Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΟΜΗΡΟΣ

Ὀδύσσεια (21.80-21.162)


80Ὣς φάτο, καί ῥ᾽ Εὔμαιον ἀνώγει, δῖον ὑφορβόν,
τόξον μνηστήρεσσι θέμεν πολιόν τε σίδηρον.
δακρύσας δ᾽ Εὔμαιος ἐδέξατο καὶ κατέθηκε·
κλαῖε δὲ βουκόλος ἄλλοθ᾽, ἐπεὶ ἴδε τόξον ἄνακτος.
Ἀντίνοος δ᾽ ἐνένιπεν ἔπος τ᾽ ἔφατ᾽ ἔκ τ᾽ ὀνόμαζε·
85 «νήπιοι ἀγροιῶται, ἐφημέρια φρονέοντες,
ἆ δειλώ, τί νυ δάκρυ κατείβετον ἠδὲ γυναικὶ
θυμὸν ἐνὶ στήθεσσιν ὀρίνετον; ᾗ τε καὶ ἄλλως
κεῖται ἐν ἄλγεσι θυμός, ἐπεὶ φίλον ὤλεσ᾽ ἀκοίτην.
ἀλλ᾽ ἀκέων δαίνυσθε καθήμενοι, ἠὲ θύραζε
90 κλαίετον ἐξελθόντε, κατ᾽ αὐτόθι τόξα λιπόντε,
μνηστήρεσσιν ἄεθλον ἀάατον· οὐ γὰρ ὀΐω
ῥηϊδίως τόδε τόξον ἐΰξοον ἐντανύεσθαι.
οὐ γάρ τις μέτα τοῖος ἀνὴρ ἐν τοίσδεσι πᾶσιν
οἷος Ὀδυσσεὺς ἔσκεν· ἐγὼ δέ μιν αὐτὸς ὄπωπα,
95 καὶ γὰρ μνήμων εἰμί, πάϊς δ᾽ ἔτι νήπιος ἦα.»
Ὣς φάτο, τῷ δ᾽ ἄρα θυμὸς ἐνὶ στήθεσσιν ἐώλπει
νευρὴν ἐντανύειν διοϊστεύσειν τε σιδήρου.
ἦ τοι ὀϊστοῦ γε πρῶτος γεύσεσθαι ἔμελλεν
ἐκ χειρῶν Ὀδυσῆος ἀμύμονος, ὃν τότ᾽ ἀτίμα
100 ἥμενος ἐν μεγάροις, ἐπὶ δ᾽ ὄρνυε πάντας ἑταίρους.
τοῖσι δὲ καὶ μετέειφ᾽ ἱερὴ ἲς Τηλεμάχοιο·
«ὢ πόποι, ἦ μάλα με Ζεὺς ἄφρονα θῆκε Κρονίων·
μήτηρ μέν μοί φησι φίλη, πινυτή περ ἐοῦσα,
ἄλλῳ ἅμ᾽ ἕψεσθαι νοσφισσαμένη τόδε δῶμα·
105 αὐτὰρ ἐγὼ γελόω καὶ τέρπομαι ἄφρονι θυμῷ.
ἀλλ᾽ ἄγετε, μνηστῆρες, ἐπεὶ τόδε φαίνετ᾽ ἄεθλον,
οἵη νῦν οὐκ ἔστι γυνὴ κατ᾽ Ἀχαιΐδα γαῖαν,
οὔτε Πύλου ἱερῆς οὔτ᾽ Ἄργεος οὔτε Μυκήνης·
οὔτ᾽ αὐτῆς Ἰθάκης οὔτ᾽ ἠπείροιο μελαίνης·
110 καὶ δ᾽ αὐτοὶ τόδε ἴστε· τί με χρὴ μητέρος αἴνου;
ἀλλ᾽ ἄγε μὴ μύνῃσι παρέλκετε μηδ᾽ ἔτι τόξου
δηρὸν ἀποτρωπᾶσθε τανυστύος, ὄφρα ἴδωμεν.
καὶ δέ κεν αὐτὸς ἐγὼ τοῦ τόξου πειρησαίμην·
εἰ δέ κεν ἐντανύσω διοϊστεύσω τε σιδήρου,
115 οὔ κέ μοι ἀχνυμένῳ τάδε δώματα πότνια μήτηρ
λείποι ἅμ᾽ ἄλλῳ ἰοῦσ᾽, ὅτ᾽ ἐγὼ κατόπισθε λιποίμην
οἷός τ᾽ ἤδη πατρὸς ἀέθλια κάλ᾽ ἀνελέσθαι.»
Ἦ καὶ ἀπ᾽ ὤμοιϊν χλαῖναν θέτο φοινικόεσσαν
ὀρθὸς ἀναΐξας, ἀπὸ δὲ ξίφος ὀξὺ θέτ᾽ ὤμων.
120 πρῶτον μὲν πελέκεας στῆσεν, διὰ τάφρον ὀρύξας
πᾶσι μίαν μακρήν, καὶ ἐπὶ στάθμην ἴθυνεν,
ἀμφὶ δὲ γαῖαν ἔναξε· τάφος δ᾽ ἕλε πάντας ἰδόντας,
ὡς εὐκόσμως στῆσε· πάρος δ᾽ οὔ πώ ποτ᾽ ὀπώπει.
στῆ δ᾽ ἄρ᾽ ἐπ᾽ οὐδὸν ἰὼν καὶ τόξου πειρήτιζε.
125 τρὶς μέν μιν πελέμιξεν ἐρύσσασθαι μενεαίνων,
τρὶς δὲ μεθῆκε βίης, ἐπιελπόμενος τό γε θυμῷ
νευρὴν ἐντανύειν διοϊστεύσειν τε σιδήρου.
καί νύ κε δὴ ῥ᾽ ἐτάνυσσε βίῃ τὸ τέταρτον ἀνέλκων,
ἀλλ᾽ Ὀδυσεὺς ἀνένευε καὶ ἔσχεθεν ἱέμενόν περ.
130 τοῖς δ᾽ αὖτις μετέειφ᾽ ἱερὴ ἲς Τηλεμάχοιο·
«ὢ πόποι, ἦ καὶ ἔπειτα κακός τ᾽ ἔσομαι καὶ ἄκικυς,
ἠὲ νεώτερός εἰμι καὶ οὔ πω χερσὶ πέποιθα
ἄνδρ᾽ ἀπαμύνασθαι, ὅτε τις πρότερος χαλεπήνῃ.
ἀλλ᾽ ἄγεθ᾽, οἵ περ ἐμεῖο βίῃ προφερέστεροί ἐστε,
135 τόξου πειρήσασθε, καὶ ἐκτελέωμεν ἄεθλον.»
Ὣς εἰπὼν τόξον μὲν ἀπὸ ἕο θῆκε χαμᾶζε,
κλίνας κολλητῇσιν ἐϋξέστῃς σανίδεσσιν,
αὐτοῦ δ᾽ ὠκὺ βέλος καλῇ προσέκλινε κορώνῃ,
ἂψ δ᾽ αὖτις κατ᾽ ἄρ᾽ ἕζετ᾽ ἐπὶ θρόνου, ἔνθεν ἀνέστη.
140 τοῖσιν δ᾽ Ἀντίνοος μετέφη, Εὐπείθεος υἱός·
«ὄρνυσθ᾽ ἑξείης ἐπιδέξια πάντες ἑταῖροι,
ἀρξάμενοι τοῦ χώρου, ὅθεν τέ περ οἰνοχοεύει.»
Ὣς ἔφατ᾽ Ἀντίνοος, τοῖσιν δ᾽ ἐπιήνδανε μῦθος.
Ληώδης δὲ πρῶτος ἀνίστατο, Οἴνοπος υἱός,
145 ὅ σφι θυοσκόος ἔσκε, παρὰ κρητῆρα δὲ καλὸν
ἷζε μυχοίτατος αἰεί· ἀτασθαλίαι δέ οἱ οἴῳ
ἐχθραὶ ἔσαν, πᾶσιν δὲ νεμέσσα μνηστήρεσσιν·
ὅς ῥα τότε πρῶτος τόξον λάβε καὶ βέλος ὠκύ.
στῆ δ᾽ ἄρ᾽ ἐπ᾽ οὐδὸν ἰὼν καὶ τόξου πειρήτιζεν,
150 οὐδέ μιν ἐντάνυσε· πρὶν γὰρ κάμε χεῖρας ἀνέλκων
ἀτρίπτους ἁπαλάς· μετὰ δὲ μνηστῆρσιν ἔειπεν·
«ὦ φίλοι, οὐ μὲν ἐγὼ τανύω, λαβέτω δὲ καὶ ἄλλος.
πολλοὺς γὰρ τόδε τόξον ἀριστῆας κεκαδήσει
θυμοῦ καὶ ψυχῆς, ἐπεὶ ἦ πολὺ φέρτερόν ἐστι
155 τεθνάμεν ἢ ζώοντας ἁμαρτεῖν, οὗ θ᾽ ἕνεκ᾽ αἰεὶ
ἐνθάδ᾽ ὁμιλέομεν, ποτιδέγμενοι ἤματα πάντα.
νῦν μέν τις καὶ ἔλπετ᾽ ἐνὶ φρεσὶν ἠδὲ μενοινᾷ
γῆμαι Πηνελόπειαν, Ὀδυσσῆος παράκοιτιν.
αὐτὰρ ἐπὴν τόξου πειρήσεται ἠδὲ ἴδηται,
160 ἄλλην δή τιν᾽ ἔπειτα Ἀχαιϊάδων εὐπέπλων
μνάσθω ἐέδνοισιν διζήμενος· ἡ δέ κ᾽ ἔπειτα
γήμαιθ᾽ ὅς κε πλεῖστα πόροι καὶ μόρσιμος ἔλθοι.»


80Αυτά τους είπε, κι ευθύς δίνει στον Εύμαιο, θείο χοιροβοσκό,
την εντολή μπροστά τους ν᾽ αποθέσει το δοξάρι, εκεί
και τα πελέκια από γκρίζο σίδερο.
Το πήρε ο Εύμαιος και δακρυσμένος το ᾽βαλε στη μέση·
το τόξο βλέποντας του βασιλιά, θρηνούσε πλάι του
δεύτερος τώρα κι ο βουκόλος, οπότε ο Αντίνοος τους αποπήρε και τους δυο,
ξεστόμισε λόγια βαριά μιλώντας:
«Μικροί χωριάτες, το μυαλό σας μόνο στο σήμερα κολλά!
Γιατί, βρε μίζεροι, το ρίξατε στα κλαψουρίσματα, γιατί ταράζετε
στα στήθη την καρδιά μιας δύστυχης γυναίκας;
Έτσι κι αλλιώς της τρώει ο πόνος την ψυχή, αφότου έχασε
ομόκλινο το αγαπημένο ταίρι της.
Βγάλετε λέω τον σκασμό και τρώτε αμίλητοι· αλλιώς έξω από δω,
90κι εκεί το κλάμα συνεχίζετε. Όσο για τούτο το δοξάρι,
τ᾽ αφήνετε επιτόπου, άθλημα στους μνηστήρες ριψοκίνδυνο.
Δεν το φαντάζομαι πως τούτο το καλοξυσμένο τόξο
εύκολα κάποιος θα τανύσει, αφού σ᾽ όλους εδώ άντρας δεν βρίσκεται
του Οδυσσέα αντάξιος.
Εγώ τον είδα με τα μάτια μου και δεν μου βγαίνει απ᾽ το μυαλό —
ήμουνα τότε ανέμελο παιδάκι ακόμη.»
Έτσι τους μίλησε, μέσα του όμως έκρυβε κρυφή ελπίδα
πως θα τεντώσει τη χορδή, πως θα περάσει τη σαΐτα στα πελέκια.
Πράγματι, αυτός έμελλε πρώτος να γευτεί το βέλος,
αμολημένο από το χέρι του άψογου Οδυσσέα· που τώρα,
αραγμένος στο παλάτι, τον καταφρονούσε, γυρεύοντας
100να ξεσηκώσει τους συντρόφους.
Στο μεταξύ μπήκε στη μέση ο γενναίος Τηλέμαχος μιλώντας:
«Αλίμονό μου, σίγουρα μου πήρε τα μυαλά ο γιος του Κρόνου, ο Δίας!
Ενώ η καλή μου μάνα, που είναι γνωστική, το λέει πια, μ᾽ άλλον θα πάει,
θ᾽ αφήσει τούτο το παλάτι, εγώ ο μωρός γελώ και το γλεντώ.
Όμως κοπιάστε τώρα, σας περιμένει το έπαθλο, μνηστήρες.
Τέτοια γυναίκα άλλη δεν υπάρχει στων Αχαιών τη χώρα·
μήτε στην Πύλο, στο Άργος, στις Μυκήνες, μήτε και μέσα
στην Ιθάκη ή στην αντικρινή σκουρόχρωμη στεριά.
110Αυτό το ξέρετε καλά κι εσείς· ποιος λόγος να παινεύω εγώ τη μάνα μου;
Εμπρός λοιπόν, αφήστε τις προφάσεις, μην το χασομεράτε,
το τόξο αυτό δεν πρέπει κι άλλο να μείνει ατάνυστο,
ας δούμε τέλος τ᾽ αποτέλεσμα.
Αλήθεια, θα ᾽θελα να δοκιμαστώ κι ο ίδιος με τούτο το δοξάρι.
Αν το κατόρθωνα να το τεντώσω και να περάσω τη σαΐτα
στα πελέκια, τότε δεν θα μου πλάκωνε τόσο το βάρος την καρδιά,
που η σεμνή μου μάνα θ᾽ άφηνε το παλάτι, μ᾽ άλλον
πηγαίνοντας να ζήσει· θα ᾽μενα εδώ μόνος εγώ, άξιος όμως
να σηκώνω πια άρματα κι άθλα του πατέρα μου.»
Είπε, κι ορθός τινάχτηκε, πέταξε από πάνω του την πορφυρή του χλαίνη,
από τους ώμους τράβηξε το κοφτερό σπαθί.
120Μετά σε μάκρος, από τη μια μεριά στην άλλη, άνοιξε αυλάκι,
έστησε τα πελέκια εκεί, τα στάθμισε, για να ᾽ναι ίσα,
και πάτησε το χώμα γύρω τους.
Τον έβλεπαν οι άλλοι κι όλοι αποσβολώθηκαν, με πόση τάξη
τα συνταίριαξε, ενώ δεν είχε δει ποτέ του ως τώρα ο νέος τέτοιο πράγμα.
Τέλος, στητός επάνω στο κατώφλι, πήρε να δοκιμάζει το δοξάρι.
Δοκίμασε να το τραβήξει τρεις φορές μ᾽ όλη τη δύναμή του,
και τρεις φορές κόπηκε η φόρα του· ωστόσο μέσα του
κρατούσε ακόμη την ελπίδα πως θα μπορέσει να τανύσει τη νευρή
και να περάσει πέρα ως πέρα τα πελέκια.
Αν το τραβούσε τέταρτη φορά, βάζοντας κι άλλη δύναμη,
σίγουρα θα κατόρθωνε να το τεντώσει· αλλά στο μεταξύ τού κάνει
ο Οδυσσέας νεύμα, που τον συγκράτησε επάνω στη μεγάλη ορμή του.
130Οπότε γύρισε προς τους μνηστήρες, μιλώντας ο γενναίος Τηλέμαχος:
«Αίσχος, για πάντα αδύναμος κι ανίκανος θα μείνω!
Εκτός κι αν φταίει που είμαι νιούτσικος, μου λείπει εμπιστοσύνη
πως με τα χέρια μου μπορώ κι εγώ να τον στριμώξω
κάποιον που πρώτος κάνει τον καμπόσο.
Όμως τώρα σειρά σας, είσαστε εσείς πιο δυνατοί από μένα, μπρατσωμένοι·
πιάστε λοιπόν και δοκιμάσετε το τόξο, να δούμε ποιος θα πάρει το έπαθλο.»
Τέλειωσε με τα λόγια αυτά κι άφησε κάτω το δοξάρι, το ᾽γειρε
στα πορτόφυλλα με τις καλάρμοστες γυαλιστερές σανίδες
και πάνω στην ωραία κορώνη στήριξε και τη γρήγορη σαΐτα.
Μετά πήγε και κάθησε ξανά στον δίφρο απ᾽ όπου ανασηκώθηκε.
140Τον λόγο πήρε τότε ο γιος του Ευπείθη, ο Αντίνοος:
«Σύντροφοι, σηκωθείτε, όλοι με τη σειρά, από δεξιά αρχίζοντας,
όπως κι ο οινοχόος μάς κερνά κρασί.»
Έτσι τους μίλησε ο Αντίνοος, κι άρεσε ο λόγος του.
Πρώτος λοιπόν σηκώθηκε ο Ληώδης, ο γιος του Οίνοπα·
αυτός στα σφάγια τους μάντευε, πάντοτε καθισμένος
πέρα στο βάθος, στον όμορφο κρατήρα πλάι — ήταν ο μόνος που μισούσε
τ᾽ ατάσθαλα έργα κι αγανακτούσε μ᾽ όλους τους μνηστήρες.
Αυτός πήρε στα χέρια του πρώτος το τόξο και τη γρήγορη σαΐτα,
στήθηκε πάνω στο κατώφλι, με το δοξάρι πάλευε·
150όμως δεν μπόρεσε να το τανύσει, γιατί, τραβώντας τη νευρή,
του κόπηκαν τα χέρια — χέρια απαλά κι αδούλευτα.
Οπότε στους μνηστήρες γύρισε μιλώντας:
«Φίλοι, δεν το τεντώνω εγώ, άλλος ας έλθει να το πιάσει.
Κι όμως προβλέπω το τόξο τούτο θα στερήσει σ᾽ ανδρείους πολλούς
και την ορμή και τη ζωή τους.
Και μολαταύτα, ο θάνατος καλύτερος, παρά να ζούμε
στερημένοι συνεχώς απ᾽ ό,τι κάθε μέρα μάς μαζεύει εδώ,
και περιμένουμε πάντα να γίνει.
Προς το παρόν κάποιος ακόμη μέσα του μελετά κι ελπίζει
την Πηνελόπη να κερδίσει, γυναίκα του Οδυσσέα ομόκλινη.
Κι όμως, όταν δοκιμαστεί με το δοξάρι και δει τι γίνεται,
τότε ας γυρέψει λέω αλλού, δίνοντας και γαμήλια δώρα,
160άλλη γυναίκα ταίρι του να κάνει από των Αχαιών τις πεπλοφόρες κόρες —
εκείνη θα διαλέξει όποιον της δώσει περισσότερα κι είναι της μοίρας της αυτός.»