἐφῇς μοι, τοῦ τεθνηκότος θ᾽ ὕπερ
555λέξαιμ᾽ ἂν ὀρθῶς τῆς κασιγνήτης θ᾽ ὁμοῦ.


ΔΕΥΤΕΡΟ ΕΠΕΙΣΟΔΙΟ


ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ
Απολυμένη καθώς βλέπω πάλι
μας στρέφεσαι, γιατί δεν είναι δω
ο Αίγιστος, που σε συγκρατούσε πάντα
να μη ντροπιάζεις, κι έξω, τους δικούς σου.
Τώρα που εκείνος λείπει, δεν ψηφάς
520καθόλου εμένα· μα όμως και δεν παύεις
να λες και ξαναλές πως σου είμαι τάχα
δεσποτική και πως σε δυναστεύω
έξω απ᾽ το δίκιο και πως δείχτω κάθε
για σε και τα δικά σου καταφρόνια·
μα εγώ δεν είμαι τέτοια, κι αν σε βρίζω,
το κάνω απλώς για ν᾽ απαντώ στις τόσες
συχνές βρισιές, που απ᾽ το στόμα σου ακούω.
Γιατί ο πατέρας σου, και τίποτ᾽ άλλο,
η αιώνια πρόφασή σου, πως νεκρός
από το χέρι μου έπεσε· και βέβαια,
αυτό είναι η αλήθεια, και δε λέω καθόλου
να τ᾽ αρνηθώ· μα η Δίκη ήταν κυρίως
που τον σκότωσε, κι όχι εγώ μονάχη.
Μα και συ θα ᾽ταν χρέος σου να πάρεις
το μέρος της, αν τυχόν κι είχες γνώση·
530γιατί αυτός ο πατέρας, που δεν παύεις
συ να θρηνείς, μόνος μες στην Ελλάδα
το βάσταξε θυσία να την προσφέρει
την αδερφή σου στους θεούς, που εκείνος
όχι τους ίδιους τράβηξε τους πόνους
να τη σπείρει, με μέ σαν τη γεννούσα.
Μα έστω· μάθε μου καν, για χάρη τίνος
και για ποιούς τη θυσίασε; μην τάχα
για τους Αργείους μου πεις; και ποιό ειχαν
δικαίωμα αυτοί να σφάξουν το παιδί μου;
μ᾽ αν για τον αδερφό του το Μενέλαο
έσφαξε το δικό μου, δε χρωστούσε
να μου το πλέρωνε λοιπόν; μην τάχα
δεν είχ᾽ εκείνος δυο παιδιά, που θα ᾽ταν
540πολύ πιο φυσικότερο, αντί εκείνη,
να πέθαιναν, αφού ήτανε πατέρα
και μητέρα, που χάρη της κι εκείνη
η εκστρατεία σηκώθηκε; ή μήπως
πιότερη να ᾽πιασε όρεξη τον Άδη
για τα παιδιά μου εμένα, να τα φάει,
παρά για κείνης; ή ο κοψόχρονός σου
πατέρας έχασε κάθε στοργή
για τα παιδιά, που είχε από με, και μόνο
για του Μενέλαου φρόντιζε; δεν είναι
άκαρδου αυτά κι αναίσθητου πατέρα;
Εγώ έτσι το θαρρώ, κι ας πάει να μου έχεις
ενάντια γνώμη εσύ· μα η πεθαμένη,
αν έπαιρνε φωνή, θα συμφωνούσε.
Εγώ λοιπόν δεν έχω στην ψυχή μου
κανένα βάρος για τα περασμένα·
550και συ, αν νομίζεις πως δεν κρίνω ορθά,-
σκέψου πρώτα καλά πάνω στο δίκιο
κι έπειτα να κατηγορείς τους άλλους.
ΗΛΕ. Τώρα τουλάχιστο δε θα μπορέσεις
να λες πως πρώτη εγώ άρχισα τα λόγια,
για ν᾽ ακούσω, όσ᾽ άκουσα από σένα·
μ᾽ αν μου επιτρέπεις, θ᾽ άκουες ποιά ᾽ναι η αλήθεια
για το νεκρό και για την αδερφή μου.